Έκτορας

Έκτορας
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Έκτορας (Αρχαία Ελληνικά)
Αιτία θανάτουανθρωποκτονία
Χώρα πολιτογράφησηςΤροία
Πληροφορίες ασχολίας
Οικογένεια
ΣύζυγοςΑνδρομάχη[1]
ΤέκναΑστυάναξ[2][3]
Oxynios
Λαοδάμας
Amphineus
ΓονείςΠρίαμος[1][4][2] και Εκάβη[1][5][2]
ΑδέλφιαΠάρις
Κασσάνδρα
Πολυξένη
Δηίφοβος
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Πόλεμοι/μάχεςΤρωικός πόλεμος
Αξιώματα και βραβεύσεις
Βραβεύσειςηρωϊκές τιμές[6]
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Έκτορας ήταν γιος του Πριάμου και της Εκάβης και είναι ένα απ' τα κεντρικά πρόσωπα της Ιλιάδας και αρχηγός των Τρώων και των συμμάχων τους κατά την υπεράσπιση της Τροίας.

Αρχικά δεν ενέκρινε τον πόλεμο μεταξύ των Αχαιών και των Τρώων. Νωρίς στην Ιλιάδα προτείνει μια μονομαχία μεταξύ του αδερφού του, του Πάρη, και του Μενελάου για να σταματήσει τον πόλεμο. Από τη μονομαχία πάντως δεν υπήρξε αδιαμφισβήτητος νικητής λόγω θεϊκής παρέμβασης. Γυναίκα του ήταν η Ανδρομάχη με την οποία απέκτησε έναν γιο, τον Αστυάνακτα. Ο Αχιλλέας σκότωσε τον Έκτορα σε μονομαχία και ατίμωσε το νεκρό του σώμα, σέρνοντάς τον γυμνό γύρω από τα τείχη της Τροίας, σαν εκδίκηση για τον θάνατο του φίλου του Πάτροκλου, ο οποίος σκοτώθηκε από τον Έκτορα. Κάποτε τον θεωρούσαν γιο όχι του Πριάμου, αλλά του θεού Απόλλωνα και της Εκάβης και αδελφό του Τρωίλου. Ήταν ο πιο ανδρειωμένος πολεμιστής των Τρώων, μαζί με τους Τρώες στρατιώτες του αλλά και συμμάχους του από τη Ζέλεια και τη Λυκία κατάφερε να προκαλέσει πολλά προβλήματα στο ελληνικό στρατόπεδο για πολλά χρόνια.

Η μονομαχία με τον Πρωτεσίλαο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η προφητεία που υποστήριζε ότι ο πρώτος Αχαιός που θα πατήσει σε τρωική παραλία θα γνωρίσει τον θάνατο επιβεβαιώνεται με τον θάνατο του Πρωτεσίλαου. Ο Πρωτεσίλαος, ο Αίαντας και ο Οδυσσέας δίσταζαν να προσεγγίσουν την παραλία. Ο πολυμήχανος Οδυσσέας χρησιμοποιεί τέχνασμα και αναγκάζει τον Πρωτεσίλαο να προσεγγίσει πρώτος. Το τέχνασμά του ήταν να πετάξει την ασπίδα του στο έδαφος και να πατήσει πάνω σε αυτήν. Ο Οδυσσέας δεν πάτησε το έδαφος, οπότε ο Πρωτεσίλαος ξεγελιέται και πατάει. Ο Έκτορας σκοτώνει τον Πρωτεσίλαο, που πρακτικά είχε πατήσει πρώτος την παραλία της Τροίας.

Η μονομαχία με τον Αίαντα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Έλενος, αδελφός του Έκτορα και γιος της Εκάβης, με μαντικές ικανότητες επιβεβαιώνει στον Έκτορα ότι η ώρα του θανάτου του δεν έχει φτάσει ακόμα. Ο Έκτωρ καταφέρνει να παύσει τον πόλεμο ανάμεσα στα δύο στρατεύματα. Έπειτα προκαλεί τους Αχαιούς πολέμαρχους σε μονομαχία. Εννέα από αυτούς θέλουν να μονομαχήσουν με τον καλύτερο πολεμιστή των Τρώων. Οι Αχαιοί αναγκάζονται να ρίξουν κλήρο, ο οποίος τελικά πέφτει στον πρίγκιπα της Σαλαμίνας, Αίαντα. Ο Αίαντας με την τεράστια σωματική του δύναμη καταφέρνει ελαφρώς να αποκτήσει το πάνω χέρι, όμως ο Έκτορας συνεχίζει να πολεμάει με ανδρεία και με τεράστια πολεμική ικανότητα, έτσι η μονομαχία δείχνει την ισοπαλία. Μετά από μεσολάβηση των κηρύκων Ιδαίου και Ταλθίβιου, ο Αίαντας και ο Έκτορας λήγουν τη μονομαχία. Οι δύο τους θαυμάζουν το σθένος, την ικανότητα και την ανδρεία του άλλου. Στο τέλος ανταλλάζουν και δώρα, κάτι που είναι συχνό να γίνει στο τέλος μιας ισόπαλης μονομαχίας. Ο Έκτορας δίνει στον Αίαντα το ξίφος του, το οποίο ο Τελαμώνιος θα χρησιμοποιήσει για να αυτοκτονήσει. Ο Αίαντας δίνει στον Έκτορα τη ζώνη του που θα χρησιμοποιηθεί αργότερα από τον Αχιλλέα όταν θα σύρει τον Έκτορα γύρω από τα τείχη της Τροίας.

Έκτορος και Ανδρομάχης διάλογος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το βάρος της σκηνής μετριάζεται από τα χαμόγελα που προκαλεί ο φόβος του Αστυάνακτα για το κράνος του πατέρα του και ο εναγκαλισμός που επακολουθεί του Έκτορα με το βρέφος.

Έτσι λοιπόν αφού μίλησε, έφυγε ο ορμητικός Έκτορας· αμέσως δε έπειτα έφτασε στο καλοχτισμένο ανάκτορό του, αλλά δεν βρήκε τη λευκόχειρη (λευκώλενον) Ανδρομάχη, αλλά αυτή μαζί με το παιδί της και την καλλίπεπλη υπηρέτρια είχε σταθεί επάνω στον πύργο με θρήνο και κλάματα. Όταν δε ο Έκτορας δεν βρήκε μέσα στο σπίτι την άψογη σύζυγό του, ήρθε και στάθηκε στο κατώφλι και ρώτησε τις δούλες μήπως πήγε σε καμιά κουνιάδα της ή καλοντυμένη συννυφάδα της ή μήπως είχε πάει στον ναό της Αθηνάς, όπου και άλλες καλλιπλόκαμες Τρωάδες ζητούν να εξιλεώσουν τη φοβερή Αθηνά.

Προς αυτό δε απάντησε η πρόθυμη οικονόμος:
«Έκτορα, επειδή έντονα με προστάζεις να πω την αλήθεια ούτε κάπου σε καμιά κουνιάδα της ούτε σε καμιά καλοντυμένη συννυφάδα της ούτε για τον ναό της Αθηνάς βγήκε, όπου άλλες καλλίκομες Τρωάδες ζητούν να εξιλεώσουν τη φοβερή θεά, αλλά πήγε στον ψηλό πύργο του Ιλίου, γιατί άκουσε ότι οι Τρώες δεινοπαθούν και ότι η υπεροχή των Αχαιών είναι μεγάλη. Αυτή μεν έχει φτάσει πια στο τείχος τρεχάτη σαν τρελή· μαζί της δε η παραμάνα (τιθινή) κρατεί το παιδί». [Z 389].

Όταν ο Έκτορας έφτασε στις Σκαιές Πύλες τότε τρεχάτη τον συνάντησε η γυναίκα του Ανδρομάχη με τα πολλά χαρίσματα, η κορή του Ηετίωνα χύνοντας δάκρυα του έσφιξε το χέρι θερμά και του είπε: «Ευλογημένε (δαιμόνιε), η ορμή σου θα σε καταστρέψει και δεν λυπάσαι το ανήλικο τέκνο σου και μένα την άμοιρη (άμμορον) που σύντομα χήρα (χήρη) σου θα γίνω· γιατί γρήγορα οι Αχαιοί θα σε σκοτώσουν ορμώντας όλοι επάνω σου· για μένα δε θα ήταν προτιμότερο, εάν σε στερηθώ, να χωθώ στη γη· γιατί πια δεν έχω άλλη παρηγοριά, όταν συ βέβαια πεθάνεις, αλλά βάσανα· ούτε υπάρχει ο πατέρας μου και η σεβαστή μου μητέρα».

Αλήθεια κι εγώ, απάντησε ο Έκτορας, για όλα αυτά φροντίζω, αλλά πάρα πολύ ντρέπομαι τους Τρώες και τις χαριτωμένες Τρωάδες, αν φεύγω σαν δειλός μακριά από τον πόλεμο, ούτε ο χαρακτήρας μου το επιτρέπει, γιατί έμαθα να είμαι γενναίος πάντοτε και να πολεμώ μαζί με τους Τρώες στην πρώτη γραμμή, προσπαθώντας να διαφυλάξω τη μεγάλη δόξα του πατέρα μου και μένα του ίδιου.[7]

Εγώ με την καρδιά μου και την ψυχή μου αυτό το ξέρω καλά· θα έρθει δηλαδή ημέρα (ἔσσεται ἦμαρ) [Z 448], όταν κάποτε η ιερή Τροία θα έχει χαθεί και ο Πρίαμος και ο λαός του πολεμιστή Πριάμου. Αλλά δεν αισθάνομαι τόσο λύπη για τους Τρώες στο μέλλον ούτε γι΄αυτή την Εκάβη ούτε για τον βασιλιά Πρίαμο ούτε για τους αδελφούς μου, που πολλοί και γενναίοι μπορεί να πέσουν στο χώμα από άντρες εχθρούς όσο για σένα, όταν κάποιος από τους χαλκοθώρακες Αχαιούς κλαμένη θα σε πάρει μαζί του, αφού σου αφαιρέσει την ελεύθερη ημέρα, και, στο Άργος αφού θα είσαι, θα υφαίνεις στον αργαλειό κάτω από τις διαταγές άλλης και ίσως θα μεταφέρεις νερό από τη Μεσσηίδα ή την Υπερία χωρίς καθόλου να το θέλεις, γιατί θα σε πιέζει σκληρή ανάγκη· και κάποτε όταν κανένας σε δει να χύνεις δάκρυα θα πει· «αυτή είναι γυναίκα του Έκτορα», που ήταν πρώτος στη μάχη από τους ιπποδαμαστές Τρώες, όταν πολεμούσσαν γύρω από την Τροία.

— 20px, 20px

Η μονομαχία με τον Αχιλλέα- Ο θάνατος του Έκτορα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Ανδρομάχη θρηνεί πάνω από το νεκρό σώμα του τον Έκτορα

Μετά τον θάνατο του Πάτροκλου, επιστήθιου φίλου του αποφασίζει να γυρίσει στη μάχη. Ο Αχιλλέας με τρομερές πολεμικές κραυγές κυνηγάει πολλούς Τρώες.[8] Ο Αχιλλέας κατηγορείται από τον ποταμό Σκάμανδρο διότι γεμίζει τα νερά του με νεκρούς. Αυτός αψηφά τον ποταμό-θεό και προκαλεί την οργή του. Το νερό ξεχειλίζει, γεμίζοντας την τρωική πεδιάδα, αδειάζοντας έτσι ο ποιητής το τοπίο για τη μεγάλη μονομαχία που θα ακολουθήσει. Ο Αχιλλέας καταφέρνει να ξεφύγει, και ο Έκτορας αποφασίζει να βγει έξω και να αντιμετωπίσει τον Αχιλλέα. Ο Έκτορας γεμίζει με αρνητικά και ηττοπαθή συναισθήματα, και διστάζει να πολεμήσει. Η θεά Αθηνά όμως, παίρνει τη μορφή του Δειηφόβου και τον ενθαρρύνει να πολεμήσει, λέγοντας μάλιστα ότι θα αντιμετωπίσουν μαζί τον Αχιλλέα. Ο Έκτορας πείθεται και γεμάτος θάρρος συναντά τον Αχιλλέα έξω από τα τείχη της Τροίας. Ο μύθος λέει ότι ο Τρώας πρίγκιπας δείλιασε και ο Αχιλλέας τον κυνήγησε τρεις φορές γύρω από τα τείχη. Τελικά όμως, ο Έκτωρ καταπνίγει τον φόβο και στέκεται μπροστά στον καλύτερο πολεμίστη των Αχαιών. Έπειτα, ο Έκτορας ζητά από τον Αχιλλέα να συμφωνήσει ότι ο νικητής της μονομαχίας δε θα ατιμάσει το σώμα του ηττημένου. Ο Αχιλλέας, γεμάτος με μίσος για τον χαμό του Πάτροκλου, αρνείται χαρακτηριστικά και υβριστικά. Το κυρίως μέρος της μονομαχίας ξεκινά. Ο Αχιλλέας ρίχνει πρώτος το ακόντιό του, αλλά ο Έκτορας το αποφεύγει. Απαντά έπειτα επίσης με ρίψη ακοντίου, όμως βρίσκει στην ασπίδα του Αχιλλέα και δεν τη διαπερνά. Η Αθηνά στο μεταξύ βοηθά τον Αχιλλέα, δίνοντας του πίσω το ακόντιό του, ενώ ο Έκτορας γυρνά κοιτώντας στα τείχη ψάχνοντας τον Δειήφοβο για να του δώσει νέο ακόντιο. Κανένας όμως δεν είναι εκεί, το τέχνασμα της Αθηνάς έχει πετύχει. Και ο ίδιος ο Έκτορας ξέρει ότι το τέλος έχει φτάσει. Δεν το βάζει όμως κάτω. Λέει πως θα πολεμήσει μέχρι θανάτου και ότι οι επόμενες γενιές θα μάθουν πόσο ανδρειωμένος ήταν. Ο Έκτωρ ορμάει πάνω στον Αχιλλέα με το ξίφος του, φορώντας την πρώην αθάνατη πανοπλία του Αχιλλέα, την οποία είχε πάρει από τον νεκρό Πάτροκλο. Ο Αχιλλέας, γνωρίζοντας καλά τα αδύναμα σημεία της παλιάς του πανοπλίας, ρίχνει το ακόντιο σε ένα ανοιχτό σημείο του τραχήλου του Έκτορα, όμως για ποιητικούς λόγους δεν του κόβονται οι φωνητικές χορδές. Έτσι ο Έκτωρ προφητεύει το τέλος του Αχιλλέα προ των Σκαιών Πυλών από τον Πάρη, και πέφτει νεκρός. Τραγικές στιγμές μετά περνούν οι γονείς και η γυναίκα του Έκτορα, Ανδρομάχη, η οποία έχει μόλις ανέβει στα τείχη και αντικρίζει ένα φρικτό θέαμα.Ο Αχιλλέας σύρει τον νεκρό Έκτορα γύρω από τα τείχη της Τροίας με το άρμα του, πανηγυρίζοντας υβριστικά τη νίκη του.

«Εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης»[9]
Ένας είναι ο καλύτερος οιωνός, ν’ αγωνιζόμαστε για την πατρίδα.