Αρχιμανδρίτης

Ο Αρχιμανδρίτης Ιωακείμ Λιούλιας. Εκτελέστηκε από τους Ναζί στις 2 Ιουλίου 1943 στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη, μεταξύ 49 άλλων μελών της Ελληνικής Αντίστασης
Τμήμα μιας σειράς λημμάτων
Βαθμοί Ιεροσύνης της
Επίσκοπος
Πρεσβύτερος
Διάκονος

Αρχιμανδρίτης στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι οφφίκιο που αποδίδεται αποκλειστικά και μόνο σε άγαμο, με ή χωρίς μοναχική κουρά, ή «εν χηρεία» κληρικό, που φέρει τον δεύτερο βαθμό της ιεροσύνης. Ο Αρχιμανδρίτης προΐσταται της «πνευματικής μάνδρας», ή αλλιώς ο Ηγούμενος της Μονής που φέρει κατ' εξαίρεση τον τίτλο του επισκόπου[1], με τα διακριτικά του αρχιερατικού μανδύα και της ποιμαντορικής ράβδου και είναι επιφορτισμένος με το ιερατικό καθήκον της τέλεσης της Θείας Λειτουργίας στα ανδρικά μοναστήρια.

Σημειώνεται ότι ο συγκεκριμένος θρησκευτικός τίτλος κατά τον Επιφάνιο χρησιμοποιήθηκε κατά πρώτον στη Μεσοποταμία, όπου τα Μοναστήρια λέγονταν παλαιότερα «μάνδρες», απαρτιζόμενα από «λογικά πρόβατα του Χριστού». Στη συνέχεια ο τίτλος μεταδόθηκε στη Συρία και από εκεί κατέστη επίσημος τίτλος της Ανατολικής Εκκλησίας. Από του 4ου αιώνα οι αρχαιότεροι γνωστοί αρχιμανδρίτες ανευρίσκονται στη Συρία και την Περσία, ενώ μόνο από του 11ου αιώνα απαντώνται αρχιμανδρίτες και σε άλλες περιοχές, όπως ο Ηγούμενος Λάτμου στη Μικρά Ασία, ο Ηγούμενος του Βροντοχίου στην Πελοπόννησο κ.α..

Τελευταία παρατηρείται το φαινόμενο της ύπαρξης ενός μεγάλου αριθμού Αρχιμανδριτών και εκτός των μοναστηριών, σχεδόν σε όλες τις ελληνικές Ιερές Μητροπόλεις, που συνεχίζεται να απονέμεται σε άγαμους ή εν χηρεία κληρικούς, οι οποίοι και διατηρούν το δικαίωμα να φέρουν ως εξωτερικά γνωρίσματά τους το επανωκαλύμμαυχο, σταυρό επί του στήθους, καθώς και επιγονάτιο, και να προηγούνται των πρωτοπρεσβυτέρων (όχι σε όλες τις Ιερές Μητροπόλεις που τηρούνται τα πρεσβεία της ηλικίας, εφόσον έγγαμος και άγαμος κλήρος βρίσκονται στον ίδιο βαθμό ιεροσύνης) και άλλων οφφικιούχων, εκτός των ιερουργιών και θρησκευτικών τελετών π.χ. περιφορών, λιτανειών κ.λπ., όπου τότε ακολουθούν τους προηγουμένους. Αν στην αυτή Μητρόπολη υπάρχουν περισσότεροι του ενός αρχιμανδρίτες, τότε ένας εξ αυτών ορίζεται από τον οικείο Μητροπολίτη πρωτοσύγκελος της Μητρόπολης.

Ο άγαμος κληρικός μπορεί να λάβει μοναχική κουρά, μπορεί όμως και όχι, όπως παρατηρείται τα τελευταία χρόνια. Ορισμένοι μητροπολίτες δίδουν κατά την κρίση τους το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτη σε άγαμους κληρικούς χωρίς μοναχική κουρά.

Ιεραρχικά θεωρείται ο ανώτερος τίτλος πριν τον επίσκοπο ή από τον βοηθό επισκόπου αρχιερέα, αν υφίσταται και από το εκκλησιαστικό του αξίωμα προκύπτουν κυρίως οι εκλόγιμοι επίσκοποι. Στα Πατριαρχεία απαντά επίσης «εθιμοτυπικά» και ο τίτλος «Μέγας Αρχιμανδρίτης» που αποδίδεται στον επικεφαλής των εφημερίων (ιερέων) του πατριαρχικού ναού του Αγίου Γεωργίου.

Το άμφιο που τον διακρίνει από τον πρεσβύτερο είναι ιδιαίτερα το επιγονάτιο (μόνο όταν ιερουργεί), και το επανωκαλύμμαυχο που φέρει και εκτός ιερουργίας. Δικαιούται να φέρει εντός και εκτός ιεροπραξίας ή ιερουργίας επιστήθιο σταυρό, τον οποίον και παραλαμβάνει από τον επίσκοπο κατά την απονομή του οφφικίου. Επίσης, στις σλαβικές ορθόδοξες εκκλησίες, οι Αρχιμανδρίτες φορούν και μίτρα χωρίς σταυρό στην κορυφή, το οποίο είναι χαρακτηριστικό του οφφικίου του Μιτροφόρου Αρχιμανδρίτη.

  • Γενικά οι Αρχιμανδρίτες προσαγορεύονται «Πανοσιότατοι», ενώ οι θεολόγοι και λόγιοι Αρχιμανδρίτες «Πανοσιολογιότατοι».
  • Ιδιαίτερης σημασίας είναι το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτου του Οικουμενικού Θρόνου που δίδεται κατόπιν σεπτής εντολής του Οικουμενικού Πατριάρχη.
  • Το όνομα Αρχιμανδρίτης απαντά επίσης και ως ελληνικό επίθετο.