Ιστιοφόρο
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Το ιστιοφόρο είναι σκάφος ή πλωτό ναυπήγημα που αποκλειστικό μέσο πρόωσης έχει την αιολική ενέργεια (τον άνεμο) επί των ιστίων του (πανιά). Αποτελεί τη δεύτερη εξελικτική βασική κατηγορία τύπων πλοίων, μετά το κωπήλατο και πριν από το μηχανοκίνητο (ατμόπλοιο).
Προσδιορισμός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σύμφωνα με τον Διεθνή Κανονισμό Αποφυγής Συγκρούσεως στη θάλασσα (ΔΚΑΣ), ιστιοφόρο - μηχανοκίνητο σκάφος που κινείται με τη φερόμενη βοηθητική μηχανή του (σε άπνοια ή σε αντιμονές ή σε εκτέλεση αναστροφών για τις οποίες η επιτυχία χωρίς τη μηχανή του θα ήταν αμφίβολη), παύει να θεωρείται ιστιοφόρο, αλλά μηχανοκίνητο, χωρίς δηλαδή το προνόμιο της προτεραιότητας.
Γενικά τα ιστιοφόρα λόγω των περιορισμένων δυνατοτήτων ευελιξίας τους, στην αλλαγή πορειών, διατηρούν προτεραιότητα σε τυχόν διασταύρωση της πορείας τους με άλλα μηχανοκίνητα πλοία, και ειδικότερα εντός διαύλων, εισόδων - εξόδων λιμένων κ.λπ., όπου ο χώρος εντείνει ακόμη περισσότερο αυτή την αδυναμία.
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Από την απώτατη αρχαιότητα μέχρι τα μέσα του μεσαίωνα η εξέλιξη του ιστιοφόρου πλοίου ήταν βραδύτατη, αν και το κουπί συνέχιζε να παραμένει ισχυρό μέσον πρόωσης. Τότε το ιστίο (πανί) που φέρονταν κυρίως από σταυρωτή κεραία (οριζόντια δοκό) από τον ιστό (κατάρτι), αποτελούσε το βοηθητικό μέσον πρόωσης, αφενός για τη μερική ανάπαυση των πληρωμάτων, αλλά ειδικότερα για την λεγόμενη «ουριοδρομία» (με τον άνεμο από πρύμνη).
Όπως μας πληροφορεί ο Όμηρος, η ώρα απόπλου ήταν αμέσως μετά τη θερινή δύση του Ηλίου όπου αφού κόπαζε η θαλάσσια αύρα, η «πελαγία αύρα» των αρχαίων άρχιζε να πνέει η «απόγεια αύρα». Έτσι απέπλεαν οι τριήρεις ουριοδρομώντας, με κολπωμένο (φουσκωμένο) το εγκάρσιο πανί (ιστίο) τους. Σύμφωνα με τον σπουδαίο ναύαρχο και αρχαιολόγο Σέρρε το λυκαυγές της δόξας του ιστιοφόρου ήταν το "τετράγωνο ιστίο" και η εξέλιξή του σε τρίγωνο και τραπεζοειδές που άρχισε και η χρήση τους.
Παρά ταύτα πολλοί ναυτικοί ιστορικοί επιμένουν ότι η τριήρης δεν ήταν ιστιοφόρο αφού κύριο μέσον είχε τα κουπιά, επηρεασμένοι από τη σύγχρονη αντίληψη του όρου. Λειτουργικά θεωρούν ότι το ιστιοφόρο δεν αναδείχθηκε ούτε στη ρωμαϊκή περίοδο, αλλά ούτε και στη βυζαντινή αλλά περί τον 15ο αιώνα όπου τότε μπορούσαν να πλέουν και με αντίθετο άνεμο δηλαδή να πλέουν την «εγγυτάτη». Τότε άρχισαν να εμφανίζονται τα λεγόμενα πανιά λατίνια, με τα οποία οι γαλέρες και οι νεφ του Λουδοβίκου του Αγίου πέτυχαν τη μέγιστη εξέλιξη. Παράλληλα εμφανίσθηκαν τα αργοκίνητα ιστιοφόρα σκάφη όπως το γαλιόνι, οι καράκες και λίγο αργότερα οι καραβέλες. Μικρά μεν, πλην όμως ευέλικτα, τα οποία και χρησιμοποίησαν οι πρώτοι εξερευνητές όπως ο Χριστόφορος Κολόμβος, ο Βάσκο ντα Γκάμα, κ.ά.
Αναμφίβολα σταθμός στην εξέλιξη των ιστιοφόρων αποτέλεσε η επιπλέον σπουδαία για τη ναυπηγική, ναυτική τέχνη και ναυτική τακτική, ναυμαχία της Ναυπάκτου όπου το ιστιοφόρο καθιερώθηκε και ως πολεμικό πλοίο γραμμής.
Όλων αυτών ακολούθησαν παράλληλες εφευρέσεις και ανακαλύψεις, όπως π.χ. το πηδάλιο, η άγκυρα, η πυξίδα, η αλυσιδωτή θωράκιση, κ.λπ., που επιτάχυναν την παραπέρα εξέλιξη του ιστιοφόρου πλοίου. Μέχρι που έφθασε η στιγμή της εξέλιξης, όταν ο λευκός ατμός αποτέλεσε τα μαύρα σύννεφα των ιστιοφόρων πλοίων.
Βασικοί τύποι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Την εποχή των ιστιοφόρων πλοίων υπήρχαν μόνο τρεις βασικές κατηγορίες: α) τα πολεμικά ιστιοφόρα, β) τα εμπορικά ιστιοφόρα και γ) τα ανένταχτα, τα κοινώς λεγόμενα «πειρατικά». Τα δε εμπορικά μετέφεραν εμπορεύματα, επιβάτες και ζώα, δεν υπήρχε ακόμη ιδιαίτερη κατηγορία αντίστοιχη με το φορτίο όπως σήμερα. Ο δε πλοίαρχος αυτών εκτελούσε και χρέη ναυτικού πράκτορα, τροφοδότη, και όλες εκείνες τις επιμέρους βοηθητικές ειδικότητες που απαντώνται σήμερα στο ναυτιλιακό κόσμο.
Επίσης η σπουδαιότερη διάκριση που γίνονταν τότε στα ιστιοφόρα ήταν ανάλογα με τον αριθμό των ορθίων ιστών τους (κοινώς κατάρτια, ή άρμπουρα) που έφεραν, μη λαμβάνοντας υπόψη τον πρόβολο. Έτσι αυτά διακρίνονταν σε:
- μονόστηλα, (κοινώς μονάρμπουρα) όσα έφεραν ένα κατάρτι
- διίστια, ή δίστηλα (κοινώς δικάταρτα) όσα έφεραν δύο κατάρτια
- τριίστια, ή τρίστηλα (κοινώς τρικάταρτα) όσα έφεραν τρια κατάρτια, και
- πολυΐστια, ή πολυκάταρτα,(κοινώς πολυάρμπουρα) όσα έφεραν από τέσσερα μέχρι και επτά όρθιους ιστούς, τα οποία συνήθως εκτελούσαν υπερπόντια ναυσιπλοΐα.
Εκτός αυτής της διάκρισης τα μονόστηλα και τα δίστηλα έπαιρναν και άλλες ονομασίες ανάλογα του είδους και του αριθμού των ιστίων τους (των πανιών τους), αλλά και εκ της γενικότερης εξαρτίας τους.
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Λεξιλογικός ορισμός του ιστιοφόρο στο Βικιλεξικό
- Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Sailing ships στο Wikimedia Commons