Δίκη
Στο δίκαιο, δίκη είναι η διαδικασία στα Δικαστήρια, που αποτελούν τη δικαστική εξουσία που πηγάζει από το Σύνταγμα κάθε κράτους (όπου υπάρχει Σύνταγμα).
Από το Σύνταγμα της Ελλάδας[1] πηγάζουν οι θεμελιώδεις εξουσίες: Άρθρο 1 παράγραφος 3 Συντάγματος: "Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα".[2] Σύμφωνα με το άρθρο 26 του Συντάγματος οι εξουσίες αυτές είναι τρεις, 1) η νομοθετική λειτουργία (εξουσία) που ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, 2) H εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση, και 3) H δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια.[3]
Δίκη γίνεται για την επίλυση διαφορών μεταξύ πολιτών, στα Πολιτικά Δικαστήρια, εκτός από περιπτώσεις που δεν υπάρχουν διαφορές, όπως αίτηση για αλλαγή ονόματος, για δικαστική συμπαράσταση, κλπ, ή μεταξύ πολιτών και φορέα δημόσιας εξουσίας όπως εφορία, ΕΦΚΑ, κλπ, στα Διοικητικά Δικαστήρια, ή για την καταδίκη δράστη ποινικού αδικήματος ή την αθώωσή του, με την παρουσίαση ισχυρισμών και αποδεικτικών στοιχείων σε έναν χώρο, το Δικαστήριο, συνήθως με εκπροσώπους των πολιτών, που είναι οι δικηγόροι.
Οι δικαστές οφείλουν να είναι αμερόληπτοι. Για να διασφαλιστεί αυτό, ο νόμος απαιτεί να απέχουν από τη δίκη, ζητώντας να εξαιρεθούν ώστε να δικάσει άλλος δικαστής, αν τυχόν γνωρίζουν κάποιον από αυτούς που δικάζονται, έστω κι αν είναι απλοί γνωστοί. Την εξαίρεση δικαστή μπορεί να τη ζητήσει κάθε ένας, είτε στην περίπτωση αυτή (γνωριμία) είτε σε κάθε περίπτωση που έχει βάσιμες ενδείξεις ότι δεν θα κρίνει αμερόληπτα.[4][5]
Είδη δίκης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ποινική δίκη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ποινική δίκη είναι η διαδικασία που ακολουθείται από τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας (εισαγγελείς, ανακριτές, κλπ) για τον καταλογισμό της προσήκουσας ποινικής κύρωσης σε βάρος ενός κατηγορούμενου για την τέλεση μιας αξιόποινης πράξης ή την αθώωσή του. Τη διαδικασία αυτή ορίζει η Ποινική Δικονομία, ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας.[6] Οι ποινικές δίκες διενεργούνται από τα Ποινικά Δικαστήρια. Το δικόγραφο με το οποίο κατηγορεί κάποιος κάποιον άλλο για ποινικό αδίκημα και ζητά την ποινική δίωξή του ονομάζεται μήνυση[7] ή έγκληση.[8] Η μήνυση ή έγκληση εξετάζεται κατ' αρχάς από τον Εισαγγελέα, κι αν θεωρεί ότι είναι βάσιμη, δηλαδή ότι σύμφωνα με τον νόμο όσα γράφονται στοιχειοθετούν ποινικό αδίκημα, ασκεί ποινική δίωξη που κοινοποιείται στον μηνυόμενο, που έτσι γίνεται κατηγορούμενος, και ακολουθείται από διαδικασίες (προανάκριση, ανάκριση, κλπ) μέχρι να φτάσει στη δίκη σε ποινικό Δικαστήριο.
Στη δίκη στο ποινικό Δικαστήριο απαγγέλλεται το κατηγορητήριο, εξετάζονται μάρτυρες, αναγιγνώσκονται έγγραφα, ακολουθεί απολογία του κατηγορουμένου (αν έχει συλληφθεί και αν θέλει να απολογηθεί), αγορεύει ο Εισαγγελέας, μετά η πολιτική αγωγή (δικηγόροι αυτού που κατηγορεί τον κατηγορούμενο), μετά ο συνήγορος υπεράσπισης εκτός αν ο κατηγορούμενος δεν όρισε γιατί δεν θέλει ή δικάζεται ερήμην, δηλαδή χωρίς να βρίσκεται στη δίκη, συνήθως όταν δεν έχει συλληφθεί (δίκη γίνεται και χωρίς να έχει συλληφθεί κάποιος), και μετά απ' όλα αυτά το Δικαστήριο, που είναι μονομελές (αποτελείται από έναν δικαστή) για ήσσονος σημασίας αδικήματα ή τριμελές για βαρύτερα αδικήματα ή κακουργιοδικείο για κακουργήματα, που αποτελείται από 3 δικαστές και 4 ενόρκους που αποφασίζουν, ή, σε κάποιες περιπτώσεις το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, αποφασίζει πρώτα αν ο κατηγορούμενος είναι αθώος ή ένοχος, μερικές φορές μετατρέποντας το κατηγορητήριο (πχ αντί απόπειρα ανθρωποκτονίας η κατηγορία μετατρέπεται σε βαριά ή επικίνδυνη σωματική βλάβη) και αμέσως μετά αποφασίζει την ποινή, αφού πάλι μιλήσει ο Εισαγγελέας και ο συνήγορος υπεράσπισης (στο στάδιο αυτό επικαλούνται ελαφρυντικά, όπως ειλικρινής μεταμέλεια, πρότερος έντιμος βίος, κλπ, που μειώνουν την ποινή).
Είναι λάθος να πιστεύει κάποιος ότι ο Εισαγγελέας προτείνει πάντα ενοχή του κατηγορουμένου, δηλαδή προτείνει στο Δικαστήριο να τον καταδικάσει για το έγκλημα. Ο Εισαγγελέας, κατά τη διάρκεια της δίκης, αν πεισθεί ότι ο κατηγορούμενος είναι αθώος, ή δεν είναι απόλυτα (100%) σίγουρος, προτείνει αθώωσή του.
Κανένα Δικαστήριο δεν καταδικάζει κανέναν με πιθανολόγηση (αυτή γίνεται σε ασφαλιστικά μέτρα στα Πολιτικά Δικαστήρια και για μικρό χρονικό διάστημα). Ιδίως στην ποινική δίκη, αν υπάρχει έστω μία αμφιβολία για την ενοχή του κατηγορουμένου, ο νόμος ορίζει αθώωση, σύμφωνα με τον γενικό νόμο "in dubio pro reo", δηλαδή "σε αμφιβολία, αθώωση", που πηγάζει απ' ευθείας από το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου.[9][10]
Αξίζει όμως να αναφερθεί μια πηγή από μια σοβαρή νομική ιστοσελίδα σχετικά με την καταστρατήγηση αυτού του τεκμηρίου αθωότητας στην πράξη σε πολύκροτες υποθέσεις που λαμβάνουν μεγάλη δημοσιότητα και οι δημοσιογράφοι, ακόμα και τηρώντας τη δεοντολογία, παίζουν κακό ρόλο σ' αυτό.[11]
Η δίκη πολλές φορές διαρκεί ώρες ή, σε κακουργήματα, μήνες. Δεν υπάρχει αριθμητικό όριο μαρτύρων που εξετάζονται. Καταθέτουν πρώτα οι μάρτυρες κατηγορίας και μετά οι μάρτυρες υπεράσπισης.
Ο τόπος της δίκης είναι ο τόπος όπου διαπράχθηκε το έγκλημα.
Η απόφαση βγαίνει και αναγγέλλεται αμέσως, ή, σε κακουργήματα, το πολύ σε λίγες μέρες.
Τέλος, αξίζει να αναφερθούν τα εξής: α) οι δικαστές και ο Εισαγγελέας (που δεν είναι δικαστής) κρίνουν κατά συνείδηση, δηλαδή οι ίδιοι, με μόνη τη συνείδησή τους, κρίνουν και σταθμίζουν τα αποδεικτικά στοιχεία και αποφασίζουν ενοχή ή αθώωση, β) είναι απόλυτα ανεξάρτητοι, δηλαδή κανένας απολύτως, ούτε ο Πρωθυπουργός, ούτε ολόκληρη η Βουλή μπορούν να τους προτείνουν τι να αποφασίσουν (πολλώ δε μάλλον να τους διατάξουν), και γ) για κάθε ποινικό αδίκημα η ποινή δεν είναι σταθερή, ούτε τα όρια στενά, η ποινή μπορεί να κυμαίνεται για πλημμέλημα από 3 μήνες μέχρι ένα χρόνο, για κακούργημα από 5 έως 10 χρόνια, και οι δικαστές πάλι κρίνουν τη διάρκεια κατά συνείδηση.
Πολιτική δίκη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πολιτική δίκη γίνεται για την επίλυση διαφορών μεταξύ πολιτών, στα Πολιτικά Δικαστήρια, εκτός από περιπτώσεις που δεν υπάρχουν διαφορές. Το δικόγραφο με το οποίο ανοίγει δίκη στα πολιτικά δικαστήρια είναι συνήθως αγωγή ή αίτηση. Τη διαδικασία αυτή ορίζει η Πολιτική Δικονομία, ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας.[12]
Στα πολιτικά Δικαστήρια, όπως ειπώθηκε, επιλύονται διαφορές μεταξύ πολιτών. "Πολίτης" δεν σημαίνει "Έλληνας υπήκοος" αλλά κάθε άνθρωπος, ανεξαρτήτου ηλικίας. Οι ανήλικοι εκπροσωπούνται από τους γονείς ή κηδεμόνες τους. Οι άνθρωποι ονομάζονται "φυσικά πρόσωπα" σε αντιδιαστολή με τα Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου (ΝΠΙΔ), που είναι εταιρείες κάθε είδους, σωματεία, κοινοπραξίες. Και τα ΝΠΙΔ δικάζονται στα πολιτικά Δικαστήρια. Στη συντριπτική πλειοψηφία υπάρχει αντιδικία, δηλαδή κάποιος που ζητά κάτι (ενάγων) και αυτός που το αρνείται (εναγόμενος). Οι δύο ονομάζονται αντίδικοι ή "διάδικοι", πιο ουδέτερα. Αυτό που ζητείται είναι οτιδήποτε δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα των ποινικών και διοικητικών Δικαστηρίων. Δεν μπορεί να υπάρξει καλύτερος ορισμός, αφού μόνο από τον Αστικό Κώδικα πηγάζουν εκατοντάδες δικαιώματα, και δικάζονται υποθέσεις και άλλων τομέων, όπως εμπορικές διαφορές, εργατικές διαφορές, κλπ.
Υπάρχει πάντως κάποια σχέση μεταξύ ποινικής και πολιτικής (ή διοικητικής) δίκης. Αν κάποιος τελέσει έγκλημα, ο παθών ζητά την ποινική του δίωξη και την καταδίκη του να μπει στη φυλακή στα ποινικά Δικαστήρια, και συγχρόνως ζητά αποζημίωση για το ίδιο έγκλημα στα πολιτικά Δικαστήρια. Αν το έγκλημα είναι ιατρικό λάθος γιατρού δημοσίου νοσοκομείου, πάλι ο παθών ζητά την ποινική δίωξη του γιατρού και την καταδίκη του στα ποινικά Δικαστήρια, και συγχρόνως ζητά αποζημίωση για το ίδιο έγκλημα στα διοικητικά Δικαστήρια διότι το νοσοκομείο ήταν κρατικό, επομένως, όπως παρακάτω γράφεται, η αποζημίωση δίνεται από τα διοικητικά Δικαστήρια και όχι από τον ίδιο ως ιδιώτη, άρα δεν ζητείται από τα πολιτικά Δικαστήρια.
Τα πολιτικά Δικαστήρια είναι τα Ειρηνοδικεία για διαφορές που αποτιμώνται σε χρήμα μέχρι 20.000 ευρώ, τα Μονομελή Πρωτοδικεία για διαφορές που αποτιμώνται σε χρήμα άνω των 20.000 ευρώ έως 250.000 ευρώ, και τα Πολυμελή Πρωτοδικεία για κάθε παραπάνω ποσό από 250.000 ευρώ. (Αυτά τα ποσά γράφονται το 2021 διότι έτσι ορίζουν οι νόμοι σήμερα. Οι νόμοι όμως σχετικά με το ποσόν των χρημάτων που καθορίζει την αρμοδιότητα κάθε Δικαστηρίου, που ονομάζεται καθ' ύλην αρμοδιότητα, αλλάζουν συχνά, επομένως τα ποσά που γράφτηκαν μπορεί να αλλάξουν στο μέλλον.) Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ορίζει εξαιρέσεις, ιδίως όταν πρόκειται για απαίτηση που δεν αποτιμάται σε χρήμα, και σε άλλες περιπτώσεις.
Η διαδικασία είναι τόσο εξαιρετικά πολύπλοκη που δεν μπορεί να αναφερθεί ούτε καν συνοπτικά. Τα βασικά χαρακτηριστικά της πολιτικής δίκης είναι τα εξής: η διαδικασία είναι έγγραφη, και στον κύριο όγκο μάλιστα των δικών αποκλειστικά έγγραφη, σε σημείο να μην υπάρχουν μάρτυρες και μάλιστα να μη γίνεται καν δίκη με παρουσία στο Δικαστήριο έστω δικηγόρων. Στις υπόλοιπες δίκες υπάρχει ένας ή περισσότεροι δικαστές, ένας γραμματέας, ένας μάρτυρας από κάθε πλευρά και οι δικηγόροι τους. Οι διάδικοι συνήθως δεν παρουσιάζονται γιατί συνήθως δεν χρειάζονται. Μερικές φορές, σε ειδικές διαδικασίες, καταθέτουν αλλά χωρίς όρκο (ανωμοτί). Η δίκη είναι συνήθως σύντομη γιατί με εξαίρεση τη διαδικασία των μαρτύρων. Οι δικηγόροι δεν αγορεύουν.
Οι αποφάσεις των πολιτικών Δικαστηρίων αργούν πάρα πολύ. Σε μερικές περιπτώσεις εκδίδονται σε περισσότερο από δύο χρόνια, εννοείται του πρώτου Δικαστηρίου, διότι έπονται συνήθως έφεση στο Εφετείο και μετά και από την απόφαση του Εφετείου ακολουθεί συνήθως αναίρεση στον Άρειο Πάγο. Αυτά αναφέρονται όλα μαζί παρακάτω.
Τέλος, αξίζει να αναφερθεί η διαιτησία ως πολιτικό Δικαστήριο. Κάθε άνθρωπος, έστω και αλλοδαπός, μπορεί να γίνει δικαστής σε μια ή περισσότερες υποθέσεις, αρκεί να είναι ενήλικος (άνω των 18 ετών), και να μην πάσχει από νοητική νόσο (άνοια, σχιζοφρένεια). Δεν είναι ανάγκη να έχει την παραμικρή ιδέα περί νομικής, νόμων, διαδικασίας, τίποτα απολύτως. Μπορεί να είναι άνεργος, υδραυλικός, γιατρός, μηχανικός, ή και να μην έχει καν απολυτήριο Λυκείου. Τις γνώσεις του τις παρέχει νομικός σύμβουλος (δικηγόρος) που θα πληρώσουν οι διάδικοι, όποιον θέλει. Μάλιστα, η απόφασή του έχει ισχύ απόφασης εφετείου και όχι Ειρηνοδικείου ή Πρωτοδικείου. Ασφαλώς διαιτητές μπορούν να οριστούν και πραγματικοί Δικαστές, ένας ή περισσότεροι, και μάλιστα κάθε βαθμού Δικαστηρίου, δηλαδή Πρωτοδίκες, Εφέτες, Αρεοπαγίτες. Διαιτητής μπορεί να είναι και νομικό πρόσωπο (πχ. εταιρεία). Η διαδικασία προβλέπεται στον νόμο, τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, που ορίζει τη διαδικασία ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων.[13] Υπάρχει και η μόνιμη διαιτησία του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας,[14][15] ευρωπαϊκές Διαιτησίες για καταναλωτές[16] και διεθνής εμπορική διαιτησία.[17]
Αρχικά πρέπει να αναφερθεί ότι η διαιτησία απαγορεύεται σε πολλές υποθέσεις, όπως οικογενειακό δίκαιο ή κληρονομικό δίκαιο, και άλλες. Ο κανόνας είναι ότι οι διάδικοι πρέπει να έχουν εξουσία διάθεσης. Δεν αναφέρεται εδώ τίποτα άλλο.
Η διαιτησία είναι εξαιρετικά γρήγορη διαδικασία, αλλά πληρώνεται. Γενικά στα Δικαστήρια πληρώνονται παράβολα, τέλη, κλπ, αλλά λίγα και αναγκαία. Οι διαιτητές πληρώνονται περισσότερο και ανάλογα με το ποσό που διεκδικείται.[18] Αρκετοί προτιμούν τη διαιτησία για να μην αργούν στα Δικαστήρια και γιατί ρόλος του διαιτητή είναι και να προσπαθήσει να συμβιβάσει τους διαδίκους. Συνήθως βρίσκεται διαιτησία σε εταιρείες για τις μεταξύ των εταίρων διαφορές και σε συμβόλαια ή μεγάλες (πολύπλοκες ή μεγάλου ποσού) συμφωνίες. Αν διαιτητές δεν είναι δικαστές, είναι φίλοι των μερών (πχ. των εταίρων μιας εταιρείας), στους οποίους οι εταίροι έχουν εμπιστοσύνη ότι θα κρίνουν δίκαια και αμερόληπτα, άσχετα με τη φιλία τους. Διαιτητής μπορεί να είναι ένας, ή τρεις, ή πέντε ή παραπάνω. Αν είναι περισσότεροι από ένας, κάποιος ορίζεται επιδιαιτητής.
Για να υπάρξει διαιτησία πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει γραπτή συμφωνία αυτών που θέλουν να δικαστούν απ' αυτήν, αναφέροντας τα ονόματα και στοιχεία των διαιτητών αν πρόκειται για μη δικαστές, ορίζοντας στην περίπτωση αυτή ποιος θα τους αντικαταστήσει σε περίπτωση κωλύματος (άρνηση, αρρώστια, κλπ). Οι διαιτητές, αν είναι απλώς φίλοι, μπορούν να αρνηθούν να δικάσουν. Οι άλλοι διαιτητές δεν μπορούν να αρνηθούν. Στη διαιτησία πρέπει τα μέρη πρέπει να προσέξουν ιδιαίτερα τους λόγους για τους οποίους η απόφαση μπορεί να αλλάξει από πραγματικά Δικαστήρια αν είναι εσφαλμένη, δηλαδή να προσβληθεί με αίτηση ακύρωσης.[19] Όποιος διαβάσει την παραπομπή (άρθρο 897 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, λόγοι αίτησης ακύρωσης) θα δει ότι η απόφαση ακυρώνεται για κάποιους λόγους, αλλά όχι για όλους με τους οποίους προσβάλλονται οι αποφάσεις των κανονικών Δικαστηρίων. Ένας πολύτιμος, χρήσιμος και απόλυτα απαραίτητος λόγος είναι η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων που λείπει από τους λόγους αυτούς. Καλό λοιπόν είναι να γράφεται στη συμφωνία περί διαιτησίας ότι η απόφαση προσβάλλεται για όλους τους λόγους για τους οποίους προσβάλλονται οι αποφάσεις των Πρωτοδικείων, αλλιώς οι διάδικοι διατρέχουν κίνδυνο.
Διοικητική Δίκη
Διοικητική δίκη γίνεται όταν πρόκειται για επίλυση διαφορών μεταξύ πολιτών και κράτους ή κρατικών (δημόσιων φορέων) που ασκούν δημόσια εξουσία. Ένα παράδειγμα είναι ένα πρόστιμο από την εφορία. Αυτός που θέλει να ακυρωθεί το πρόστιμο ή να μειωθεί, απευθύνεται στα Δικαστήρια αυτά. Τα δικόγραφα που εισάγουν δίκη στα Δικαστήρια αυτά είναι πολλά, με κύριο την προσφυγή.
Ποιοι φορείς ασκούν δημόσια εξουσία ώστε να υπάγονται στα δικαστήρια αυτά είναι μερικές φορές πολύ δύσκολο θέμα, που σε μερικές περιπτώσεις μπερδεύει ακόμα και τα ανώτατα Δικαστήρια, και τον Άρειο Πάγο και το Συμβούλιο Επικρατείας. Το θέμα εδώ όμως είναι η ΔΙΚΗ, επομένως δεν θα αναφερθεί τίποτα άλλο σχετικά με το θέμα αυτό.
Η δίκη γίνεται σχεδόν αποκλειστικά εγγράφως. Μάρτυρες μπορεί να κληθούν μόνο κατ' εξαίρεση και κατά την κρίση του Δικαστηρίου.
Στη δίκη λοιπόν υπάρχουν δικαστές, ένας ή περισσότεροι, γραμματέας και οι δικηγόροι απλώς παρουσιάζονται για να δηλώσουν την παρουσία τους, κυρίως όταν θέλουν να ζητήσουν αναβολή. Διαφορετικά, και οι δικηγόροι ακόμα δηλώνουν εγγράφως την παρουσία τους "παρίσταμαι" γραπτώς με απλό έγγραφο που δίνουν στον αρμόδιο γραμματέα πριν τη δίκη, ο οποίος το βάζει στη δικογραφία.
Οι αποφάσεις των Δικαστηρίων αυτών αργούν κι αυτές, όχι όσο των πολιτικών Δικαστηρίων.
Ναυτοδικείο, στρατοδικείο και ειδικά Δικαστήρια
Δεν μπορεί να γίνει άλλη αναφορά σ' αυτά, εκτός από το ότι υπάρχουν.
Εφετεία
Όλες οι αποφάσεις των Πρωτοδικείων (αυτά είναι τα Δικαστήρια όπου γίνεται η πρώτη δίκη), ποινικών, πολιτικών και διοικητικών, προσβάλλονται με έφεση. Οι περισσότεροι νομίζουν ότι το Εφετείο, ιδίως στις πολιτικές δίκες, είναι "δεύτερη ευκαιρία" αν έχασαν, ότι δηλαδή το Εφετείο θα δικάσει και πάλι την υπόθεση από την αρχή. Αυτό είναι σε γενικές γραμμές λάθος. Κατ' αρχήν το Εφετείο εξετάζει μόνο αν το Πρωτοδικείο έσφαλε, με τους ισχυρισμούς που προτάθηκαν σ' αυτό και τα αποδεικτικά στοιχεία που του δόθηκαν. Ισχυρισμοί είναι με απλά λόγια είτε η εξιστόρηση περιστατικών είτε η αντίκρουση για συγκεκριμένους λόγους (πχ. κάποιος "δάνεισε τόσα χρήματα και δεν του τα επιστρέφει όπως συμφωνήθηκε", η αντίκρουση μπορεί να είναι "εξοφλήθηκε το δάνειο, δεν οφείλεται τίποτα") και αποδεικτικά μέσα, που κυρίως είναι έγγραφα και μάρτυρες. Αν λοιπόν κάποιος δεν πει στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Πρωτοδικείο) ότι εξόφλησα, και παρουσιάσει αποδείξεις, το Δικαστήριο θα κρίνει ότι πράγματι χρωστά και θα τον καταδικάσει να καταβάλει τα χρήματα. Δεν έσφαλε το Δικαστήριο σε τέτοια περίπτωση, κι εφόσον δεν έσφαλε, το Εφετείο δεν θα ανατρέψει την απόφασή του και θα απορρίψει την έφεση. Δεν μπορεί ο διάδικος να το πει στο Εφετείο για πρώτη φορά, γιατί νέοι ισχυρισμοί στο Εφετείο απαγορεύονται εκτός λίγων εξαιρέσεων.[20] Δεν απαγορεύονται νέα αποδεικτικά μέσα,[21] αλλά αυτό βοηθάει να γίνει δεκτός ένας ισχυρισμός που ήδη προτάθηκε "εξοφλήθηκε", δηλαδή να αποδειχθεί με περισσότερα στοιχεία, όχι όμως όταν δεν προτάθηκε ο ισχυρισμός αυτός.
Οι λόγοι έφεσης δεν προσδιορίζονται αυτοτελώς από κάποιο νόμο, συνάγονται από πολλούς άλλους νόμους, όπως οι λόγοι αναίρεσης (το δικόγραφο με το οποίο προσφεύγουμε στον Άρειο Πάγο),[22] συν εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων και μερικούς ακόμα νόμους.
Στα Διοικητικά Δικαστήρια έφεση γίνεται για περισσότερους λόγους,[23] και στα ποινικά Δικαστήρια για οποιοδήποτε λόγο, σε αντίθεση με τα πολιτικά Δικαστήρια.[24]
Στα Διοικητικά Δικαστήρια η δίκη σε έφεση είναι πάλι έγγραφη και ισχύει ό,τι ήδη γράφτηκε γι' αυτήν. Στα πολιτικά Δικαστήρια η δίκη σε έφεση είναι πάλι όπως αναφέρθηκε για το πρώτο (πρωτοβάθμιο) Δικαστήριο, με μια σημαντική διαφορά, ότι μπορούν να υπάρχουν μάρτυρες ενώπιον του Δικαστηρίου, ένας από κάθε αντίδικη πλευρά. Στα ποινικά Δικαστήρια η δίκη σε έφεση διεξάγεται όπως περιγράφηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.
Άρειος Πάγος και Συμβούλιο της Επικρατείας
Κατά αποφάσεων εφετείων μπορεί κάποιος να προσφύγει στα ανώτατα Δικαστήρια, στον Άρειο Πάγο όταν πρόκειται για ποινικές ή πολιτικές υποθέσεις, και στο Συμβούλιο της Επικρατείας όταν πρόκειται για διοικητικές υποθέσεις.
Κανένα από τα δύο αυτά Δικαστήρια δεν είναι "τρίτη" ευκαιρία, μάλιστα οι λόγοι προσφυγής σ' αυτά με δικόγραφο που ονομάζεται αναίρεση είναι αυστηρά προσδιορισμένοι. Εξετάζουν μόνο τυπικά θέματα νομιμότητας και περίπτωση παράβασης νόμου από το Εφετείο. Κανένας ισχυρισμός δεν προβάλλεται για πρώτη φορά, κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προσκομίζεται όσον αφορά την ουσία της υπόθεσης. Τι είναι "ουσία": τι έγινε, ολόκληρη η ιστορία όπως κρίθηκε, πχ. "ο τάδε οφείλει τόσα χρήματα στον τάδε". Πώς έγινε, τι έγινε, αν οφείλει ή όχι, αν ο πρώτος έδωσε μέρος των χρημάτων (όπως πχ. ισχυρίστηκε), τίποτα απ' αυτά δεν εξετάζεται. Για την ακρίβεια, υπάρχει περίπτωση και τα δύο Δικαστήρια (Πρωτοδικείο και Εφετείο) να έσφαλαν, και στην περίπτωση αυτή κάποιος που πχ. δεν οφείλει να βρεθεί ξαφνικά να οφείλει αν έτσι έκρινε το Εφετείο στα πλαίσια στα οποία μπορεί να κρίνει.
Ο Άρειος Πάγος και το Συμβούλιο της Επικρατείας εξετάζουν μόνο νομικά θέματα, πχ. εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή νόμου, αλλά όχι εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων, τίποτα απολύτως που αφορά την ουσία ή ιστορικό ή απλά "ιστορία". Λόγοι αναίρεσης αποφάσεων πολιτικών Δικαστηρίων στην εδώ παραπομπή.[25] Λόγοι αναίρεσης αποφάσεων ποινικών Δικαστηρίων στην εδώ παραπομπή.[26] Λόγοι αναίρεσης αποφάσεων διοικητικών Δικαστηρίων στην εδώ παραπομπή.[27]
Η δίκη στον Άρειο Πάγο και στο Συμβούλιο της Επικρατείας γίνεται μόνο εγγράφως με παράσταση μόνο δικηγόρων. Στην έδρα βρίσκονται οι δικαστές και ο γραμματέας.
Η αναψηλάφηση
Όταν έχουν ολοκληρωθεί όλες οι δίκες (οι παρέλθουν προθεσμίες και δεν γίνει έφεση ή αναίρεση), υπάρχουν κάποιοι περιορισμένοι λόγοι να ερευνηθεί πάλι η υπόθεση. Διότι όπως γίνεται παγίως παραδεκτό, υπάρχουν και εσφαλμένες αποφάσεις που όμως ισχύουν (πχ. αυτός που δεν οφείλει θα δώσει τα χρήματα αναγκαστικά, και με κατάσχεση αν χρειαστεί, παρόλο που έγινε λάθος), ουσιαστικά μπορεί να υπάρξει αλλοίωση της πραγματικότητας. Συνήθως ο λόγος είναι ότι δεν προσκομίστηκαν αρκετά αποδεικτικά στοιχεία ή ο αντίδικος προσκόμισε περισσότερα ή πιο σημαντικά, για παράδειγμα τα έγγραφα είναι πιο σημαντικά από τους μάρτυρες, αν δεν προσβληθούν ως πλαστά, και τα δημόσια έγγραφα είναι τα ισχυρότερα απ' όλα, διότι αποτελούν αμάχητο τεκμήριο. Μια άλλη περίπτωση είναι η παρέλευση προθεσμίας, όπως της προσβολής πατρότητας που είναι 3 χρόνια από τότε που ο σύζυγος έμαθε ότι η σύζυγός του γέννησε τέκνο, το οποίο επειδή γεννήθηκε σε γάμο τεκμαίρεται ότι είναι του συζύγου. Αν η προθεσμία παρέλθει άπρακτη (ο σύζυγος δεν προσβάλει την πατρότητα), θεωρείται δικό του με αμάχητο τεκμήριο για πάντα.
Η αναψηλάφηση γίνεται μόνο για τους λόγους που απαριθμούνται εδώ:[28] Γίνεται στο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, η δίκη είναι ακριβώς όπως παραπάνω.
Η αγωγή κακοδικίας
Όταν από δόλο ή βαριά αμέλεια δικαστής δίκασε λανθασμένα, μπορεί να ασκηθεί εναντίον του αγωγή κακοδικίας εντός 6 μηνών από την απόφασή του. Εδώ οι πληροφορίες:[29] Αν πρόκειται για λάθη δικηγόρου, από δόλο ή βαριά αμέλεια, μπορεί να γίνει και εναντίον του αγωγή κακοδικίας, εδώ ο νόμος:[30] Οι αγωγές κακοδικίας είναι εξαιρετικά σπάνιες.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ. «Ελληνικό Κοινοβούλιο (Βουλή των Ελλήνων)» (PDF).
- ↑ άρθρο 1 παράγραφος 3, Τελευταία τροποποίηση 2019, ΦΕΚ Α 211/2019 (2019). Σύνταγμα της Ελλάδας. Αθήνα: Σάκκουλας. σελ. Άρθρο 1.
- ↑ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ. Αθήνα: ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ. 2019. σελ. Άρθρο 26, παράγραφοι 1, 2 και 3.
|first1=
missing|last1=
in Authors list (βοήθεια) - ↑ Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, αίτηση εξαίρεσης δικαστή. «Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών».
- ↑ Εξαίρεση δικαστή στο ποινικό δίκαιο, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. «lawspot.g».
- ↑ e-nomothesia.gr. «Ηλεκτρονική νομοθεσία». e-nomothesia.gr.
- ↑ ΜΗΝΥΣΗ, Άρθρο 42 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, διαδικασία. «Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών».
- ↑ «ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΘΗΝΩΝ». ΕΓΚΛΗΣΗ, άρθρο 46 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, διαδικασία.
- ↑ «Νομική εφημερίδα curia.gr». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 31 Οκτωβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 31 Οκτωβρίου 2021.
- ↑ Το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου. «European Union Agency for Fundamental Rights».
- ↑ Απόστολος Δημ ΔΟΚΟΣ, Ο βιασμός του τεκμηρίου αθωότητας. «lawspot.gr».
- ↑ Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας. «lawspot».
- ↑ Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας άρθρο 878, διαιτησία, Τα επόμενα άρθρα ορίζουν τη διαδικασία της. «lawspot».
- ↑ «Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας» (PDF).
- ↑ Διαιτησία ΤΕΕ για κατασκευαστικά θέματα. «consensus.gr».
- ↑ «Your Europe».
- ↑ Διεθνής εμπορική Διαιτησία. «Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο».
- ↑ Κώδικας πολιτικής Δικονομίας αμοιβή διαιτητών, άρθρο 882. «lawspot».
- ↑ Λόγοι ακύρωσης διαιτητικής απόφασης. «Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών».
- ↑ Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, νέοι ισχυρισμοί. «lawspot».
- ↑ Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας νέα αποδεικτικά μέσα. «lawspot».
- ↑ Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας λόγοι αναίρεσης. «lawspot».
- ↑ Λόγοι έφεσης στα Διοικητικά Δικαστήρια. «Κων/νος Μπέης, καθηγητής Πανεπιστημίου».
- ↑ Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, έφεση. «lawspot».
- ↑ Λόγοι αναίρεσης πολιτικά Δικαστήρια, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας άρθρο 559. «Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών».
- ↑ Κώδικας Ποινικής Δικονομίας άρθρο 510 λόγοι αναίρεσης. «lawspot».
- ↑ Λόγοι αναίρεσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας. «Καθηγήτρια Πρεβεδούρου».
- ↑ Λόγοι αναψηλάφησης. «lawspot».
- ↑ Νόμος 693 ΦΕΚ Α΄262/15.9.1977, Αγωγή κακοδικίας δικαστή. «kodiko».
- ↑ Εισαγωγικός Νόμος Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Αγωγή κακοδικίας κατά δικηγόρου και λοιπών. «lawspot».