Κίνα
Συντεταγμένες: 32°48′00″N 103°05′00″E / 32.8°N 103.0833°E
Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας 中华人民共和国 Zhōnghuá Rénmín Gònghéguó (πινγίν) | |||
---|---|---|---|
| |||
Η θέση της Κίνας (πράσινο) | |||
-διεκδικούμενες αλλα μη ελεγχόμενες περιοχές (ανοιχτό πράσινο) | |||
Πεκίνο 39°55′44″N 116°23′18″E / 39.9289°N 116.3883°E | |||
Μεγαλύτερη πόλη | Σαγκάη[1] | ||
Κινέζικα | |||
Ενιαία Λαϊκή Δημοκρατία Μονοκομματικό κράτος[2] | |||
Σι Τσινπίνγκ Σι Τσινπίνγκ Λι Τσιάνγκ Ζάο Λετζί Γουάνγκ Χούνινγκ | |||
Νομοθετικό σώμα | Εθνικό Λαϊκό Συνέδριο | ||
Ίδρυση Σύνταγμα | 1η Οκτωβρίου 1949 4 Δεκεμβρίου 1982 | ||
• Σύνολο • % Νερό • Σύνορα Ακτογραμμή | 9.596.961[5] km2 (4η) 2,8 22.117 km 14.500 km | ||
Πληθυσμός • Εκτίμηση 2023 • Απογραφή 2020 • Πυκνότητα | 1.409.670.000[6] (1η) 1.411.778.724 [7] 146,9 κατ./km2 (85η) | ||
ΑΕΠ (ΙΑΔ) • Ολικό (2019) • Κατά κεφαλή | 29.400 δισ. $[8] (1η) 20.667 $[8] (78η) | ||
ΑΕΠ (ονομαστικό) • Ολικό (2019) • Κατά κεφαλή | 18.990 δισ. $[8] (2η) 12.990 $[8] (56η) | ||
ΔΑΑ (2021) | 0,768[9] (79η) – υψηλός | ||
Νόμισμα | Ρενμινμπί (γιουάν) (CNY) | ||
(UTC +8[σ 1]) | |||
Internet TLD | .cn | ||
Οδηγούν στα | δεξιά | ||
Κωδικός κλήσης | +86 | ||
|
Η Κίνα (κινέζικα: 中国, πινγίν: Zhōngguó, Τζονγκ Γκουό), επίσημα Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (κινέζικα: 中华人民共和国, πινγίν: Zhōnghuá Rénmín Gònghéguó, Τζονγκ χουά Ρένμίν Γκονγκχέγκουό), είναι χώρα της Ανατολικής Ασίας, δεύτερη σε πληθυσμό παγκοσμίως με 1.409.670.000 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2023.[6] Η έκτασή της είναι 9.596.961 τ.χλμ.. Πρωτεύουσα της Κίνας είναι το Πεκίνο. Γεωγραφικά είναι η μεγαλύτερη χώρα στην περιοχή της Ανατολικής Ασίας και η τέταρτη μεγαλύτερη στον κόσμο μετά τη Ρωσία, τον Καναδά και τις ΗΠΑ. Συνορεύει με 14 κράτη: Βιετνάμ, Λάος, Μιανμάρ, Ινδία, Μπουτάν, Νεπάλ, Πακιστάν, Αφγανιστάν, Τατζικιστάν, Κιργιζία, Καζακστάν, Ρωσία, Μογγολία και Βόρεια Κορέα, και με 2 ειδικές Διοικητικές περιοχές, το Μακάου και το Χονκ Κονγκ. Από την ίδρυση της, το 1949, κυβερνάται από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ).
Η Κίνα ήταν ένας από τους πρώτους πολιτισμούς του κόσμου. Το κέντρο του πρωτοκινεζικού πολιτισμού ήταν η εύφορη λεκάνη του Κίτρινου Ποταμού στην πεδιάδα της Βόρειας Κίνας. Η Κίνα ήταν μια από τις σημαντικότερες οικονομικές δυνάμεις στις τελευταίες δύο χιλιετίες από τον 1ο έως τον 19ο αιώνα, όταν και προσωρινά εκτοπίστηκε από τη Δύση και την Ιαπωνία. Σήμερα είναι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο μετά τις ΗΠΑ, με το ΑΕΠ της να ανέρχεται στα 17,73 τρισεκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2021. Για χιλιετίες, το πολιτικό σύστημα της Κίνας στηρίχθηκε σε απόλυτες κληρονομικές μοναρχίες ή δυναστείες, ξεκινώντας από την ημιθρυλική δυναστεία Σιά τον 21ο αιώνα π.Χ. Από τότε, η Κίνα επεκτάθηκε, διασπάστηκε και επανενώθηκε πολλές φορές. Τον 3ο αιώνα π.Χ., οι Τσιν επανένωσαν τη Κίνα και ίδρυσαν την πρώτη κινεζική αυτοκρατορία. Η δυναστεία Χαν (206 π.Χ. – 220 μ.Χ.) ήταν η δυναστεία στην οποία οι Κινέζοι εφηύραν μερικές αρκετά προηγμένες τεχνολογίες για την εποχή τους, συμπεριλαμβανομένης της χαρτοποιίας και της πυξίδας, ενώ αναπτύχθηκαν παράλληλα οι τομείς της γεωργίας και της ιατρικής. Η εφεύρεση της πυρίτιδας και του κινητού τύπου (προδρόμου της τυπογραφίας) στη δυναστεία των Τανγκ (618–907), αλλά και άλλων εφευρέσεων στη διάδοχη δυναστεία των Βόρειων Σονγκ (960–1127), ολοκλήρωσε τη διαμόρφωση των Τεσσάρων μεγάλων εφευρέσεων. Ο πολιτισμός των Τανγκ εξαπλώθηκε ευρέως στην Ασία, καθώς ο νέος δρόμος του μεταξιού έφερε στη Κίνα εμπόρους από τη Μεσοποταμία και το Κέρας της Αφρικής. Η δυναστεία των Τσινγκ ήταν η τελευταία δυναστεία της Κίνας. Η δυναστεία των Τσινγκ απετέλεσε την εδαφική βάση της σύγχρονης Κίνας, αλλά υπέστη μεγάλες εδαφικές απώλειες εξαιτίας του ξένου ιμπεριαλισμού. Τον 19ο αιώνα η Κίνα έχασε αρκετά εδάφη υπέρ της Ρωσίας και της Ιαπωνίας.
Η κινεζική μοναρχία κατέρρευσε το 1912 με την Επανάσταση Σινχάι, όταν η Δημοκρατία της Κίνας αντικατέστησε τη δυναστεία Τσινγκ. Η Κίνα δέχθηκε εισβολή από την Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Εμφύλιος Πόλεμος οδήγησε στην πτώση της Δημοκρατίας της Κίνας το 1949 όταν το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ) ίδρυσε τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας στην ηπειρωτική χώρα, ενώ η κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Κίνας υπό την ηγεσία του Κουομιντάνγκ κατέφυγε στο νησί της Ταϊβάν. Οι δύο κυβερνήσεις ισχυρίζονται ότι η μόνη νόμιμη κυβέρνηση της Κίνας, αν και τα Ηνωμένα Έθνη έχουν αναγνωρίσει τη ΛΔΚ ως τη μοναδική νόμιμη εκπρόσωπο της Κίνας από το 1971. Η Κίνα πραγματοποίησε μια σειρά οικονομικών μεταρρυθμίσεων ξεκινώντας από το 1978 και εντάχθηκε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001.
Η σημερινή Κίνα είναι μονοκομματική σοσιαλιστική δημοκρατία που την κυβερνά το ΚΚΚ ως πολιτικός φορέας των εργατών και των αγροτών. Είναι μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και ιδρυτικό μέλος αρκετών πολυμερών και περιφερειακών οργανισμών συνεργασίας όπως είναι για παράδειγμα η Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων Υποδομής, το Ταμείο του Δρόμου του Μεταξιού, η Νέα Αναπτυξιακή Τράπεζα, ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης και η Περιφερειακή Συνολική Οικονομική Σύμπραξη, ενώ αποτελεί παράλληλα μέλος των BRICS, της Ομάδας των 8+5, της Ομάδας των 20, της Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού και της Συνόδου Κορυφής της Ανατολικής Ασίας. Η Κίνα είναι η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο με βάση το ΑΕΠ (σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης), η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία ως προς το ονομαστικό της ΑΕΠ, ενώ ο συνολικός πλούτος της Κίνας είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος στον κόσμο. Η οικονομία της χώρας είναι ταχέως αναπτυσσόμενη και παράλληλα η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος κατασκευαστής και εξαγωγέας προϊόντων στον κόσμο. Η Κίνα κατέχει πυρηνικά όπλα, έχει το μεγαλύτερο μόνιμο στρατό στο κόσμο αλλά και τον δεύτερο μεγαλύτερο αμυντικό προϋπολογισμό, ο οποίος προσεγγίζει τα 225 δισεκατομμύρια δολάρια.
Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας αγαθών έχοντας μια ταχέως αναπτυσσόμενη οικονομία. Το σημαντικότερο λιμάνι της χώρας είναι η Σαγκάη. Το ΑΕΠ της χώρας φτάνει τα 16.640 τρισεκατομμύρια δολάρια και το ΑΕΠ κατά κεφαλήν φτάνει τα 11.819 αμερικάνικα δολάρια. Ο ρυθμός ανάπτυξης της Κινεζικής οικονομίας είναι υψηλός και το 2011 ήταν 9,2%.[10] Ο ρυθμός ανάπτυξης της Κίνας είναι σταθερός από το 1978 με μέσο όρο 8%, οπότε και η οικονομία απελευθερώθηκε και η ανεργία άρχισε να μειώνεται. Παρά αυτήν την ανάπτυξη όμως, μεγάλο μέρος του αγροτικού πληθυσμού παραμένει φτωχό.[11] Το 47% του ΑΕΠ προέρχεται από τη βιομηχανία, το 43% από τις υπηρεσίες και το 10% από γεωργικές εργασίες.[10]
Σε μια διαμάχη που συνεχίζεται από τη λήξη του Κινεζικού Εμφυλίου το 1949, η Κίνα προβάλλει κυριαρχικά δικαιώματα επί της Ταϊβάν (επισήμως «Δημοκρατία της Κίνας»), καθώς και μια σειρά νησιωτικών συμπλεγμάτων όπως το Αρχιπέλαγος Σπράτλυ και τα Νησιά Παρασέλ. Η ΛΔ Κίνας έχει επίσης ενεργές εδαφικές διαφορές με την Ινδία.
Δυτικοί ερευνητικοί φορείς και οργανώσεις έχουν αναδείξει μια σειρά ζητημάτων στα οποία η Κίνα φαίνεται να υστερεί όπως τις πολιτικές ελευθερίες, τη διαφάνεια της κυβέρνησης, την ελευθερία του Τύπου, την ελευθερία της θρησκείας και τις εθνοτικές μειονότητες. Οι κινεζικές αρχές έχουν επικριθεί από πολιτικούς αντιφρονούντες και ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων για εκτεταμένες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής καταστολής, της μαζικής λογοκρισίας, της μαζικής παρακολούθησης των πολιτών και της βίαιης καταστολής των διαδηλώσεων.
Ετυμολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η λέξη Κίνα χρησιμοποιείται στα ελληνικά από τον 20ό αιώνα τουλάχιστον. Στα αγγλικά, αλλά και πολλές άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, λέγεται China, όπου μαρτυράται (στα αγγλικά) ο όρος από τον 16ο αιώνα. Αυτή τη λέξη δεν τη χρησιμοποιούσαν οι Κινέζοι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Πριν τα αγγλικά, η λέξη μαρτυράται στα Πορτογαλικά, τα Μαλαϊκά και τα Περσικά. Η ονομασία της Κίνας στα πορτογαλικά, μαλαϊκά και περσικά προέρχεται από τη σανσκριτική λέξη Chīna, όρος ο οποίος χρησιμοποιήθηκε στην αρχαία Ινδία.[12] Η αγγλική ονομασία "China" εμφανίζεται στη μετάφραση του 1555 του Ρίτσαρντ Ίντεν στα αγγλικά, ενός ημερολογίου του Πορτογάλου εξερευνητή Ντουάρτε Μπαρμπόσα το οποίο δημοσιεύτηκε το 1516.[12] Ο Μπαρμπόσα χρησιμοποίησε τη λέξη China για να περιγράψει την Κίνα, λέξη η οποία προέρχεται από τη περσική λέξη προήλθε από τη περσική Τσιν (چین), η οποία με τη σειρά της προήλθε από τη σανσκριτική λέξη Τσίνα (चीन).[13] Η λέξη Τσίνα μαρτυράται από τα αρχαία χρόνια. Μερικές από τις πρώτες ινδουιστικές γραφές, συμπεριλαμβανομένου του κειμένου Μαχαμπαράτα (5ος αιώνας π.Χ.) αλλά και των Νόμων του Μάνου (2ος αιώνας π.Χ.), αναφέρονται στη Κίνα χρησιμοποιώντας τη λέξη Τσίνα.[14] Το 1655, ο Μαρτίνο Μαρτίνι υποστήριξε ότι η ονομασία της Κίνας προέρχεται από την ονομασία της δυναστείας Τσιν (221–206 π.Χ.).[15][14] Αν και η χρήση της λέξης Τσίνα σε ινδικές πηγές ξεκινά πριν από το 221 π.Χ., πολλές πηγές υποστηρίζουν τη θεωρία του Μαρτίνι.[16] Η προέλευση της σανσκριτικής λέξης είναι θέμα συζήτησης, σύμφωνα με το λεξικό της Οξφόρδης.[12]
Άλλες θεωρίες υποστηρίζουν ότι η ετυμολογία της ονομασίας της Κίνας προέρχεται από την ονομασία του κρατιδίου Γιελάνγκ, ή από την ονομασία του κρατιδίου Τσου.[14][17] Η επίσημη ονομασία της Κίνας είναι η: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (απλοποιημένα κινεζικά: 中华人民共和国, παραδοσιακά κινεζικά: 中華人民共和國; πινγίν: Zhōnghuá Rénmín Gònghéguó, απόδοση σε ελληνικούς χαρακτήρες: Τσουνγκχουά Ρενμίν Κόνγκχεγκουό). Η Κίνα λέγεται Τσουνγκγκουό στα κινεζικά, Zhōngguó (中国/中國) από τις λέξεις τσονγκ ("κεντρικός") και γκουό ("πολιτεία"), ένας όρος ο οποίος προέκυψε στην εποχή των δυτικών Τσόου. Στη συνέχεια ο όρος Τσονγκγκουό αναφερόταν στη περιοχή γύρω από το Λουογί (κοντά στο Λιαονίνγκ) κατά τη διάρκεια της δυναστείας των ανατολικών Τσόου, ενώ στη συνέχεια η χρήση της κινεζικής ονομασίας Τσονγκγκουό επεκτάθηκε για να συμπεριλάβει την κεντρική πεδιάδα της Κίνας και έπειτα στην εποχή της δυναστείας των Τσινγκ η λέξη Τσονγκγκουό έγινε μια από τις δύο ονομασίες της Κίνας. Συχνά η ονομασία Τσονγκγκουό είχε πολιτιστική χροιά, για να διακρίνει τους Χουασιά από τους θεωρούμενους "βάρβαρους".[18] Η ονομασία Τσονγκγκουό μπορεί να μεταφραστεί και σαν "κεντρικό βασίλειο".[19]
Η Κίνα (ΛΔΚ) μερικές φορές απαντάται και με τον όρο ηπειρωτική Κίνα, εάν πρέπει να διακριθεί σε ένα κείμενο η ΛΔΚ από τη Δημοκρατία της Κίνας (Ταϊβάν).[20][21][22][23]
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Προϊστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι αρχαιολογικές έρευνες έχουν αποκαλύψει ότι τα πρώτα ανθρωποειδή όντα κατοικούσαν στις εκτάσεις της σημερινής Κίνας πριν από 2.25 εκατομμύρια χρόνια.[24] Τα απολιθώματα του ανθρώπου του Πεκίνου, ενός κλάδου του Homo erectus που χρησιμοποίησε τη φωτιά[25] ανακαλύφθηκαν σε μια σπηλιά στο Τσοουκόουτιέν κοντά στο Πεκίνο. Χρονολογούνται 680 με 780 χιλιάδες χρόνια πριν από σήμερα.[26] Τα απολιθωμένα δόντια του Homo sapiens (των οποίων η προέλευση ανάγεται στα 80 με 125 χιλιάδες χρόνια πριν από σήμερα) που ανακαλύφθηκαν στο σπήλαιο Φουγιάν στη κομητεία Τάο στο Χουνάν δείχνουν ότι οι σύγχρονοι άνθρωποι ζουν σε κινεζικό έδαφος τουλάχιστον 125 χιλιάδες χρόνια πριν.[27] Η Κινέζοι άρχισαν να αναπτύσσουν τα πρώτα συστήματα γραφής στο Τσιαχού γύρω στο 7000 π.Χ.,[28] στο Ταμαϊντί περίπου στο 6000 π.Χ., στο Νταντιουάν από το 5800 έως το 5400 π.Χ. και στο Πάνπο την 5η χιλιετία π.Χ. Μερικοί μελετητές έχουν προτείνει ότι τα σύμβολα του Τσιαχού (7η χιλιετία π.Χ.) αποτελούν το αρχαιότερο τεκμηριωμένο κινεζικό σύστημα γραφής.[28]
Προϊστορία και οι πρώτες δυναστείες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στην Κίνα αναπτύχθηκε ένας από τους παλαιότερους πολιτισμούς του πλανήτη. Η ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή από τους παλαιολιθικούς χρόνους μαρτυρείται από ένα πλήθος αρχαιολογικών ευρημάτων, χαρακτηριστικότερο των οποίων είναι η ανακάλυψη του Ανθρώπου του Πεκίνου τη δεκαετία του 1930.
Κατά τη Νεολιθική εποχή, ο κινεζικός πολιτισμός αναπτύχθηκε γύρω από δύο κέντρα. Στον βορρά, στο οικοσύστημα της περιοχής του Κίτρινου Ποταμού, και στο νότο, σε αυτό της περιοχής του ποταμού Γιανγκτσέ. Λόγω της γεωγραφίας της περιοχής, οι εισβολές γειτονικών λαών ήταν περιορισμένες, δίνοντας αρκετό χρόνο στους τοπικούς πολιτισμούς να αναπτυχθούν σε ήρεμο περιβάλλον. Το πόσα από τα διάφορα πολιτιστικά επιτεύγματα των κοινωνιών αυτών είναι γηγενή ή αποτελούν προϊόντα της επαφής τους με τους γείτονές τους, αποτελεί ακόμα και σήμερα πεδίο έρευνας. Οι Κινέζοι ανάπτυξαν την κατασκευή των κεραμικών και την κατασκευή της πορσελάνης ήδη από το 5.000 έως το 3.000 π.Χ.
Με βάση την παράδοση και τους διάφορους μύθους της Κινεζικής Μυθολογίας, στους πρώτους άρχοντες της περιοχής αποδίδονται ένα πλήθος μαγικών ιδιοτήτων και ταυτόχρονα πιστώνονται την επινόηση διαφόρων τεχνών, όπως η γραφή ή η καλλιέργεια της γης. Την αφήγηση της ιστορίας της Κίνας ακολουθεί, παραδοσιακά, η δημιουργία της πρώτης δυναστείας, της δυναστείας των Σία, για την οποία υπάρχουν ελάχιστα ιστορικά στοιχεία και, κυρίως, καλύπτεται από μυθολογικές αναφορές. Την πτώση της ακολούθησε η άνοδος της δυναστείας των Σανγκ, κατά την οποία συναντούμε τις πρώτες σημαντικές ιστορικές καταγραφές. Το κράτος το Σανγκ αναπτύχθηκε στην περιοχή του Κίτρινου Ποταμού, από τον 16ο αιώνα π.Χ. έως τον 11ο αιώνα π.Χ., αναπτύσσοντας έναν πολιτισμό με τα χαρακτηριστικά των πολιτισμών της Εποχής του Ορείχαλκου, κατά τον οποίο εμφανίζεται και η πρώτη γνωστή μας μορφή του Κινέζικου αλφαβήτου, το οποίο χρησιμοποιούταν για θρησκευτικές τελετές.
Σύμφωνα με την κινεζική παράδοση, η πρώτη κινεζική δυναστεία ήταν η δυναστεία Σιά, η οποία εμφανίστηκε γύρω στο 2100 π.Χ.[29] Η δυναστεία Σιά σηματοδότησε την αρχή του πολιτικού συστήματος της Κίνας. Η Κίνα λειτούργησε πολιτικά με βάση κάποιες κληρονομικές μοναρχίες, τις δυναστείες, για τέσσερις χιλιετίες.[30] Η δυναστεία Σιά, για τους ιστορικούς, ήταν ένα μυθολογικό κράτος μέχρι πρόσφατα, όταν βρέθηκαν αντικείμενα που αποδείκνυαν το αντίθετο (τα οποία χρονολογούνταν από την πρώιμη εποχή του Χαλκού) στο Ερλιτόου, στο Χενάν το 1959.[31] Παραμένει ασαφές εάν αυτά τα ευρήματα υποδηλώνουν την ύπαρξη αρχαιολογικών κατάλοιπων της εποχής των Σιά ή κάποιου άλλου πολιτισμού της ίδιας περιόδου.[32] Η δυναστεία των Σανγκ είναι η πρώτη δυναστεία της Κίνας της οποίας η ύπαρξη έχει επιβεβαιωθεί από πηγές της εποχής.[33] Οι Σανγκ κυβέρνησαν την πεδιάδα του Κίτρινου Ποταμού στην ανατολική Κίνα από τον 17ο έως τον 11ο αιώνα π.Χ.[34] Το αλφάβητο του μαντείου των Σανγκ (το οποίο χρονολογείται γύρω στο 1500 π.Χ.)[35][36] είναι η παλαιότερη γνωστή μορφή κινεζικής γραφής και θεωρείται άμεσος πρόγονος των σύγχρονων κινεζικών χαρακτήρων.[37]
Το κράτος των Σανγκ ακολουθεί η άνοδος της δυναστείας των Τσόου (1.050 - 221 π.Χ.). Σε όλους τους τομείς της σύγχρονης επιστήμης υπάρχει σημαντική ανάπτυξη κατ' αυτή την εποχή. Η οργάνωση του κράτους προσομοιάζει σε εκείνη που είχε η Ευρώπη του Μεσαίωνα (φεουδαρχία). Κατά τη λεγόμενη «Περίοδο της Άνοιξης και του Φθινοπώρου» (λόγω του ομώνυμου αρχαίου βιβλίου - «Χρονικά της Άνοιξης και του Φθινοπώρου» - που περιγράφει την κοινωνικοπολιτική κατάσταση της εποχής) αναπτύχθηκαν σημαντικά οι αντιλήψεις για την κοινωνική και πολιτική ζωή, ενώ η γεωργία, με την ανακάλυψη του σιδήρου, αναπτύχθηκε πολύ. Η ανάπτυξη αυτή οδήγησε στην ενίσχυση των περιφερικών αρχόντων, οι οποίοι σύντομα άρχισαν να αναζητούν μεγαλύτερες εξουσίες, οδηγώντας στη σταδιακή διάσπαση της κεντρικής εξουσίας (κατά τη λεγόμενη «Περίοδο των Εμπόλεμων Κρατών», μεταξύ 476 και 221 π.Χ).
Αν και πολιτικά η κατάσταση οδήγησε τελικά στην πτώση και τον διαμελισμό του κράτους των Τσόου σε μικρότερα βασίλεια, η Περίοδος της Άνοιξης και του Φθινοπώρου (722 – 476 π.Χ.) χαρακτηρίστηκε από την εμφάνιση των σημαντικότερων σχολών της γηγενούς Κινεζικής φιλοσοφίας (οι λεγόμενες και «Εκατό Σχολές Σκέψης»): Ο Κομφούκιος και οι διάφορες σχολές του Κομφουκιανισμού, που άφησε τη σφραγίδα του στις κατοπινές εξελίξεις της Κίνας, ο Λάο Τσε και ο Ταοϊσμός, η σχολή των Νομικιστών καθώς και ένα μεγάλο μέρος ανεξάρτητων φιλοσόφων.
Οι Σανγκ κατακτήθηκαν από τους Τσόου, οι οποίοι κυβέρνησαν την Κίνα μεταξύ του 11ου και του 5ου αιώνα π.Χ., αν και η ισχύς των Τσόου σταδιακά διαβρώθηκε από τους φεουδάρχες πολέμαρχους. Τη διάλυση της δυναστείας των Τσόου ακολούθησε η περίοδος της Άνοιξης και του Φθινοπώρου, η οποία διήρκεσε τρεις αιώνες. Στην περίοδο της Άνοιξης και του Φθινοπώρου δεκάδες πριγκιπάτα πολεμούσαν συνεχώς μεταξύ τους. Στην περίοδο των εμπόλεμων κρατών μεταξύ του 5ου και του 3ου αιώνα π.Χ., είχαν απομείνει μόνο επτά ισχυρά κράτη.[38]
Οι Αυτοκρατορικές δυναστείες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 221 π.Χ. ένας ηγεμόνας, ο Τσιν Σι Χουάνγκ - Τι, κατάφερε να ενώσει όλα τα βασίλεια της Κίνας και να στεφθεί αυτοκράτορας. Ο ηγεμόνας αυτός πολέμησε με τους Ούννους και άρχισε το μεγάλο Σινικό τείχος. Καθιέρωσε ακόμη για όλη την Κίνα ενιαία μέτρα και σταθμά. Παράλληλα όμως έδωσε εντολή να καταστραφούν τα βιβλία και τα κείμενα του Κομφούκιου, πράγμα που τον έκανε πολύ μισητό. Τελικά το 206 π.Χ. ξέσπασε επανάσταση και στην εξουσία ανέβηκε άλλη δυναστεία, οι Χαν.
Η περίοδος των εμπόλεμων κρατών έληξε το 221 π.Χ. με την κατάκτηση των έξι υπόλοιπων βασιλείων της Κίνας από το κράτος του Τσιν, επανενώνοντας την Κίνα σε ένα κράτος. Ο βασιλιάς Τσενγκ των Τσιν αυτοανακηρύχτηκε Πρώτος Αυτοκράτορας της δυναστείας Τσιν. Εφάρμοσε τις νομικιστικές μεταρρυθμίσεις των Τσιν σε όλη την Κίνα. Εισήγαγε κοινό σύστημα γραφής, μέτρησης, κοινό σύστημα για την καταγραφή του πλάτους των δρόμων και κοινό νόμισμα. Η δυναστεία Τσιν κατέκτησε επίσης τις φυλές των Γιουέ στο Κουανγκσί, το Κουανγκτούνγκ και το Βιετνάμ.[39] Η δυναστεία των Τσιν επέζησε μόνο για δεκαπέντε χρόνια. Ο θάνατος του Τσιν Σι Χουάνγκ οδήγησε στην κατάρρευση της καθώς οι σκληρές αυταρχικές πολιτικές του οδήγησαν τους κατοίκους σε εξέγερση.[40][41]
Μετά από έναν εκτεταμένο εμφύλιο πόλεμο κατά τον οποίο κάηκε η αυτοκρατορική βιβλιοθήκη στο Σιανγιάνγκ, εμφανίστηκε η δυναστεία των Χαν. Η δυναστεία των Χαν κυβέρνησε τη Κίνα από το 206 π.Χ. έως το 220 μ.Χ. και διαμόρφωσε μια πολιτιστική ταυτότητα για τους Κινέζους. Ακόμη και σήμερα οι περισσότεροι Κινέζοι είναι Κινέζοι Χαν.[40][41] Οι Χαν επεξέτειναν σημαντικά την επικράτεια της αυτοκρατορίας τους, προσαρτώντας με στρατιωτικά μέσα στην Κεντρική Ασία, τη Μογγολία, τη Νότια Κορέα και το Γιουνάν, ενώ παράλληλα απέκτησε την Κουανγκτούνγκ και το βόρειο Βιετνάμ από το Νανγιουέ. Η παρουσία των Χαν στην Κεντρική Ασία και τη Σογδία βοήθησε στη δημιουργία του χερσαίου Δρόμου του Μεταξιού, αντικαθιστώντας την προηγούμενη διαδρομή που περνούσε τα Ιμαλάια και έφτανε στην Ινδία. Η δυναστεία Χαν έγινε σταδιακά η μεγαλύτερη οικονομία του αρχαίου κόσμου.[42] Παρά την αρχική αποκέντρωση της δυναστείας Χαν και την επίσημη εγκατάλειψη της φιλοσοφίας του νομικισμού του Τσιν υπέρ του Κομφουκιανισμού, οι νομικιστικοί θεσμοί και πολιτικές της δυναστείας Τσιν συνέχισαν να χρησιμοποιούνται από την κυβέρνηση Χαν και τους διαδόχους της δυναστείας Χαν.[43]
Μετά το τέλος της δυναστείας των Χαν, ακολούθησε η εποχή των Τριών Βασιλείων.[44] Οι ηγέτες των Τριών Βασιλείων είναι κεντρικό θέμα του Έρωτα των Τριών Βασιλείων, βιβλίου που ανήκει στα Τέσσερα Κλασικά της κινεζικής λογοτεχνίας. Στο τέλος του, ο Τσάο Ουέι ανατράπηκε γρήγορα από τη δυναστεία Τσιν. Οι Τσιν υπέκυψαν σε εμφύλιο πόλεμο μόλις ανέλαβε αυτοκράτορας ο Χουέι των Τσιν, ένας αυτοκράτορας με αναπτυξιακή αναπηρία. Έπειτα οι Πέντε Βάρβαροι εισέβαλαν και κυβέρνησαν τη βόρεια Κίνα (βλέπε Δεκαέξι Βασίλεια). Οι Σιανμπέι ενοποίησαν τα δεκαέξι βασίλεια σχηματίζοντας τους βόρειους Ουέι. Ο αυτοκράτορας Σιαοουέν αντέστρεψε τις πολιτικές τύπου απαρτχάιντ των προκατόχων του και επέβαλε μια δραστική πολιτική κινεζοποίησης στους υπηκόους του, ενσωματώνοντάς τους σε μεγάλο βαθμό στην κινεζική κουλτούρα, γλώσσα και συνήθειες. Στο νότο, ο στρατηγός Λιου Γιου εξασφάλισε την παραίτηση των Τσιν υπέρ της δυναστείας Λιού Σονγκ. Οι διάδοχοι των βόρειων Ουέι και των Λιου Σονγκ έγιναν γνωστοί σαν Βόρειες και Νότιες δυναστείες, με τις δύο περιοχές να επανενώνονται σε ενιαίο κράτος υπό τους Σουέι το 581. Οι Σουέι αντικατέστησαν τους Χαν στην εξουσία της Κίνας, αναμόρφωσαν τη γεωργία, την οικονομία και τις αυτοκρατορικές εξετάσεις, κατασκεύασαν το Μεγάλο Κανάλι και υποστήριξαν τον Βουδισμό. Ωστόσο, οι Σουέι κατέρρευσαν όταν η στρατολόγηση ανθρώπων για δημόσια έργα και ένας αποτυχημένος πόλεμος στη σημερινή Βόρεια Κορέα προκάλεσαν εκτεταμένες αναταραχές.[45][46]
Οι Χαν επανέφεραν τη διδασκαλία του Κομφούκιου, αναγνωρίζοντας τον κομφουκιανισμό ως επίσημο δόγμα του κράτους. Οι αντιθέσεις, όμως, μεταξύ του Βορρά και του Νότου οδήγησαν στην κατάργηση της δυναστείας των Χαν και στη διαίρεση της Κίνας σε τρία βασίλεια τον 3ο αιώνα μ.Χ., που υπόφεραν πολύ από τις συνεχείς επιθέσεις των Τούρκων. Το 608 μ.Χ. την εξουσία καταλαμβάνει ο Γκαουτσού, εγκαθιδρύοντας τη δυναστεία Τανγκ, κατά τη διάρκεια της βασιλείας της οποίας ο Βουδισμός, ο οποίος εισήχθη την περίοδο των Χαν από την Ινδία στην Κίνα, έγινε μία από τις κυριότερες θρησκείες, ενώ προχώρησε και σε αναδασμό της γης. Η δυναστεία Τανγκ οδήγησε σε σημαντική ανάπτυξη στη Κίνα, ωστόσο η εξέγερση του Αν Λουσάν (755-763) οδήγησε σε εκατομμύρια θανάτους και εκτεταμένη καταστροφή, επηρεάζοντας σημαντικά τη μετέπειτα πορεία της δυναστείας. Το 907 η δυναστεία Τανγκ καταργείται και τη θέση της παίρνουν δυναστείες όπως η Σονγκ και η Λιάο.
Υπό τις δυναστείες Τανγκ και Σονγκ, η κινεζική οικονομία, τεχνολογία και πολιτισμός εισήλθαν σε μια χρυσή εποχή.[47] Η δυναστεία των Τανγκ διατήρησε τον έλεγχο των Δυτικών Περιοχών και του Δρόμου του Μεταξιού,[48] με αποτέλεσμα έμποροι από τη Μεσοποταμία ακόμη και από το Κέρας της Αφρικής[49] να έρχονται στην Κίνα, ενώ η πρωτεύουσα Τσανγκάν έγινε κοσμοπολίτικο αστικό κέντρο. Ωστόσο, η δυναστεία Τανγκ, αν και κατάφερε να συνεχίσει να υπάρχει, αποδυναμώθηκε πολύ μετά την εξέγερση του Αν Λουσάν τον 8ο αιώνα.[50] Το 907, το κράτος των Τανγκ διαλύθηκε εντελώς όταν οι τοπικοί στρατιωτικοί κυβερνήτες ανεξαρτητοποιήθηκαν εντελώς. Η δυναστεία των Σονγκ έδωσε τέλος στην περίοδο της νέας διάσπασης της Κίνας το 960, οδηγώντας σε μια ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των Σονγκ και του κράτους των Λιάο. Η δυναστεία των Σονγκ ήταν η πρώτη κυβέρνηση στην παγκόσμια ιστορία που εξέδωσε χαρτονομίσματα και η πρώτη κινεζική πολιτεία που ίδρυσε ένα μόνιμο ναυτικό το οποίο υποστηρίχθηκε από την ανεπτυγμένη ναυπηγική βιομηχανία και το θαλάσσιο εμπόριο.[51]
Μεταξύ του 10ου και του 11ου αιώνα, ο πληθυσμός της Κίνας αυξήθηκε από τα 50 εκατομμύρια στα σχεδόν 100 εκατομμύρια ανθρώπους, κυρίως λόγω της επέκτασης της καλλιέργειας ρυζιού στην κεντρική και νότια Κίνα και τα συνεχή πλεονάσματα της γεωργικής παραγωγής. Κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Σονγκ έλαβε χώρα μια αναβίωση του Κομφουκιανισμού, ενώ στην εποχή των Τανγκ η θρησκεία που υποστήριξε το κράτος ήταν ο Βουδισμός.[52] Παράλληλα, σημειώθηκε άνθηση της φιλοσοφίας και των τεχνών, καθώς η τέχνη του τοπίου και τα πορσελάνινα αντικείμενα έφτασαν σε νέα επίπεδα ωριμότητας και πολυπλοκότητας.[53][54] Ωστόσο, οι αδυναμίες του στρατού των Σονγκ έγιναν εμφανείς στις συγκρούσεις με τη δυναστεία Τζιν, την οποία διοικούσαν οι Τζουρτσέν. Το 1127, ο αυτοκράτορας Χουεϊτσόνγκ των Σονγκ έπεσε αιχμάλωτος των Τσιν και παράλληλα οι Τσιν κατέλαβαν την πρωτεύουσα των Σονγκ, Πιεντσίνγκ. Τα απομεινάρια της δυναστείας των Σονγκ υποχώρησαν στη νότια Κίνα.[55]
Το 1279 μ.Χ. η Κίνα υποδουλώνεται στους Μογγόλους, μέχρι το 1368. Για τη ζωή της Κίνας κάτω απ' την κυριαρχία των Μογγόλων μας μιλούν οι διηγήσεις του Μάρκο Πόλο. Την ίδια εποχή αρχίζουν να καταφτάνουν και οι διάφοροι ιεραπόστολοι, με τους Πορτογάλους να αποκτούν το 1541 το λιμάνι του Μακάου. Οι Μογγόλοι ίδρυσαν τη δυναστεία των Γιουάν, που επέβαλε μερικές αξιόλογες μεταρρυθμίσεις.
Η κατάκτηση της Κίνας από τους Μογγόλους ξεκίνησε το 1205 με τη σταδιακή κατάκτηση των εδαφών των δυτικών Σιά από τον Τζένγκις Χαν,[56] ο οποίος επίσης ξεκίνησε τις εισβολές σε εδάφη των Τσιν.[57] Το 1271, ο Μογγόλος ηγέτης Κουμπλάι Χαν ίδρυσε τη δυναστεία Γιουάν, η οποία κατέκτησε τα τελευταία κατάλοιπα της δυναστείας των Σονγκ το 1279. Πριν από την εισβολή των Μογγόλων, ο πληθυσμός της Κίνας των Σονγκ είχε φτάσει τα 120 εκατομμύρια άτομα. Ενώ η απογραφή του 1300 κατέγραψε 60 εκατομμύρια άτομα, δηλαδή σημαντική μείωση.[58] Ο αγρότης Τσου Γιουαντσάνγκ ηγήθηκε μιας εξέγερσης ανέτρεψε τη δυναστεία Γιουάν το 1368 και μετά ίδρυσε τη δυναστεία Μινγκ. Ο Γιουαντσάνγκ έγινε αυτοκράτορας της Κίνας και απέκτησε το όνομα αυτοκράτορας Χονγκγού. Κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Μινγκ, η Κίνα μπήκε σε μια νέα χρυσή εποχή, αναπτύσσοντας ένα από τα ισχυρότερα ναυτικά σώματα στον κόσμο. Το εισόδημα και η ποιότητα της ζωής των ανθρώπων αυξήθηκε και η γενικότερη άνοδος συνοδεύτηκε από την άνθηση της τέχνης και του πολιτισμού. Τον 15ο αιώνα ο ναύαρχος Τσενγκ Χε οδήγησε τα ταξίδια των Μινγκ σε όλο τον Ινδικό Ωκεανό, φτάνοντας ακόμη και στην Ανατολική Αφρική.[59]
Το 1368 μέχρι το 1644 ανέβηκε η δυναστεία των Μινγκ με αποτέλεσμα να αποδυναμωθεί η χώρα και να υποταχθεί στο μογγολικό φύλο των Μαντσού, που πήραν την εξουσία και ίδρυσαν τη δυναστεία των Τσινγκ, που βασίλευσε απ' το 1644 μέχρι το 1912.
Στα πρώτα χρόνια της δυναστείας των Μινγκ, η πρωτεύουσα της Κίνας μεταφέρθηκε από τη Ναντσίνγκ στο Πεκίνο. Με την εκκόλαψη του καπιταλισμού, διάφοροι φιλόσοφοι, όπως ο Γιανγκ Ουανγκμίνγκ, άσκησαν περαιτέρω κριτική στο καθεστώς και επεξέτειναν τον νεοκομφουκιανισμό με έννοιες όπως ο ατομικισμός και η ισότητα των τεσσάρων επαγγελμάτων του λαού (μελετητές, αγρότες, τεχνίτες και έμποροι).[60] Το στρώμα των λόγιων και των αξιωματικών υποστήριξαν τη βιομηχανία και το εμπόριο στα κινήματα του μποϊκοτάζ της πληρωμής των φόρων. Αυτή η εξέλιξη μαζί με τους λιμούς που έλαβαν χώρα αλλά και την κινεζική άμυνα ενάντια στις ιαπωνικές εισβολές στην Κορέα (1592-1598) και τις εισβολές των Μαντσού στη Κίνα, συνέβαλαν στην εξάντληση του κρατικού ταμείου.[61] Το 1644, το Πεκίνο καταλήφθηκε από έναν στρατιωτικό συνασπισμό αποτελούμενο από αγρότες, υπό την ηγεσία του Λι Τσιτσένγκ. Ο αυτοκράτορας Τσονγκτσέν αυτοκτόνησε μετά την πτώση του Πεκίνου το 1644. Η δυναστεία των Τσινγκ (της οποίας η ηγετική τάξη ήταν Μαντσού ως προς την εθνικότητα) συμμάχησε με τον στρατηγό των Μινγκ Ου Σανγκουέι, ανέτρεψε τη βραχύβια δυναστεία Σουν (την οποία συγκρότησαν κατάλοιπα της δυναστείας Μινγκ) και κατέλαβε το Πεκίνο, πρωτεύουσα της δυναστείας των Τσινγκ αλλά και της Κίνας.
Η δυναστεία των Τσινγκ, η οποία διήρκεσε από το 1644 έως το 1912, ήταν η τελευταία δυναστεία της Κίνας. Η κατάκτηση της δυναστείας Μινγκ από τους Τσινγκ (1618–1683) οδήγησε στον θάνατο 25 εκατομμυρίων κατοίκων και η οικονομία της Κίνας συρρικνώθηκε δραστικά.[62] Μετά την κατάλυση των Νότιων Μινγκ, η περαιτέρω κατάκτηση του Χανάτου των Τζουνγκάρ ενέταξε το Θιβέτ, το Σιντσιάνγκ και τη Μογγολία στο κινεζικό κράτος.[63] Η συγκεντρωτική απολυταρχία των Τσινγκ ενισχύθηκε, με στόχο την καταστολή του αντιδυναστικού αισθήματος που επικρατούσε σε αρκετούς Κινέζους. Επίσης, η δυναστεία των Τσινγκ επέβαλε πολιτικές όπως αυτή της αποτίμησης της γεωργίας και του περιορισμού του εμπορίου, επέβαλε το χαϊτσίν («απαγόρευση του εμπορίου») αλλά και μηχανισμούς ιδεολογικού ελέγχου (π.χ. λογοτεχνική εξέταση) συμβάλλοντας στη κοινωνική και τεχνολογική στασιμότητα της Κίνας.[64][65]
Υπολείμματα των Μινγκ συνέχισαν να επιβιώνουν για λίγο διάστημα ακόμη. Στη διάρκεια της δυναστείας αυτής η Κίνα γνώρισε νέα επέκταση των συνόρων της, τα οποία έφτασαν μέχρι τη λίμνη Μπαλχάς του Καζακστάν και σημαντικά τμήματα στη νοτιοανατολική Ρωσία, συμπεριλαμβανομένου του σημερινού Βλαδιβοστόκ. Μερικοί από τους αυτοκράτορες της δυναστείας των Τσινγκ προστάτεψαν τα γράμματα και τις τέχνες, αλλά η δυναστεία οδήγησε την Κίνα σε απομόνωση στην προσπάθειά της να αποφύγει την αλλοίωση του πολιτισμού της από την εισαγωγή του ευρωπαϊκού. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές αποφάσεις τους, βέβαια, ήταν η επιβολή της εθνικής κόμης των Μαντσού (μια κοτσίδα στο πίσω μέρος του κεφαλιού, με ξυρισμένο το υπόλοιπο κεφάλι) σε όλους τους Κινέζους, το μοναδικό στοιχείο των Μαντσού που εισήχθη υποχρεωτικά στους Κινέζους. Στις αρχές, όμως, του 19ου αιώνα άρχισε οικονομική, πολιτική και κοινωνική παρακμή της χώρας, μαζί με τη σταδιακή απώλεια πολλών εδαφών που η δυναστεία των Τσινγκ είχε κατακτήσει. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Μαντσουρία προς το τέλος του 19ου αιώνα αποτελούσε πεδίο έντονου ανταγωνισμού μεταξύ Ρώσων και Ιαπώνων, με άλλες Ευρωπαϊκές δυνάμεις να αποκτούν θύλακες σε πόλεις της Κίνας.
Η Κίνα την εποχή της αποικιοκρατίας και η δημιουργία της Δημοκρατίας της Κίνας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Την ίδια εποχή οι Άγγλοι, στην προσπάθειά τους να πετύχουν τη διάλυση του κινεζικού κράτους, άρχισαν να εισάγουν και να διαδίδουν στους Κινέζους το όπιο. Όταν, το 1840, οι Κινέζοι αντέδρασαν, άρχισε ο πόλεμος που έμεινε στην Ιστορία γνωστός σαν ο «πόλεμος του οπίου». Τελικά οι Κινέζοι νικήθηκαν και αναγκάστηκαν να δεχτούν το εμπόριο του οπίου, να παραχωρήσουν στην Αγγλία το Χονγκ Κονγκ και να επιτρέψουν στα αγγλικά εμπορικά πλοία να χρησιμοποιούν πέντε λιμάνια.
Στα μέσα του 19ου αιώνα, η δυναστεία των Τσινγκ αντιμετώπισε το φαινόμενο του δυτικού ιμπεριαλισμού στους Πολέμους του Οπίου με τη Βρετανία και τη Γαλλία. Η Κίνα αναγκάστηκε να πληρώσει αποζημίωση, να ανοίξει μερικά λιμάνια στο διεθνές εμπόριο, να επιτρέψει το δικαίωμα ετεροδικίας για τους ξένους υπηκόους (δηλαδή, σε αυτούς να ισχύουν οι νόμοι των χωρών τους και όχι της Κίνας) και να εκχωρήσει το Χονγκ Κονγκ στους Βρετανούς[66] σύμφωνα με τη Συνθήκη της Ναντσίνγκ του 1842. Ήταν η πρώτη από τις άνισες συνθήκες που υπέγραψε η Κίνα και η Κορέα (αλλά και η Ιαπωνία, μέχρι την εποχή Μεϊτζί) με άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ιαπωνίας.
Η Συμμαχία των Οκτώ Εθνών εισέβαλε στην Κίνα για να νικήσει τους Μπόξερ και τους υποστηρικτές τους. Οι Μπόξερ ήταν κατά της ξένης παρουσίας στη Κίνα αλλά και υπέρ της κινεζικής ανεξαρτησίας. Η εικόνα παρουσιάζει μια τελετή εορτασμού μέσα στο κινεζικό αυτοκρατορικό παλάτι, την Απαγορευμένη Πόλη, μετά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου των Μπόξερ το 1901.
Το 1844, οι ΗΠΑ και η Γαλλία πέτυχαν καινούρια προνόμια και παραχωρήσεις σε βάρος της Κίνας. Μέσα σε λίγα χρόνια η Κίνα έχασε πολλές κτήσεις και επαρχίες της από τους Ευρωπαίους. Παράλληλα, η οικονομική διείσδυση των Ευρωπαίων γινόταν ολοένα και μεγαλύτερη, με αποτέλεσμα η οικονομία της να εξαρτάται αποκλειστικά από τις ευρωπαϊκές εμπορικές εταιρείες. Η εξέγερση των Ταϊπίνγκ στα μέσα του 19ου αιώνα αποτελεί το σημαντικότερο ιστορικό γεγονός αυτής της περιόδου, υπό την ηγεσία του Χονγκ Σιουτσουάν. Η εξέγερση αυτή πήρε χρόνια να κατασταλεί, και οδήγησε σε εκατομμύρια θανάτους, 30 με 50 εκατομμυρίων ατόμων σε μια Κίνα που τότε δεν είχε πάνω από 400 εκατομμύρια κατοίκους, και εκτεταμένη καταστροφή. Αποδυνάμωσε τη δυναστεία Τσινγκ κατά πολύ και ενίσχυσε τον ρεζιοναλισμό των διαφόρων περιοχών, και έπειτα στην εποχή των πολεμάρχων (1912-1949), μια περίοδο αναρχίας στη Κίνα που οδήγησε στην ανάδυση του ΚΚ Κίνας, που στη δεύτερη φάση του πολέμου, από το 1946, νίκησε σε 3 χρόνια τη κυβέρνηση του Κουομιντάν και οδηγώντας στην ενοποίηση του μεγαλύτερου μέρους της Κίνας, εκτός από το Θιβέτ (που προσαρτήθηκε αργότερα) και τη Ταϊβάν, που σήμερα αποτελεί ξεχωριστή κρατική οντότητα.
Τον 19ο αιώνα ξεκίνησε μια μεγάλη φυγή των Κινέζων στη Μαλαισία, στη Σιγκαπούρη, στην Ινδονησία, στη Ταϊλάνδη (και σε πάρα πολύ μικρό βαθμό, κυρίως άνδρες) στην Αμερική και την Αυστραλία. Πέρα από τη μετανάστευση, καταστροφές και συγκρούσεις, όπως ο λιμός της Βόρειας Κίνας του 1876-1879, οδήγησαν στην απώλεια 9 με 13 εκατομμυρίων κατοίκων.[67] Ο αυτοκράτορας Κουανγκσού συνέταξε ένα σχέδιο μεταρρυθμίσεων το 1898 με στόχο να κάνει την Κίνα μια σύγχρονη συνταγματική μοναρχία, αλλά αυτά τα σχέδια ματαιώθηκαν από την αυτοκράτειρα Τσισί. Η αποτυχημένη εξέγερση των Μπόξερ κατά των ξένων αποικιοκρατών το 1899-1901 αποδυνάμωσε περαιτέρω τη δυναστεία. Αν και η Τσισί υποστήριξε ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, η Επανάσταση Σινχάι του 1911-1912 έφερε το τέλος των Τσινγκ ιδρύοντας τη Δημοκρατία της Κίνας.[68] Ο Πουγί, ο τελευταίος αυτοκράτορας της Κίνας, παραιτήθηκε το 1912.[69]
Ο Α΄ Σινοϊαπωνικός Πόλεμος (1894–1895) είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια της κινεζικής επιρροής στη Κορεατική Χερσόνησο, καθώς και την εκχώρηση της Ταϊβάν στην Ιαπωνία.[70] Η δυναστεία των Τσινγκ άρχισε επίσης να βιώνει εσωτερικές αναταραχές, κατά τις οποίες δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν, ειδικά κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Λευκού Λωτού. Η επανάσταση του Λευκού Λωτού ήταν η εναλλακτική ονομασία της εξέγερσης των Ταϊπίνγκ, η οποία κατέστρεψε τη νότια Κίνα στις δεκαετίες του 1850 και του 1860. Η Εξέγερση των Ντουνγκάν (1862-1877) ήταν μια επανάσταση στα βορειοδυτικά της Κίνας από τους ντόπιους μουσουλμάνους, η οποία οδήγησε στην δημιουργία του κράτους Γετισάρ, στην προσωρινή κατοχή της περιοχής της Κουλτζάς από τη Ρωσία, και σε τεράστιες ανθρώπινες απώλειες. Η αρχική επιτυχία του Κινήματος Αυτοενδυνάμωσης της δεκαετίας του 1860 ματαιώθηκε από μια σειρά στρατιωτικών ήττων στις δεκαετίες του 1880 και του 1890.
Πολλοί φωτισμένοι διανοούμενοι προσπαθούν να δώσουν νέα ώθηση και οργάνωση του κράτους. Το κράτος προς το 1900 έκανε κάποιες προσπάθειες να αντιστρέψει την παρακμή. Ξεσπούν διάφορες λαϊκές εξεγέρσεις που καταστέλλονται από τις συντηρητικές δυνάμεις, όπως η εξέγερση των Μπόξερ το 1900. Τελικά οι διάφορες επαναστατικές τάσεις ενώθηκαν και ίδρυσαν το Κουομιντάνγκ. Το 1912 καταλύεται η αυτοκρατορία κι η χώρα ανακηρύσσεται δημοκρατία στις 12 Μαρτίου στην πόλη Ναντζίνγκ με πρόεδρο τον Σουν Γιατ Σεν.
Παράλληλα, στην Κίνα υπήρχαν διάφοροι τοπικοί κυβερνήτες, οι οποίοι εξουσίαζαν μια ορισμένη περιοχή ο καθένας και εισέπρατταν τους φόρους για λογαριασμό τους, με ιδιωτικούς στρατούς και που ο καθένας τους προσπαθούσε να επεκτείνει την περιοχή του σε βάρος των άλλων, υποδαυλιζόμενος από τους Ευρωπαίους. Την οξύτητα αυτή σταμάτησε το 1927 ο Τσανγκ Κάι Σεκ, όταν με το Κουομιντάνγκ κατέλαβε την εξουσία.
Η δημιουργία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις 1 Ιανουαρίου 1912 ιδρύθηκε η Δημοκρατία της Κίνας και ο Σουν Γιατ-σεν του Κουομιντάνγκ έγινε προσωρινός πρόεδρος της νέας Κίνας.[71] Στις 12 Φεβρουαρίου 1912, η αντιβασιλέας αυτοκράτειρα Λονγκγιού σφράγισε το διάταγμα παραίτησης για λογαριασμό του 4χρονου Πουγί, του τελευταίου αυτοκράτορα της Κίνας. Η μοναρχία της Κίνας, έλαβε τέλος μετά από 4 χιλιετίες.[72] Τον Μάρτιο του 1912, η προεδρία της χώρας δόθηκε στον Γιουάν Σικάι, έναν πρώην στρατηγό των Τσινγκ, ο οποίος το 1915 αυτοανακηρύχτηκε Αυτοκράτορας της Κίνας. Αντιμετωπίζοντας τη λαϊκή κατακραυγή και την εναντίωση στις κινήσεις του από τον στρατό του Μπεϊγιάνγκ, τον προσωπικό στρατό του Σικάι, ο ίδιος αναγκάστηκε να παραιτηθεί και να επανιδρύσει τη δημοκρατία το 1916.[73]
Μετά τον θάνατο του Σικάι το 1916, η Κίνα κατακερματίστηκε σε αντιμαχόμενες οντότητες. Πολέμαρχοι πολεμούσαν για την εξουσία. Η κυβέρνησή του Πεκίνου ήταν διεθνώς αναγνωρισμένη αλλά στη πραγματικότητα ανίσχυρη. Οι ντόπιοι πολέμαρχοι έλεγχαν το μεγαλύτερο μέρος της Κίνας.[74][75] Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, το Κουομιντάνγκ, υπό την ηγεσία του Τσιάνγκ Τσιεσί (Τσιάνγκ Κάι-σεκ), τον τότε Διευθυντή της Στρατιωτικής Ακαδημίας της Δημοκρατίας της Κίνας, κατάφερε να επανενώσει τη χώρα υπό τον έλεγχό του με μια σειρά επιδέξιων στρατιωτικών και πολιτικών ελιγμών, τη λεγόμενη Βόρεια αποστολή.[76][77] Το Κουομιντάνγκ μετέφερε την πρωτεύουσα της Κίνας στη Ναντσίνγκ και εφάρμοσε το σύστημα της «πολιτικής κηδεμονίας», ένα ενδιάμεσο στάδιο πολιτικής ανάπτυξης, το οποίο περιέγραφε στο δόγμα Σανμίν ο Γιατ-σεν, με στόχο τη μετατροπή της Κίνας σε ένα σύγχρονο δημοκρατικό κράτος.[78] Ειδικά μετά το 1927 ο πολιτικός διχασμός στην Κίνα κατέστησε δύσκολο για τον Τσιάνγκ να πολεμήσει τον κομμουνιστικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό, ο οποίος αποτελούσε πλέον την παράταξη εναντίον της οποίας πολεμούσε το Κουομιντάνγκ, το κόμμα του Γιατ-σεν και του Κάι-σεκ, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στη Κίνα. Αυτός ο πόλεμος συνεχίστηκε με επιτυχία για το Κουομιντάνγκ, ειδικά μετά την υποχώρηση του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού κατά τη Μεγάλη Πορεία, έως ότου η ιαπωνική επίθεση και το περιστατικό της Σιάν του 1936 ανάγκασαν τον Τσιάνγκ να στρέψει την προσοχή του στην Αυτοκρατορική Ιαπωνία.[79]
Οι Ιάπωνες, εκμεταλλευόμενοι τις αδυναμίες της κινεζικής κυβέρνησης, όπως δηλώθηκαν παραπάνω, εισέβαλαν στη Μαντζουρία το 1931 και ίδρυσαν το κράτος του Μαντσουκούο. Η ηγεσία του Κουομιντάνγκ, αντί να οργανώσει την αντίσταση της χώρας, στράφηκε εναντίον των οπαδών του Μάο Τσε Τουνγκ και έτσι επήλθε η διάσπαση του Κουομιντάνγκ. Τελικά οι Ιάπωνες, το 1937, κατέλαβαν ολόκληρο το βόρειο τμήμα της χώρας. Στο διάστημα μεταξύ του 1937 και του 1942 έγιναν πολλές προσπάθειες να ενωθούν τα δύο κινήματα του Κουομιντάνγκ και εκείνου στο οποίο είχε την ηγεσία το κομμουνιστικό κόμμα, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Ο Β΄ Σινοϊαπωνικός Πόλεμος (1937-1945), ένα θέατρο επιχειρήσεων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οδήγησε σε μια αναγκαστική συμμαχία μεταξύ του Κουομιντάνγκ και των Κομμουνιστών. Οι ιαπωνικές δυνάμεις διέπραξαν πολυάριθμες πολεμικές θηριωδίες κατά του άμαχου πληθυσμού. Συνολικά, 20 εκατομμύρια Κινέζοι άμαχοι έχασαν τη ζωή τους.[80] Υπολογίζεται ότι 40.000 με 300.000 Κινέζοι κάτοικοι της Ναντσίνγκ σφαγιάστηκαν κατά τη διάρκεια της ιαπωνικής κατοχής.[81] Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η Κίνα, μαζί με το Ηνωμένο Βασίλειο, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Σοβιετική Ένωση, απέκτησε το καθεστώς του «καταπιστευματοδόχου των ισχυρών δυνάμεων»[82] και αναγνωρίστηκε σαν μέρος των «Μεγάλων Τεσσάρων Δυνάμεων» στη Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών.[83][84] Μαζί με τις υπόλοιπες τρεις μεγάλες δυνάμεις, η Κίνα ανήκε στους τέσσερις μεγάλους Συμμάχους του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η Κίνα θεωρείται μεγάλη νικήτρια του πολέμου με τη Βρετανία, τη Σοβιετική Ένωση και τις ΗΠΑ.[85][86]
Μετά την παράδοση της Ιαπωνίας το 1945, η Ταϊβάν, συμπεριλαμβανομένων των νησιών Πενγκχού, επεστράφη στη Κίνα. Ωστόσο, η εγκυρότητα της παράδοσης της Ταϊβάν στη Κίνα είναι αμφιλεγόμενη, καθώς αμφισβητείται το γεγονός ότι η Ταϊβάν μεταβιβάστηκε νόμιμα και ότι η Κίνα είναι νόμιμος αποδέκτης του νησιού της Ταϊβάν. Η νομική διαφωνία για την παράδοση του νησιού προήλθε από τα πολύπλοκα ζητήματα που δημιούργησε ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκαν οι διεθνείς δυνάμεις το θέμα της παράδοσης της Ιαπωνίας, με αποτέλεσμα το πολιτικό καθεστώς της Ταϊβάν να παραμείνει άλυτο, διαφορά η οποία αποτελεί ένα σημείο ανάφλεξης για ένα πιθανό πόλεμο μεταξύ Κίνας και Ταϊβάν. Η Κίνα νίκησε, αλλά υπέστη μεγάλες καταστροφές από τον πόλεμο και είχε εξαντληθεί οικονομικά. Η συνεχιζόμενη διαφωνία για την εξουσία μεταξύ του Κουομιντάνγκ και των κομμουνιστών οδήγησε στην επανέναρξη του εμφυλίου πολέμου. Η Κίνα εισήγαγε καθεστώς συνταγματικής διακυβέρνησης το 1947, αλλά λόγω της συνεχιζόμενης αναταραχής, πολλές διατάξεις του συντάγματος της ΔτΚ (ΔτΚ = Δημοκρατία της Κίνας) δεν εφαρμόστηκαν ποτέ στην ηπειρωτική Κίνα.[87]
Το 1946 οδηγήθηκαν σε σύγκρουση. Ο Κινεζικός Εμφύλιος Πόλεμος τέλειωσε το 1949 με τη νίκη του Μάο Τσε Τουνγκ, ενώ ο Τσάνγκ Κάι Σεκ με τους υποστηρικτές του πέρασε στο νησί Ταϊβάν. Εκεί εγκατέστησε την εξόριστη Δημοκρατία της Κίνας και συνέχισε να διεκδικεί τον τίτλο του αποκλειστικού νόμιμου εκπροσώπου της Κίνας, με απώτερο σκοπό να επανέλθει δια των όπλων στην ηπειρωτική Κίνα και να καταλύσει το κομμουνιστικό καθεστώς. Το ΚΚΚ υπό τον Μάο από την άλλη ίδρυσε την Λαοκρατική Δημοκρατία της Κίνας, που σταδιακά αναγνωρίστηκε διεθνώς ως το μοναδικό κινεζικό κράτος και έγινε μέλος του ΟΗΕ. Η εφαρμογή της μαοϊκής σκέψης στην Κίνα μπορεί να ήταν υπεύθυνη για πάνω από 70 εκατομμύρια θανάτους κατά τη διάρκεια ειρήνης,[88][89] με το Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός, την Αντιδεξιά Εκστρατεία του 1957-1958[90] και την Πολιτιστική Επανάσταση.
Συγκρότηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πριν από την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας, το ΚΚΚ είχε ανακηρύξει την ίδρυση της Κινεζικής Σοβιετικής Δημοκρατίας, τον πρόδρομο της ΛΔΚ, τον Νοέμβριο του 1931 στο Ρουεϊτσίν του Τσιανγκσί. Το Σοβιέτ του Τσιανγκσί εξολοθρεύτηκε από τους στρατούς της ΔτΚ το 1934 και η έδρα του Σοβιέτ μεταφέρθηκε στο Γιανάν στην επαρχία Σαανσί όπου ολοκληρώθηκε η Μεγάλη Πορεία το 1935.[91] Το Γιανάν απετέλεσε βάση των κομμουνιστών μέχρι το τέλος του εμφυλίου πολέμου το 1949. Στη συνέχεια, το ΚΚΚ απέκτησε τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους της ηπειρωτικής Κίνας και η ηγεσία του Κουομιντάνγκ διέφυγε στην Ταϊβάν μαζί με ακολούθους, στρατιώτες και υποστηρικτές της. Η ΔτΚ διατήρησε υπό τον έλεγχο της την Ταϊβάν, τη Χαϊνάν (έως το 1950) και τα γύρω νησιά.
Την 1η Οκτωβρίου 1949, ο Πρόεδρος του ΚΚΚ Μάο Τσετούνγκ κήρυξε επίσημα την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας στην τελετή ίδρυσης του νέου κράτους, ενώ επέβλεψε την εναρκτήρια στρατιωτική παρέλαση στην πλατεία Τιενανμέν, στο Πεκίνο.[92][93] Το 1950, ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός κατέλαβε τη Χαϊνάν από τη ΔτΚ[94] και ενσωμάτωσε το Θιβέτ το επόμενο έτος.[95] Ωστόσο, οι εναπομείνασες δυνάμεις του Κουομιντάνγκ στη Κίνα συνέχισαν να διεξάγουν εξεγέρσεις στη δυτική Κίνα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950.[96]
Η κυβέρνηση της ΛΔ Κίνας ενίσχυσε τη δημοτικότητά της στους αγρότες με την αναδιανομή των αγροτικών εκτάσεων και την εκτέλεση 1 με 2 εκατομμυρίων γαιοκτημόνων.[97] Η Κίνα ανέπτυξε ισχυρή βιομηχανία και δημιούργησε δικά της πυρηνικά όπλα.[98] Ο πληθυσμός της Κίνας αυξήθηκε σημαντικά. Από εκεί που βρισκόταν περίπου 450 εκατομμύρια άτομα το 1950 (κατ' εκτίμηση),[99] στην πρώτη επίσημη απογραφή 1975 είχε ανέβει στα 787 εκατομμύρια. Ωστόσο, το Μεγάλο Άλμα προς τα εμπρός, το οποίο αποσκοπούσε στην επιβολή ενός πολύ μεγάλου πακέτου κοινωνικών μεταρρυθμίσεων στη Κίνα, οδήγησε περισσότερα από 15 εκατομμύρια ανθρώπους στον θάνατο σε τρία χρόνια (την περίοδο 1959-61), κυρίως από την πείνα.[100] Το 1966, ο Μάο και οι σύμμαχοί του ξεκίνησαν την Πολιτιστική Επανάσταση. Η Πολιτιστική Επανάσταση ήταν μια δεκαετία πολιτικών διώξεων και κοινωνικής αναταραχής. Η Πολιτιστική Επανάσταση έληξε το 1976 με τον θάνατο του Μάο. Τον Οκτώβριο του 1971, η ΛΔΚ έγινε ο εκπρόσωπος της Κίνας στα Ηνωμένα Έθνη και παράλληλα, απέκτησε θέση μόνιμου μέλους στο Συμβούλιο Ασφαλείας.[101] Η μεταφορά του καθεστώτος του εκπροσώπου της Κίνας από τη ΔτΚ στη ΛΔ Κίνας οδήγησε στη δημιουργία ενός νέου πολιτικού προβλήματος, αυτό του πολιτικού καθεστώτος της Ταϊβάν, αλλά και το ζήτημα των δύο Κινών.
Η πολιτική σύγκρουση με την Ε.Σ.Σ.Δ.
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]«Όπως όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί στη φύση και την κοινωνία, έτσι και το διεθνές εργατικό κίνημα τείνει κι αυτό να διχοτομηθεί». Με αυτή την ιδιόμορφα φιλοσοφική διάθεση η Λαϊκή Ημερησία του Πεκίνου, δημοσιογραφικό όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, επισημοποίησε στις 4 Φεβρουαρίου του 1964, το πολιτικό διαζύγιο μεταξύ Κίνας και Ε.Σ.Σ.Δ., δίνοντας εμμέσως πλην σαφώς το σύνθημα για τη διάσπαση των κομμουνιστικών κομμάτων σε σοβιετόφιλα και κινεζόφιλα. Η δραματική αυτή εξέλιξη, πέρα από το τεράστιο ιδεολογικό και συναισθηματικό της φορτίο για τους κομμουνιστές, επηρέασε άμεσα τους διεθνείς συσχετισμούς, τροποποιώντας ριζικά την παγκόσμια πολιτική γεωγραφία.
Δεν επρόκειτο για κεραυνό εν αιθρία. Τα απειλητικά σύννεφα στις σχέσεις των δύο χωρών συσσωρεύονταν αργά αλλά επίμονα, αρχής γενομένης από το 20ό συνέδριο του Κ.Κ.Σ.Ε. το 1956, όπου ο Νικίτα Χρουστσόφ, προς μεγάλη δυσφορία της κινεζικής ηγεσίας, προκάλεσε τρομερό σοκ στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα, με την περίφημη «μυστική έκθεση» για τη σταλινική προσωπολατρία. Ήδη από το 1958 ο Μάο Τσε Τουνγκ, με τη νέα πολιτική γραμμή των «τριών κόκκινων σημαιών» (Μεγάλο Άλμα - Λαϊκές Κομμούνες - Γενική Γραμμή), είχε κάνει σαφές ότι το Πεκίνο εννοεί στο εξής να στηρίζεται κυρίως στις δικές του δυνάμεις σε ό,τι αφορά την οικονομική ανάπτυξη της χώρας και να έχει τη δική του φωνή στις διεθνείς υποθέσεις. Η λανθάνουσα κρίση στις σινοσοβιετικές σχέσεις εισήλθε σε τροχιά έντασης τον Ιούλιο του 1963, με την αποτυχία των συνομιλιών μεταξύ αντιπροσωπειών των δύο κομμάτων στη Μόσχα και την κατηγορηματική αντίθεση των Κινέζων στην πρόταση των Σοβιετικών περί νέας διεθνούς διάσκεψης των κομμουνιστικών κομμάτων.
Το άρθρο της Λαϊκής Ημερησίας αποτέλεσε αιτία διαμάχης (casus belli) για το Κρεμλίνο, το οποίο εγκατέλειψε τη μέχρι τότε συμφιλιωτική - κατευναστική πολιτική του και πέρασε στην αντεπίθεση. Αυτός που απάντησε ήταν ο επί των ιδεολογικών υπεύθυνος του ΚΚΣΕ Μιχαήλ Σουσλόφ, κύριος εισηγητής στην κρίσιμη σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής για το σχίσμα που συγκλόνιζε το κομμουνιστικό στρατόπεδο. Με την εισήγησή του, ο Σουσλόφ καταλόγισε στο Πεκίνο διασπαστικές προθέσεις, ηγεμονικές βλέψεις και πολιτικό τυχοδιωκτισμό, καταδίκασε τη λεγόμενη «Σκέψη του Μάο» ως παρέκκλιση από το Μαρξισμό-Λενινισμό και εκδήλωση νοσηρής προσωπολατρίας και εισηγήθηκε τη διαγραφή των Γκεόργκι Μαλενκόφ - Βιατσεσλάβ Μόλοτοφ - Λάζαρ Καγκάνοβιτς από το Κ.Κ.Σ.Ε., υπονοώντας σαφώς ότι κινούνταν με παρασκηνιακή υποστήριξη του Πεκίνου προς την κατεύθυνση ενός φιλομαοϊκού-φιλοσταλινικού πραξικοπήματος.
Οι εκατέρωθεν ανταλλαγές ιδεολογικών πυρών τους επόμενους μήνες συχνά εκφυλίζονταν σε καυστικές ειρωνείες ή και ανοιχτές ύβρεις μέσα από τις σελίδες των δημοσιογραφικών οργάνων των δύο κομμουνιστικών κομμάτων. Ένα γράμμα της Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ.Κ. προς τη σοβιετική ηγεσία στις 29 Φεβρουαρίου, αφού κατήγγειλε το Κρεμλίνο για «ύπουλη διπρόσωπη τακτική», έθεσε, πρώτη φορά, επίσημα ζήτημα αναθεώρησης των σινοσοβιετικών συνόρων[102].
Σε ένα τέτοιο κλίμα δεν είναι περίεργο που μία μεσολαβητική προσπάθεια, τον Μάρτιο, αντιπροσωπείας του Κ. Κ. Ρουμανίας, με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Ίον Μάουρερ, κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία. Πολύ σύντομα, οι διαφορές μεταξύ των δύο ανταγωνιστικών, πλέον, πόλων του παγκόσμιου κομμουνισμού κωδικοποιήθηκαν στην κομματική «αργκό»: οι Σοβιετικοί κατηγόρησαν τους Κινέζους για «αριστερισμό, σεχταρισμό, φραξιονισμό και βολονταρισμό» και οι Κινέζοι εγκάλεσαν τους Σοβιετικούς για «ρεβιζιονισμό, κρυπτοτροτσκισμό, οπορτουνισμό και σοσιαλιμπεριαλισμό». Πολύ συχνά, όμως, η αντιπαράθεση εκτραχηλιζόταν πέρα από κάθε ιδεολογικό ή πολιτικό όριο και έπεφτε στο επίπεδο των εμπαθών προσωπικών επιθέσεων, όπως συνέβη π.χ. με άρθρο της Λαϊκής Ημερησίας στις 31 Μαρτίου του 1964, όπου μεταξύ άλλων αναφέρθηκε για τον Νικίτα Χρουστσόφ: «Είναι ο μεγαλύτερος γελωτοποιός της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής... Οι σύντροφοι του ΚΚΣΕ πρέπει να τον ανατρέψουν το συντομότερο και να τον πετάξουν στον σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας... Η κυριότερη συμβολή του στον πολιτικό λόγο είναι να χτυπάει το τραπέζι, να δείχνει τις γροθιές του, να βαράει τα πόδια του και να τρίζει τα δόντια».
Δεν επρόκειτο απλά και μόνο για μία προσωπική βεντέτα Χρουστσόφ - Μάο ή, έστω, για μία φορτισμένη ιδεολογική διαμάχη μεταξύ διαφορετικών δογματικών αιρέσεων. Πίσω από τις αντιπαραθέσεις περί «δικτατορίας του προλεταριάτου ή παλλαϊκού κράτους», «ειρηνικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό ή λαϊκού επαναστατικού πολέμου», «παγκόσμιας αντίθεσης σοσιαλισμού-καπιταλισμού ή Βορρά - Νότου» κρυβόταν ο πολύ σοβαρότερος ανταγωνισμός των κρατικών συμφερόντων των δύο γιγαντιαίων χωρών. Ένας ανταγωνισμός που σύντομα οδήγησε στη διάσπαση μίας σειράς κομμουνιστικών κομμάτων στη Δυτική Ευρώπη και τον Τρίτο Κόσμο και πήρε οξύτερη μορφή στις προσπάθειες προσεταιρισμού κυβερνήσεων και εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων της περιφέρειας, όπου οι κινεζόφιλες τάσεις ήταν πιο ισχυρές. Αντίθετα, στην Ανατολική Ευρώπη η επίδραση του Μαοϊσμού αποδείχθηκε πολύ περιορισμένη έως ανύπαρκτη -βοηθουσών και των απαραίτητων εσωκομματικών εκκαθαρίσεων.
Η σινοσοβιετική διένεξη έφτασε στο χείλος της στρατιωτικής σύγκρουσης τον χειμώνα του 1964, με τη συγκέντρωση στρατευμάτων των δύο χωρών στα σύνορα της κινεζικής επαρχίας Σινκιάνγκ με τις Σοβιετικές Δημοκρατίες του Τατζικιστάν, της Κιργιζίας και του Καζακστάν, όπως επίσης και στις όχθες του ποταμού Αμούρ-Ουσούρι. Η ανθρωπότητα, που ζούσε στον πυρετό του ψυχρού πολέμου μεταξύ Ανατολής και Δύσης, παρακολουθούσε έκπληκτη το ενδεχόμενο ενός θερμού πολέμου μεταξύ δύο κομμουνιστών γειτόνων.
Κάποια ύφεση στις σχέσεις Μόσχας-Πεκίνου επήλθε τον Οκτώβριο του 1964, μετά την απομάκρυνση του Νικίτα Χρουστσόφ από την εξουσία. Η υπό τον Λεονίντ Μπρέζνιεφ νέα ηγεσία του Κρεμλίνου προχώρησε σε ορισμένες χειρονομίες καλής θέλησης προς τον Μάο, απευθύνοντας στο Κ.Κ.Κ. πρόσκληση για διαβουλεύσεις με στόχο τη γεφύρωση των διαφορών και επιρρίπτοντας στον Χρουστσόφ μέρος των ευθυνών για την επελθούσα ρήξη. Οι ελπίδες για την αποκατάσταση της βαριάς τραυματισμένης κομμουνιστικής ενότητας κορυφώθηκε το Νοέμβριο του 1964, κατά την επίσημη επίσκεψη του πρωθυπουργού Τσου Εν Λάι στη Μόσχα, στην επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης. Διαψεύστηκαν όμως αμέσως μετά την ατελέσφορη κατάληξη των διμερών συνομιλιών. Το τέλος του 1964 βρήκε τη Λαϊκή Ημερησία να εγκαλεί τη νέα σοβιετική ηγεσία για «Χρουστσοφισμό χωρίς Χρουστσόφ», ενώ στον βεβαρημένο ουρανό των σινοσοβιετικών σχέσεων ήρθε να εγκατασταθεί και το εφιαλτικό πυρηνικό μανιτάρι, ύστερα από την πρώτη επιτυχή πυρηνική δοκιμή του Πεκίνου.[103]
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Τσου Εν Λάι συμμετείχε σε εξαιρετικά λεπτές και μυστικές διπλωματικές επαφές με τις Ηνωμένες Πολιτείες και ο Μάο συμφώνησε σε μία μυστική επίσκεψη στο Πεκίνο από τον σύμβουλο εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ τον Ιούλιο του 1971. Αυτή η επίσκεψη ήταν ένα από τα πιο δραματικά γεγονότα της εποχής του Ψυχρού Πολέμου και έθεσε τις βάσεις για το ταξίδι του Προέδρου των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον στην Κίνα τον Φεβρουάριο του 1972 (η συνάντηση των δύο ηγετών έγινε στις 21 Φεβρουαρίου[104]). Σε μία εποχή που ο πόλεμος του Βιετνάμ συνεχιζόταν ακατάπαυστα, η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες έκαναν σημαντικά βήματα προς τη μείωση του αμοιβαίου ανταγωνισμού τους απέναντι στη σοβιετική απειλή.[105] Ειδικοί αναλυτές χαρακτήρισαν εκείνη την επίσκεψη του Αμερικανού Προέδρου απαρχή μιας πολυεπίπεδης διμερούς συμφωνίας, μίας προσέγγισης ανέλπιστης, η οποία άλλαξε τον κόσμο τις επόμενες δεκαετίες. Οι μετέπειτα σινοσοβιετικές σχέσεις ουδέποτε αποκαταστάθηκαν, ενώ σε πολιτικό επίπεδο αρχικά και οικονομικό μεταγενέστερα η σινοαμερικανική «συνύπαρξη» στην παγκόσμια πολιτικοοικονομική ισορροπία δεν διαταράχθηκε, ούτε ακόμα και από τη γιγάντωση της Κίνας που σταδιακά ακολούθησε τις επόμενες δεκαετίες.[104]
Η Κίνα μετά τον Μάο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά το θάνατο του Μάο, ο Χουά Γκουοφένγκ ανέλαβε την εξουσία και συνέλαβε τη «Συμμορία των Τεσσάρων», θεωρώντας την υπεύθυνη για τις υπερβολές της Πολιτιστικής Επανάστασης.[106] Η οικονομική και πολιτιστική μεταρρύθμιση ήρθε με τον Ντενγκ Σιαοπίνγκ, μια περίοδος που έμεινε γνωστή ως άνοιγμα της Κίνας και ξεκίνησε την ταχύτατη άνοδο της Κίνας στη διεθνή σκηνή. Ο Ντενγκ ανέλαβε κεντρικό ρόλο στην εξουσία το 1978 και θέσπισε σημαντικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Το ΚΚΚ διέλυσε σταδιακά τις κομμούνες υπέρ της εργασίας των ανθρώπων στο νοικοκυριό τους. Η Κίνα άρχισε να αλλάζει, και από μια σχεδιασμένη οικονομία, σταδιακά μεταμορφώθηκε σε μικτή οικονομία.[107] Χωρίς λεπτομερείς πληροφορίες για την οικονομία, οι ηγέτες υιοθέτησαν ένα υπερβολικά φιλόδοξο 10ετές πρόγραμμα στις αρχές του 1978 και χρησιμοποίησαν τους πόρους της κυβέρνησης στο όριο καθ' όλη τη διάρκεια του έτους για να αυξήσουν τις επενδύσεις και να επιτύχουν ταχεία οικονομική ανάπτυξη.[108] Η χώρα υιοθέτησε το ισχύον σύνταγμά της στις 4 Δεκεμβρίου 1982. Το 1982 έγινε η δεύτερη επίσημη απογραφή και ο συνολικός πληθυσμός της χώρας ήταν 1.008.175.288 με αναλογία ανδρών προς γυναικών 106,3:100. Πάνω από το 60% του πληθυσμού γεννήθηκε μετά το 1949.[99] Η μεγάλη αύξηση του πληθυσμού σε σύγκριση με την προηγούμενη απογραφή οδήγησε σε μέτρα ελέγχου των γεννήσεων.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, η Κίνα βρισκόταν σε μεταβατικό στάδιο, με βασικά στοιχεία του προηγούμενου συστήματος να τίθενται υπό αμφισβήτηση, ενώ η τελική ισορροπία που θα επιτυγχανόταν παρέμενε ασαφής ακόμη και για τους κορυφαίους συμμετέχοντες. Το μεταρρυθμιστικό κίνημα άρχισε να επιταχύνεται το 1985. Η χρηματοπιστωτική αποκέντρωση και το σύστημα των δύο τιμών σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες προκάλεσαν τον πληθωρισμό και ενθαρρύνουν τη διαφθορά. Ο πληθυσμός της χώρας, άρχισε να γίνεται περισσότερο εκτεθειμένος σε ξένες ιδέες και πρότυπα διαβίωσης και άσκησε πίεση στην κυβέρνηση να επιταχύνει τον ρυθμό αλλαγής εντός της χώρας. Αυτές οι δυνάμεις προκάλεσαν ανοικτή αναταραχή στη χώρα, αρχικά στα τέλη του 1986.[108] Το 1989, η καταστολή των φοιτητικών διαδηλώσεων στην πλατεία Τιενανμέν οδήγησε πολλές χώρες να καταδικάσουν, αλλά και να επιβάλλουν κυρώσεις εναντίον της κινεζικής κυβέρνησης για την αντιμετώπιση των διαδηλωτών από μέρους της.[109]
Τη δεκαετία του 1990 την ηγεσία της Κίνας ανέλαβαν οι Τσιάνγκ Τσεμίν και Λι Πενγκ. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, 150 εκατομμύρια αγρότες διέφυγαν από τη φτώχεια και η οικονομία αναπτύχθηκε κατά μέσο όρο 11,2% ετησίως.[110] Το βρετανικό Χονγκ Κονγκ και το πορτογαλικό Μακάο επεστράφησαν στη Κίνα το 1997 και το 1999 αντίστοιχα. Το Χονγκ Κονγκ και το Μακάο αποτελούν ειδικές διοικητικές περιφέρειες της Κίνας, οι οποίες τελούν υπό το καθεστώς της πολιτικής αυτονομίας από την Κίνα (βλέπε Μία χώρα, δύο συστήματα). Η χώρα έγινε μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου το 2001. Η χώρα διατήρησε υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης υπό την ηγεσία των Χου Τσιντάο και Ουέν Τσιανπάο τη δεκαετία του 2000. Ωστόσο, η γρήγορη οικονομική ανάπτυξη επηρέασε επηρέασε αρνητικά τους πόρους και το περιβάλλον της χώρας,[111][112] με αποτέλεσμα τον εκτοπισμό εκατομμυρίων Κινέζων.[113][114]
Ο γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας Σι Τσινπίνγκ κυβερνά τη Κίνα από το 2012. Έχει πραγματοποιήσει μεγάλης κλίμακας μεταρρυθμίσεις με σκοπό τη μεταρρύθμιση της κινεζικής οικονομίας,[115][116] (η οποία υποφέρει από διαρθρωτικές αστάθειες και επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης),[117][118][119] έχει καταργήσει την πολιτική ενός παιδιού. Παράλληλα, επί Σι, το ποινικό σύστημα έχει μεταρρυθμιστεί[120], και το κράτος έχει αναλάβει μια μεγάλης κλίμακας εκστρατεία κατά της διαφθοράς.[121] Το 2013, η Κίνα εγκαινίασε τη πρωτοβουλία μιας ζώνης και ενός δρόμου, ένα παγκόσμιο επενδυτικό πρόγραμμα με στόχο την ανάπτυξη των υποδομών παγκοσμίως.[122]
Η παγκόσμια πανδημία του κορονοϊού του 2019 ξεκίνησε στη Γουχάν της κεντρικής Κίνας τον Δεκέμβριο του 2019.[123] Η Κινεζική κυβέρνηση είναι μια από τις λίγες χώρες που ακολουθούν την πολιτική μηδενικής ανοχής στον κορονοϊό.[124] Η οικονομία της χώρας συνέχισε να ανακάμπτει και να διευρύνεται μετά από μια βραχύβια ύφεση στις αρχές της δεκαετίας του 2020 λόγω της πανδημίας. Η Κίνα δημιουργεί σταθερά νέες θέσεις εργασίας και το διεθνές εμπόριο αυξάνεται με επίπεδα ρεκόρ, αν και η λιανική κατανάλωση έχει ανακάμψει με ρυθμό χαμηλότερο από το προβλεπόμενο.[125][126]
Την 1η Ιουλίου 2021, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας γιόρτασε την 100ή επέτειο της ίδρυσης του ΚΚΚ (είναι η πρώτη από τις λεγόμενες δύο εκατονταετηρίδες) με μια τεράστια συγκέντρωση στην πλατεία Τιενανμέν. Το Εθνικό Στάδιο της Κίνας στο Πεκίνο φιλοξένησε ένα μεγάλο καλλιτεχνικό δρώμενο ειδικά για την επέτειο.[127]
Σήμερα η Κίνα είναι μια ανεπτυγμένη χώρα, η οποία σημειώνει εντυπωσιακή πρόοδο σε όλους τους τομείς, ενώ το πολιτικό-οικονομικό της σύστημα (σε κομμουνιστικό καθεστώς) διαφέρει σημαντικά από το καθεστώς που υπήρχε παλαιότερα στη Σοβιετική Ένωση, αναπτύσσοντας οικονομικές δομές οι οποίες οδηγούν με σαφήνεια προς τον καπιταλισμό σε μονοκομματικό κράτος. Η Κίνα αναμένεται να γίνει η πρώτη οικονομία στον κόσμο το 2028 και η διεθνής της επιρροή αυξάνεται ταχύτατα, τόσο στον οικονομικό όσο και τον πολιτικό τομέα. Πάντως, τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτελούν τομέα αυξανόμενης κριτικής για την Κίνα σήμερα (βλέπε Γενοκτονία των Ουιγούρων, Ανθρώπινα δικαιώματα στην Κίνα).
Γεωγραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το τοπίο της Κίνας είναι τέτοιο που ποικίλει πολύ. Υπάρχουν έρημοι στον άνυδρο βορρά όπως οι έρημοι Γκόμπι και Τακλαμακάν και υποτροπικά δάση στον πιο υγρό νότο. Τα Ιμαλάια, το Καρακοράμ, τα όρη Παμίρ και τα όρη Τιάν Σαν χωρίζουν την Κίνα από μεγάλο μέρος της Νότιας και Κεντρικής Ασίας. Οι ποταμοί Γιανγκτσέ και Χουάνγκ Χε, ο τρίτος και ο έκτος μεγαλύτερος στον κόσμο, αντίστοιχα, πηγάζουν στο Θιβετιανό Οροπέδιο και εκβάλλουν στην πυκνοκατοικημένη ανατολική Κίνα. Η ακτογραμμή της Κίνας κατά μήκος του Ειρηνικού Ωκεανού φτάνει τα 14.500 χιλιόμετρα. Βρέχεται από τη θάλασσα Μποχάι, την Κίτρινη θάλασσα, αλλά και τις θάλασσες Ανατολικής Κίνας και Νότιας Κίνας. Η Κίνα συνδέεται με την ευρασιατική στέπα μέσω των συνόρων της με το Καζακστάν στα δυτικά. Η ευρασιατική στέπα αποτελεί το κύριο κομμάτι της Διαδρομής της Στέπας, η οποία έχει αποτελέσει μια πολύ σημαντική οδό επικοινωνίας μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Ήταν ο πρόγονος του Δρόμου του Μεταξιού.
Η Κίνα είναι μια πολύ μεγάλη χώρα. Εκτείνεται από τον 18ο έως 54ο βόρειο παράλληλο και από τον 73ο έως τον 135ο ανατολικό μεσημβρινό. Το γεωγραφικό κέντρο της Κίνας βρίσκεται στις συντεταγμένες 35.844694 Β 103.452083 Α. Η τεράστια επικράτεια της Κίνας χαρακτηρίζεται από ποικιλομορφία στα τοπία. Στα ανατολικά, κατά μήκος των ακτών της Κίτρινης Θάλασσας και της Θάλασσας της Ανατολικής Κίνας, υπάρχουν εκτεταμένες και πυκνοκατοικημένες αλλούβιες πεδιάδες, ενώ στις παρυφές του οροπεδίου της Εσωτερικής Μογγολίας στα βόρεια, κυριαρχούν τα λιβάδια που καταλαμβάνουν μια τεράστια έκταση. Η Νότια Κίνα κυριαρχείται από λόφους και χαμηλές οροσειρές, ενώ η κεντροανατολική Κίνα φιλοξενεί τα δέλτα των δύο μεγάλων ποταμών της Κίνας, του Χουάνγκ Χε (Κίτρινος Ποταμός) και του Ποταμού Γιανγκτσέ. Ο ποταμός Σι είναι ένας άλλος μεγάλος ποταμός στη Κίνα. Κινεζικό έδαφος διασχίζει επίσης ο Μεκόνγκ, ο Βραχμαπούτρας και ο Αμούρ μεταξύ άλλων. Στα δυτικά βρίσκονται μεγάλες οροσειρές όπως τα Ιμαλάια. Τα ψηλά οροπέδια αποτελούν κεντρικό χαρακτηριστικό των ανύδρων τοπίων του βορρά. Στο βορρά υπάρχει η έρημος Τακλαμακάν και η έρημος Γκόμπι. Το Θιβέτ είναι ξηρό με πολλές λίμνες που προέκυψαν από το λιώσιμο των παγετώνων μετά την τελευταία εποχή των παγετώνων. Το υψηλότερο σημείο του κόσμου, το όρος Τσομολούνγκμα (σε υψόμετρο 8.848 μέτρων), βρίσκεται στα σύνορα της Κίνας με το Νεπάλ.[128] Το χαμηλότερο σημείο της χώρας και το τρίτο χαμηλότερο στον κόσμο είναι η αποξηραμένη κοίτη της λίμνης Αϊντίνγκ (σε υψόμετρο 154 μέτρων κάτω από τη στάθμη της θάλασσας) η οποία βρίσκεται στο βύθισμα Τουρπάν.[129]
Κλίμα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το κλίμα της Κίνας κυριαρχείται κυρίως από τις εποχές της ξηρασίας τον χειμώνα και τους υγρούς μουσώνες, οδηγώντας σε έντονες διαφορές θερμοκρασίας και βροχοπτώσεων μεταξύ χειμώνα και καλοκαιριού. Το χειμώνα, οι βόρειοι άνεμοι που πνέουν από περιοχές που βρίσκονται σε υψηλά γεωγραφικά πλάτη είναι ψυχροί και ξηροί, ενώ το καλοκαίρι, οι νότιοι άνεμοι που πνέουν από τις παράκτιες περιοχές σε χαμηλότερα γεωγραφικά πλάτη είναι ζεστοί και υγροί. Έτσι υπάρχουν βροχές και τυφώνες στη νότια Κίνα το καλοκαίρι, ενώ κάποιες βροχοπτώσεις υπάρχουν ακόμη και στον βορρά, ο οποίος είναι κάπως θερμός και με μερικές βροχοπτώσεις το καλοκαίρι, αλλά πολύ ψυχρός τον χειμώνα και συχνές χιονοπτώσεις.[130]
Ένα σημαντικό περιβαλλοντικό ζήτημα στην Κίνα είναι η συνεχής επέκταση των ερήμων, ιδιαίτερα της Γκόμπι.[131][132] Παρά το γεγονός ότι η φύτευση αρκετών δέντρων κοντά σε ερήμους μετά τη δεκαετία του 1970 έχει μειώσει τη συχνότητα των αμμοθυέλλων, η παρατεταμένη ξηρασία, αλλά και οι κακές γεωργικές πρακτικές, οδηγούν στην εκδήλωση σκονοθυελλών που επηρεάζουν τη βόρεια Κίνα κάθε άνοιξη, οι οποίες μετά εξαπλώνονται σε γύρω χώρες της ανατολικής Ασίας όπως η Ιαπωνία και η Κορέα. Το εποπτικό όργανο της Κίνας για τη Κίνα, η Κρατική Υπηρεσία για τη Προστασία του Περιβάλλοντος της Κίνας ανακοίνωσε το 2007 ότι η Κίνα χάνει έως και 4.000 τ.χλμ. το χρόνο από την ερημοποίηση.[133]
Η ποιότητα του νερού, η διάβρωση και ο έλεγχος της ρύπανσης έχουν γίνει σημαντικά ζητήματα στις σχέσεις της Κίνας με άλλες χώρες. Το λιώσιμο των παγετώνων στα Ιμαλάια θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει σε έλλειψη νερού για εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους.[134] Σύμφωνα με ακαδημαϊκούς, προκειμένου να περιοριστεί η κλιματική αλλαγή στην Κίνα και η αύξηση της θερμοκρασίας να φτάσει μόνο μέχρι το όριο των 1,5 βαθμών Κελσίου από τα προβιομηχανικά επίπεδα, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας χωρίς δέσμευση άνθρακα, και γενικά από ορυκτά καύσιμα, στην Κίνα, πρέπει να καταργηθεί σταδιακά σε μια διαδικασία η οποία πρέπει να έχει ολοκληρωθεί έως το 2045.[135]
Τα επίσημα κρατικά στατιστικά στοιχεία σχετικά με την ετήσια παραγωγή αγροτικών προϊόντων της Κίνας θεωρούνται αναξιόπιστα, επειδή συχνά κυβερνητικές υπηρεσίες πληθωρίζουν τα ετήσια επίπεδα παραγωγής.[136][137] Μεγάλο μέρος της Κίνας έχει πολύ κατάλληλο κλίμα για τη στήριξη καλλιεργειών και η χώρα είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός ρυζιού, σιταριού, ντομάτας, μελιτζάνας, σταφυλιού, καρπουζιού, σπανακιού και πολλών άλλων καλλιεργειών στον κόσμο.[138]
Βιοποικιλότητα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Κίνα είναι μία από τις 17 χώρες με πολύ μεγάλη ποικιλία βλάστησης.[139] Ανήκει σε δύο σημαντικές βιογεωγραφικές περιοχές του κόσμου: την Παλαιαρκτική περιοχή και την Ινδομαλαϊκή περιοχή. Σύμφωνα με μια κατάταξη, η Κίνα έχει πάνω από 34.687 είδη ζώων και ανώτερων φυτών. Είναι, σύμφωνα με αυτή τη κατάταξη, η χώρα με τη τρίτη μεγαλύτερη βιοποικιλότητα στον κόσμο, μετά τη Βραζιλία και την Κολομβία. Η χώρα υπέγραψε τη Σύμβαση του Ρίο ντε Τζανέιρο για τη Βιοποικιλότητα στις 11 Ιουνίου 1992 και έγινε συμβαλλόμενο μέρος στη σύμβαση στις 5 Ιανουαρίου 1993.[140] Αργότερα η Κίνα εκπόνησε την κινεζική Εθνική Στρατηγική και Σχέδιο Δράσης για τη Βιοποικιλότητα, ενώ μια αναθεώρηση του κινεζικού σχεδίου εγκρίθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2010.[141]
Η Κίνα φιλοξενεί τουλάχιστον 551 είδη θηλαστικών (ο τρίτος υψηλότερος τέτοιος αριθμός στον κόσμο), 1.221 είδη πουλιών (όγδοος μεγαλύτερος αριθμός στο κόσμο) 424 είδη ερπετών (έβδομος μεγαλύτερος αριθμός στο κόσμο)[142] και 333 είδη αμφίβιων (έβδομος μεγαλύτερος αριθμός στο κόσμο). Η άγρια ζωή στην Κίνα μοιράζεται το ενδιαίτημα της με τον μεγαλύτερο ανθρώπινο πληθυσμό στον κόσμο και επομένως δέχεται μεγάλες πιέσεις από την επέκταση της ανθρώπινης δραστηριότητας στο ενδιαίτημα της. Τουλάχιστον 840 είδη ζώων απειλούνται, είναι ευάλωτα ή κινδυνεύουν με τοπική εξαφάνιση στην Κίνα. Ο λόγος που πολλά ζώα απειλούνται με εξαφάνιση στη Κίνα είναι λόγω της διατάραξης των ενδιαιτημάτων τους από τους ανθρώπους, η ρύπανση, η εκμετάλλευση του κρέατος τους, το κυνήγι τους για τη συλλογή γούνας αλλά και για τη συλλογή συστατικών για την παραδοσιακή κινεζική ιατρική. Η υπό εξαφάνιση άγρια ζωή προστατεύεται από το νόμο. Το 2005 η χώρα είχε πάνω από 2.349 φυσικά καταφύγια, καλύπτοντας μια έκταση περίπου 1.490.000 τ.χλμ., δηλαδή περίπου το 15% της συνολικής έκτασης της Κίνας.[143] Τα άγρια ζώα έχουν δει τους πληθυσμούς τους να εξαφανίζονται ή να συρρικνώνονται στις βασικές γεωργικές περιοχές της ανατολικής και κεντρικής Κίνας, αλλά να έχουν σημαντική παρουσία στον ορεινό νότο και την ορεινή δύση.[144][145] Στις 12 Δεκεμβρίου 2006 επιβεβαιώθηκε ότι το Μπαϊτζί, ένα είδος δελφινιού του Γιανγκτσέ, εξαφανίστηκε.[146]
Η Κίνα έχει πάνω από 32.000 είδη ανώτερων φυτών και φιλοξενεί μια ποικιλία τύπων δασών. Στα βόρεια της χώρας κυριαρχούν τα δάση κωνοφόρων δέντρων, τα οποία φύονται σε ψυχρές περιοχές. Τα κωνοφόρα της βόρειας Κίνας στηρίζουν την ύπαρξη ζώων όπως οι άλκες και η ασιατική μαύρη αρκούδα, ενώ εκεί ζουν πάνω από 120 είδη πουλιών.[147] Το κάτω μέρος των κωνοφόρων δασών που φύονται στις υγρές περιοχές μπορεί να περιέχει ξύλο μπαμπού. Στις ψηλότερες ορεινές περιοχές υπάρχουν δάση αρκεύθου και ιτάμου, ενώ εκεί αντί για μπαμπού υπάρχουν κυρίως ροδόδεντρα. Τα υποτροπικά δάση κυριαρχούν στην κεντρική και νότια Κίνα. Τα υποτροπικά δάση υποστηρίζουν την επιβίωση μιας υψηλής πυκνότητας σε φυτικά είδη, συμπεριλαμβανομένων πολλών σπάνιων ενδημικών φυτών. Τα τροπικά και εποχιακά τροπικά δάση, αν και είναι περιορισμένα στο ορεινό Γιουνάν και το νησί Χαϊνάν, αποτελούν το βιότοπο του ενός τετάρτου όλων των ζωικών και φυτικών ειδών που βρίσκονται στην Κίνα.[147] Η Κίνα έχει πάνω από 10.000 καταγεγραμμένα είδη μυκήτων[148]. Από αυτούς σχεδόν 6.000 είναι ανώτεροι μύκητες.[149]
Περιβάλλον
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η Κίνα υπέφερε από περιβαλλοντική υποβάθμιση και ρύπανση των εδαφών της λόγω του γρήγορου ρυθμού εκβιομηχάνισής των αστικών και όχι μόνο περιοχών της.[150][151] Ενώ οι περιβαλλοντικές νομοθεσίες της Κίνας, όπως ο Νόμος για την Προστασία του Περιβάλλοντος του 1979 είναι αρκετά αυστηροί, η εφαρμογή τους είναι ανεπαρκής, καθώς συχνά η ύπαρξη αλλά και τα οφέλη από την εφαρμογή των σχετικών νόμων αγνοούνται από τις τοπικές κοινότητες και τους κυβερνητικούς αξιωματούχους που προτιμούν τη λύση της ταχείας οικονομικής ανάπτυξης.[152] Στην Κίνα εμφανίζεται ο δεύτερος μεγαλύτερος αριθμός θανάτων το χρόνο λόγω της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, μετά την Ινδία. Περίπου 1 εκατομμύριο θάνατοι το χρόνο οφείλονται τουλάχιστον εν μέρει λόγω της έκθεσης στην ατμοσφαιρική ρύπανση.[153][154] Αν και η Κίνα εκπέμπει τις περισσότερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από οποιαδήποτε άλλη χώρα,[155] εκπέμπει μόνο 8 τόνους διοξειδίου του άνθρακα κατά κεφαλήν, αρκετά πιο κάτω από χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες (που εκπέμπουν 16,1 τόνους διοξειδίου του άνθρακα ανά άτομο), η Αυστραλία (που εκπέμπουν 16.8 τόνους διοξειδίου του άνθρακα ανά άτομο) και η Νότια Κορέα (που εκπέμπουν 13,6 τόνους διοξειδίου του άνθρακα ανά άτομο).[156]
Τα τελευταία χρόνια, η Κίνα έχει περιορίσει την ατμοσφαιρική ρύπανση. Τον Μάρτιο του 2014, ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΚ Σι Τζινπίνγκ «κήρυξε τον πόλεμο» στη ρύπανση κατά τη διάρκεια της έναρξης των εργασιών του Εθνικού Λαϊκού Συνεδρίου.[157] Μετά από εκτεταμένη συζήτηση που διήρκεσε σχεδόν δύο χρόνια, το κοινοβούλιο ενέκρινε νέο νόμο για το περιβάλλον τον Απρίλιο. Ο νέος νόμος εξουσιοδοτεί τις υπηρεσίες επιβολής του περιβαλλοντικού νόμου να έχουν μεγαλύτερη τιμωρητική εξουσία και να μπορούν να επιδικάζουν μεγαλύτερα πρόστιμα, ορίζει περιοχές που απαιτούν πρόσθετη προστασία και δίνει τη δυνατότητα σε ανεξάρτητες περιβαλλοντικές ομάδες να δραστηριοποιούνται πιο ελεύθερα στη χώρα. Το 2020, ο γενικός γραμματέας του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος Σι Τσινπίνγκ ανακοίνωσε ότι η Κίνα στοχεύει να αρχίσει να μειώνει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα ανά έτος πριν το 2030 και να είναι ουδέτερη ως προς τις εκπομπές άνθρακα μέχρι το 2060, σύμφωνα με τους στόχους της όπως δηλώθηκαν στη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα.[158] Σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Δράσης για το Κλίμα, εάν οι Κινεζικοί στόχοι επιτευχθούν, η αναμενόμενη αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας θα μειωθεί κατά περίπου 0,2 – 0,3 βαθμούς – «η μεγαλύτερη μεμονωμένη μείωση που έχει εκτιμηθεί ποτέ από το Παρατηρητήριο Δράσης για το Κλίμα».[159] Τον Σεπτέμβριο του 2021 ο Σι Τσινπίνγκ ανακοίνωσε ότι η Κίνα δεν θα κατασκευάσει «έργα παραγωγής ενέργειας που θα τροφοδοτούνται με καύση άνθρακα στο εξωτερικό». Η απόφαση μπορεί να είναι «κομβική» για τη μείωση των εκπομπών στο εξωτερικό. Η Πρωτοβουλία μιας ζώνης και ενός δρόμου φαίνεται ότι σταμάτησε να χρηματοδοτεί τη δημιουργία νέων εργοστασίων παραγωγής ενέργειας από άνθρακα από το πρώτο εξάμηνο του 2021.[160]
Η χώρα αντιμετωπίζει σημαντικό πρόβλημα ρύπανσης των υδάτων: το 8,2% των ποταμών της Κίνας είχαν μολυνθεί από βιομηχανικά και γεωργικά απόβλητα (στοιχεία 2019).[161] Ο μέσος όρος της Κίνας στον δείκτη ακεραιότητας δασικού τοπίου για το 2018 έφτανε τις 7.14 μονάδες στα 10. Ήταν 53η σε ένα κατάλογο που καλύπτει 172 χώρες.[162] Το 2020, η κινεζική κυβέρνηση ψήφισε ένα νόμο με σαρωτικές συνέπειες προστασία της οικολογίας του ποταμού Γιανγκτσέ. Οι νέοι νόμοι περιλαμβάνουν τη λήψη μέτρων για την ενίσχυση των κανόνων οικολογικής προστασίας για τα έργα υδροηλεκτρικής ενέργειας κατά μήκος του ποταμού, την απαγόρευση κατασκευής χημικών εργοστασίων σε περιοχές που απέχουν λιγότερο από χιλιόμετρο από τον ποταμό, τη μετεγκατάσταση των ρυπογόνων βιομηχανιών σε περιοχές πιο μακριά από τον Γιανγκτσέ, τον αυστηρό περιορισμό της εξόρυξης άμμου καθώς και την πλήρη απαγόρευση της αλιείας σε όλες τις φυσικές πλωτές οδούς του ποταμού, συμπεριλαμβανομένου κάθε μεγάλου παραποτάμου του Γιανγκτσέ, αλλά και στις λίμνες γύρω από αυτόν.[163]
Η Κίνα είναι ο κορυφαίος επενδυτής στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τόσο στην κατασκευή αλλά στην εμπορία τους. Το 2011 η Κίνα επένδυσε 52 δισεκατομμύρια δολάρια για την επέκταση και τη βελτίωση του δικτύου παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές,[164][165][166] ενώ είναι σημαντικός κατασκευαστής τεχνολογιών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και επενδύει σε μεγάλο βαθμό σε έργα τοπικής κλίμακας για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.[167][168][169] Το 2015, πάνω από το 24% της παραγωγής ενέργειας της Κίνας προερχόταν από ανανεώσιμες πηγές, κυρίως από την υδροηλεκτρική ενέργεια: έχοντας εγκαταστήσει 197 γιγαβάτ ηλεκτρικής ενέργειας στο δίκτυο της από τα υδροηλεκτρικά εργοστάσια, είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός υδροηλεκτρικής ενέργειας στον κόσμο.[170][171] Το 2021 η Κίνα είχε πάνω από 300 γιγαβάτ εγκατεστημένης ηλιακής ενέργειας στο δίκτυο της, το μεγαλύτερο νούμερο στο κόσμο. Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός και καταναλωτής αιολικής ενέργειας στον κόσμο.[172][173] Οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από την Κίνα είναι οι μεγαλύτερες στον κόσμο.[156] Το ίδιο ισχύει και για την παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας: η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στο κόσμο.[174] Παρά την έμφαση που δίνει στην επέκταση του δικτύου παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, η Κίνα παραμένει βαθιά εξαρτημένη και συνδεδεμένη με τις παγκόσμιες αγορές πετρελαίου. Ο μεγαλύτερος αγοραστής ρωσικού πετρελαίου, η Κίνα, λαμβάνει το 20% των ρωσικών εξαγωγών πετρελαίου, εισάγοντας κατά μέσο όρο 1.6 εκατομμύρια βαρέλια αργού πετρελαίου την ημέρα το 2021.[175][176]
Πολιτική γεωγραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η χερσαία έκταση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας είναι η δεύτερη μεγαλύτερη στο κόσμο σε χερσαία έκταση μετά τη γειτονική Ρωσία. Η συνολική έκταση της Κίνας, σύμφωνα με τις πηγές, είναι περίπου 9.600.000 τ.χλμ.[177] Η Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα ισχυρίζεται ότι η Κίνα έχει έκταση 9.572.900 τ.χλμ.,[178] ενώ η Δημογραφική Επετηρίδα του ΟΗΕ και το Παγκόσμιο Βιβλίο Πληροφοριών της Αμερικανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών ισχυρίζεται ότι η Κίνα έχει έκταση 9.596.961 τ.χλμ.[179]
Η Κίνα έχει τα μεγαλύτερα χερσαία σύνορα στον κόσμο. Η Κίνα έχει 22.117 χιλιόμετρα χερσαίων συνόρων με τους γείτονες της. Η ακτογραμμή της έχει μήκος 14.500 χιλιομέτρων και ξεκινά από τις εκβολές του ποταμού Γιαλού (Ποταμός Αμνόκ) στα σύνορα με τη Βόρεια Κορέα και φτάνει μέχρι τον Κόλπο του Τονκίνου στα σύνορα με το Βιετνάμ.[179] Η Κίνα συνορεύει με 14 έθνη. Καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της Ανατολικής Ασίας, Συνορεύει με το Βιετνάμ, το Λάος και τη Μιανμάρ της Νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει με την Ινδία, το Μπουτάν, το Νεπάλ, το Αφγανιστάν και το Πακιστάν της Νότιας Ασίας. Συνορεύει με το Τατζικιστάν, τη Κιργιζία και το Καζακστάν της Κεντρικής Ασίας. Συνορεύει ακόμη με τη Ρωσία, τη Μογγολία και τη Βόρεια Κορέα της Εσωτερικής και της Βορειοανατολικής Ασίας. Επιπλέον, η Κίνα μοιράζεται θαλάσσια σύνορα με τη Νότια Κορέα, την Ιαπωνία, το Βιετνάμ και τις Φιλιππίνες.
Οικονομία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Κίνα έχει τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο ως προς το ονομαστικό ΑΕΠ από το 2010,[180] φτάνοντας περίπου τα 15.66 τρισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ (101.6 τρισεκατομμύρια γιουάν) το 2020.[181][182] Όσον αφορά το ΑΕΠ σε μονάδες ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης, η οικονομία της Κίνας είναι η μεγαλύτερη στον κόσμο από το 2014, σύμφωνα με τα στατιστικά της Παγκόσμιας Τράπεζας.[183] Η Κίνα είναι η ταχύτερα αναπτυσσόμενη μεγάλη οικονομία στον κόσμο.[184] Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, το ΑΕΠ της Κίνας σχεδόν εκατονταπλασιάστηκε από τα 150 δισεκατομμύρια δολάρια το 1978 σε 14.28 τρισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2019.[185] Η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας, μετά την εισαγωγή οικονομικών μεταρρυθμίσεων το 1978, καταγράφει ρυθμό ανάπτυξης πάνω από 6% τον χρόνο, αν και ο ρυθμός μειώνεται με τη σταδιακή ωρίμανση και μεγέθυνση της οικονομίας.[186] Η Κίνα είναι επίσης ο μεγαλύτερος εξαγωγέας και ο δεύτερος μεγαλύτερος εισαγωγέας αγαθών στον κόσμο.[187] Μεταξύ των ετών 2010 και 2019, η συμβολή της Κίνας στην αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ κυμαίνεται στο 25 με 39%, δηλαδή η Κίνα οφείλεται για το 25 με 39% της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης τη δεκαετία του 2010.[188][189] Είναι η μεγαλύτερη κινητήρια δύναμη της παγκόσμιας ανάπτυξης για την παγκόσμια οικονομία, αντιπροσωπεύοντας το 25–30% της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης μετά την οικονομική κρίση του 2008–2009.[190] Αντιπροσωπεύει πλέον πάνω από το 15% της παγκόσμιας οικονομίας.[190]
Η Κίνα είχε μια από τις μεγαλύτερες οικονομίες στον κόσμο στο μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων δύο χιλιάδων ετών.[191] Η Κίνα γνώρισε διάφορους κύκλους οικονομικής ευημερίας και παρακμής στην ιστορία της.[192][193] Από τότε που ξεκίνησαν οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις το 1978, η Κίνα έχει εξελιχθεί σε μια εξαιρετικά διαφοροποιημένη οικονομία και σε έναν από τους πιο σημαντικούς παίκτες στο διεθνές εμπόριο. Οι κύριοι τομείς της κινεζικής οικονομίας είναι οι παρακάτω: μεταποίηση, λιανικό εμπόριο, εξορύξεις, βιομηχανία χάλυβα, κλωστοϋφαντουργία, αυτοκινητοβιομηχανία, παραγωγή ενέργειας, πράσινη ενέργεια, τραπεζική, παραγωγή ηλεκτρονικών συσκευών, τηλεπικοινωνίες, ακίνητα, ηλεκτρονικό εμπόριο, τουρισμός. Η Κίνα έχει τρία από τα δέκα μεγαλύτερα χρηματιστήρια στον κόσμο ως προς τη συνολική αξία των εισηγμένων εταιρειών σε αυτά[194]. Αυτά είναι τα χρηματιστήρια της Σαγκάης, του Χονγκ Κονγκ και του Σενζέν. Η κεφαλαιοποίηση αγοράς των εισηγμένων εταιρειών αυτών των τριών χρηματιστηρίων είναι πάνω από 15.9 τρισεκατομμύρια δολάρια.[195] Η Κίνα έχει τέσσερα (Σαγκάη, Χονγκ Κονγκ, Πεκίνο και Σενζέν) από τα δέκα πιο ανταγωνιστικά χρηματοοικονομικά κέντρα του κόσμου. Καμία άλλη χώρα δεν έχει τόσες πολλές πόλεις στην πρώτη δεκάδα στον Παγκόσμιο Δείκτη Χρηματοοικονομικών Κέντρων του 2020.[196] Μέχρι το 2035, τέσσερις πόλεις της Κίνας (Σαγκάη, Πεκίνο, Γκουανγκζού και Σενζέν) προβλέπεται να είναι μεταξύ των δέκα μεγαλύτερων πόλεων ως προς το ονομαστικό ΑΕΠ, σύμφωνα με έκθεση της Οξφόρδης.[197]
Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος κατασκευαστής στον κόσμο από το 2010, αφού ξεπέρασε τις ΗΠΑ, που ήταν στη πρώτη θέση για εκατό χρόνια.[198][199] Η Κίνα είναι επίσης δεύτερη στο κατάλογο βιομηχανικής παραγωγής προϊόντων υψηλής τεχνολογίας από το 2012, σύμφωνα με το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών των ΗΠΑ.[200] Η Κίνα έχει τη δεύτερη μεγαλύτερη αγορά λιανικής στον κόσμο, μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες.[201] Η Κίνα είναι ο παγκόσμιος ηγέτης στο ηλεκτρονικό εμπόριο. Αντιπροσωπεύει το 40% του κύκλου εργασιών του ηλεκτρονικού εμπορίου παγκοσμίως το 2016[202] και τρία χρόνια μετά το 2019 το ποσοστό αυτό ξεπέρασε το 50%.[203] Η Κίνα είναι ο παγκόσμιος ηγέτης στη βιομηχανία ηλεκτρονικών αυτοκινήτων, κατασκευάζοντας και αγοράζοντας τα μισά από όλα τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα στο κόσμο το 2018.[204] Η Κίνα είναι επίσης ο κορυφαίος παραγωγός μπαταριών για ηλεκτρικά οχήματα, καθώς και αρκετών βασικών πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται στη παρασκευή ηλεκτρικών αυτοκινήτων.[205] Η Κίνα είχε 174 γιγαβάτ σε εγκατεστημένη ισχύ ηλιακής ενέργειας μέχρι το τέλος του 2018, αντιπροσωπεύοντας πάνω από το 40% της παγκόσμιας ισχύος εκείνη την εποχή.[206][207]
Ξένες, αλλά και κάποιες κινεζικές πηγές, ισχυρίζονται ότι τα επίσημα στατιστικά της κινεζικής κυβέρνησης υπερεκτιμούν τα πραγματικά ποσοστά οικονομικής ανάπτυξης της Κίνας.[208][209][210] Ωστόσο, αρκετοί δυτικοί ακαδημαϊκοί και ιδρύματα υποστηρίζουν ότι η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας είναι υψηλότερη από αυτή που ανακοινώνει η επίσημα η κινεζική κυβέρνηση.[211][212][213]
Η Κίνα έχει μια μεγάλη ανεπίσημη, άτυπη οικονομία, η οποία προέκυψε ως αποτέλεσμα του οικονομικού ανοίγματος της χώρας. Η άτυπη οικονομία είναι πηγή απασχόλησης και εισοδήματος για πολλούς εργαζόμενους, αλλά δεν είναι επίσημα αναγνωρισμένη και πάσχει από χαμηλότερη παραγωγικότητα.[214]
Από την ίδρυσή της το 1949 μέχρι και τα τέλη του 1978, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας ήταν μια σοβιετικού τύπου κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία, χωρίς ιδιωτικές επιχειρήσεις ή καπιταλισμό. Για να ωθήσει τη χώρα προς μια σύγχρονη, βιομηχανοποιημένη κομμουνιστική κοινωνία, ο Μάο Τσε Τουνγκ κίνησε το Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός στις αρχές της δεκαετίας του 1960, αν και αυτό είχε ανάμεικτα οικονομικά αποτελέσματα. Μετά το θάνατο του Μάο το 1976, και το συνακόλουθο τέλος της Πολιτιστικής Επανάστασης, ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ και η νέα Κινεζική ηγεσία άρχισε τις μεταρρυθμίσεις στην οικονομία και την κίνηση προς μια περισσότερο προσανατολισμένη στην αγορά μικτής οικονομίας, κάτω από την ηγεσία ενός κόμματος. Η κολεκτιβοποίηση της γεωργίας καταργήθηκε και τα χωράφια ιδιωτικοποιήθηκαν με σκοπό την αύξηση της παραγωγικότητας των εργατών. Το 1978, η ΛΔΚ ξεκίνησε την εξομάλυνση των διπλωματικών σχέσεων με την Ιαπωνία, η οποία εξελίχθηκε σε ένα σημαντικό ξένο χορηγό. Η σύγχρονη Κίνα χαρακτηρίζεται κυρίως ως μια οικονομία της αγοράς που βασίζεται στην ατομική ιδιοκτησία ακινήτων, και είναι ένα από τα κορυφαία παραδείγματα του κρατικού καπιταλισμού.
Σύμφωνα με τις μετά-Μάο μεταρρυθμίσεις της αγοράς, ενθαρρύνεται μια ευρεία ποικιλία μικρής κλίμακας ιδιωτικές επιχειρήσεις, ενώ η κυβέρνηση χαλάρωσε τους ελέγχους των τιμών και την προώθηση ξένων επενδύσεων. Το εξωτερικό εμπόριο χαρακτηρίζεται ως ένα σημαντικό μέσο ανάπτυξης, που οδηγεί στη δημιουργία των Ειδικών Οικονομικών Ζωνών (ΕΟΖ), πρώτα στο Σενζέν και στη συνέχεια σε άλλες πόλεις της Κίνας. Οι ανεπαρκείς κρατικές επιχειρήσεις (ΚΕ) αναδιαρθρώθηκαν με την εισαγωγή δυτικού τύπου συστημάτων διαχείρισης, με το κλείσιμο των μη επικερδών μονάδων. Στο δεύτερο εξάμηνο του 2010, η Κίνα αντέστρεψε ορισμένες οικονομικές πρωτοβουλίες της απελευθέρωσης, με κρατικές εταιρείες να αγοράζουν ανεξάρτητες επιχειρήσεις στις βιομηχανίες χάλυβα, αυτοκινήτων, αλλά και ενέργειας.
Πλούτος στην Κίνα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 2020 η Κίνα ήταν δεύτερη χώρα στο κόσμο, μετά τις ΗΠΑ, ως προς τον συνολικό αριθμό δισεκατομμυριούχων και εκατομμυριούχων, έχοντας στο έδαφος της 698 Κινέζους δισεκατομμυριούχους και 4,4 εκατομμύρια εκατομμυριούχους.[215][216] Το 2019, η Κίνα ξεπέρασε τις ΗΠΑ στον αριθμό των ανθρώπων με περιουσία άνω των 110.000 δολαρίων, σύμφωνα με την παγκόσμια έκθεση πλούτου της Credit Suisse.[217][218] Σύμφωνα με τον κατάλογο πλουσίων Χουρούν, για το 2020, στην Κίνα βρίσκονται 5 από τις 10 μεγαλύτερες πόλεις ως προς τη συγκέντρωση δισεκατομμυριούχων (το Πεκίνο, η Σαγκάη, το Χονγκ Κονγκ, το Σενζέν και η Καντώνα στην 1η, 3η, 4η, 5η και 10η θέση, αντίστοιχα), ο μεγαλύτερος αριθμός από κάθε άλλη χώρα.[219] Η Κίνα είχε 85 γυναίκες δισεκατομμυριούχους τον Ιανουάριο του 2021, εκ των οποίων οι 24 έγιναν δισεκατομμυριούχοι το 2020. Τα δύο τρίτα των γυναικών δισεκατομμυριούχων ζουν στη Κίνα.[220]
Ωστόσο, η Κίνα είναι γύρω στην εβδομηκοστή θέση (από 180 χώρες περίπου) ως προς την κατά κεφαλήν οικονομική παραγωγή. Είναι μια χώρα ανώτερου μεσαίου εισοδήματος.[221] Σύμφωνα με το ΔΝΤ, με βάση το κατά κεφαλήν εισόδημα μεταξύ των χωρών με πληθυσμό άνω των 100 εκατομμυρίων, η Κίνα έχει το 3ο μεγαλύτερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ονομαστική αξία και 5η στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ισοτιμία αγοραστικών μονάδων.[222] Επιπλέον, υπάρχουν μεγάλες ανισότητες στην οικονομική ανάπτυξη ανά περιοχή. Οι μεγάλες πόλεις και οι παράκτιες περιοχές της είναι πολύ πιο πλουσιότερες σε σύγκριση με τις αγροτικές και τις επαρχίες του εσωτερικού.[223] Η Κίνα έχει ξεφορτωθεί την ακραία φτώχεια με πολύ γρήγορο ρυθμό, ο γρηγορότερος στην παγκόσμια ιστορία,[224] —μεταξύ των ετών 1978 και 2018, 800 εκατομμύρια Κινέζοι ξέφυγαν από το φάσμα της ακραίας φτώχειας. Η Κίνα μείωσε το ποσοστό ακραίας φτώχειας από 88% το 1981 σε 1.85% το 2013. Το διεθνές πρότυπο λέει ότι ένα άτομο ζει σε συνθήκες ακραίας φτώχειας αν ζει με λιγότερα από 1.90 δολάρια την ημέρα.[225] Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, ο αριθμός των Κινέζων που ζούσαν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας μειώθηκε από 756 εκατομμύρια σε 25 εκατομμύρια άτομα μεταξύ των ετών 1990 και 2013.[226] Το ποσοστό των ανθρώπων στην Κίνα που ζουν με λιγότερα από 1.90 δολάρια την ημέρα (σε δολάρια του 2011 σε μονάδες αγοραστικής δύναμης) μειώθηκε στο 0.3% το 2018 από 66.3% το 1990. Χρησιμοποιώντας το όριο της φτώχειας που ισχύει για τις χώρες χαμηλότερου μεσαίου εισοδήματος (δηλαδή άτομα που ζουν με λιγότερα από 3.20 δολάρια την ημέρα), το ποσοστό των κατοίκων που ζει με λιγότερα από 3.20 δολάρια την ημέρα μειώθηκε στο 2.9% το 2018 από 90% το 1990. Χρησιμοποιώντας το όριο της φτώχειας που ισχύει για χώρες ανώτερου μεσαίου εισοδήματος (όπως η Κίνα του 2020), που είναι τα 5.50 δολάρια την ημέρα, το ποσοστό των Κινέζων που ζουν με λιγότερα από 5.50 δολάρια την ημέρα μειώθηκε σε 17% από 98.3% το 1990.[227]
Οικονομική ανάπτυξη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Από την ίδρυσή της το 1949 έως τα τέλη του 1978, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας ήταν μια σοβιετικού τύπου κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία. Μετά το θάνατο του Μάο το 1976 και το τέλος της Πολιτιστικής Επανάστασης, ο Τενγκ Σαοπίνγκ και η νέα κινεζική ηγεσία άρχισαν να μεταρρυθμίζουν την οικονομία, κινούμενη προς την αναδιοργάνωση της κινεζικής οικονομίας σε μια μικτή οικονομία προσανατολισμένη στην ελεύθερη αγορά, διατηρώντας το μονοκομματικό σύστημα. Αυτό είναι το θεμέλιο της κινεζικής οικονομίας του σήμερα. Τα κολλεκτιβοποιημένα αγροκτήματα διαλύθηκαν και οι γεωργικές εκτάσεις ιδιωτικοποιήθηκαν, ενώ το εμπόριο με το εξωτερικό έγινε ο νέος στόχος της κινεζικής οικονομίας, οδηγώντας στη δημιουργία Ειδικών Οικονομικών Ζωνών (ΕΟΖ). Οι αναποτελεσματικές κρατικές επιχειρήσεις (ΚΟΕ) αναδιαρθρώθηκαν. Οι ζημιογόνες δημόσιες επιχειρήσεις έκλεισαν με αποτέλεσμα την απώλεια εκατομμυρίων θέσεων εργασίας. Η σύγχρονη Κίνα θεμελιώνεται γύρω από οικονομία αγοράς βασισμένη στην ιδιωτική ιδιοκτησία[228] και είναι ένα από τα κορυφαία παραδείγματα κρατικού καπιταλισμού.[229][230] Το κράτος εξακολουθεί να κυριαρχεί σε στρατηγικούς τομείς, τους λεγόμενους «πυλώνες της οικονομίας» όπως η παραγωγή ενέργειας και η βαριά βιομηχανία, αλλά το 2008 υπήρχαν περίπου 30 εκατομμύρια ιδιωτικές επιχειρήσεις, δείχνοντας την ταχύτατη επέκταση τους.[231][232][233][234] Το 2018, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις στην Κίνα αντιπροσώπευαν το 60% του ΑΕΠ, το 80% της απασχόλησης στις πόλεις και το 90% των νέων θέσεων εργασίας.[235]
Στις αρχές της δεκαετίας του 2010, ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης της Κίνας άρχισε να επιβραδύνει σταδιακά εν μέσω προβλημάτων στην εγχώρια πίστωση, αποδυναμώνοντας τη διεθνή ζήτηση για κινεζικά προϊόντα αλλά και την ευθραυστότητα της παγκόσμιας οικονομίας καθώς εξαρτάται όλο και πιο πολύ από την Κίνα.[236][237][238] Το 2007 το ΑΕΠ της Κίνας ήταν ελαφρώς μεγαλύτερο από αυτό της Γερμανίας. Ωστόσο, το 2017, το ΑΕΠ της Κίνας, ύψους 12.2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, ήταν μεγαλύτερο από αυτό της Γερμανίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας και της Ιταλίας, ακόμη και αν οι τέσσερις αυτές χώρες εκλαμβάνονταν σαν μία.[239] Το 2018, το ΔΝΤ επανέλαβε την πρόβλεψή του ότι η Κίνα θα έχει το μεγαλύτερο ονομαστικό ΑΕΠ, ξεπερνώντας αυτό των ΗΠΑ, το 2030.[240] Οι οικονομολόγοι αναμένουν επίσης ότι η μεσαία τάξη της Κίνας θα αποτελείται από 600 εκατομμύρια άτομα το 2025.[241]
Το 2020, η Κίνα ήταν η μόνη μεγάλη οικονομία στον κόσμο που κατέγραψε θετικό ρυθμό ανάπτυξης, σημειώνοντας ανάπτυξη ύψους 2,3% λόγω της επιτυχίας της να περιορίσει την εξάπλωση του κορωνοϊού εντός των συνόρων της.[242]
Ρόλος της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Κινεζικό ΑΕΠ σαν μέρος του παγκόσμιου ΑΕΠ (σε μονάδες αγοραστικής δύναμης)[243] | |
---|---|
Έτος | Μερίδιο ως προς το παγκόσμιο ΑΕΠ (σε μονάδες αγοραστικής δύναμης) |
1980 | 2.32% |
1990 | 4.11% |
2000 | 7.40% |
2010 | 13.89% |
2018 | 18.72% |
Η Κίνα είναι μέλος του ΠΟΕ και είναι η μεγαλύτερη εμπορική δύναμη στον κόσμο, με το εμπόριο στη Κίνα να έχει ύψος 4.62 τρισεκατομμυρίων δολαρίων το 2018.[244] Τα συναλλαγματικά της αποθέματα έφτασαν τα 3.1 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2019,[245] τα μεγαλύτερα με μεγάλη διαφορά στο κόσμο.[246][247] Το 2012, η Κίνα ήταν ο μεγαλύτερος αποδέκτης άμεσων ξένων επενδύσεων στον κόσμο, με 253 δισεκατομμύρια δολάρια να επενδύονται τη χρονιά αυτή στο έδαφος της.[248] Το 2014, η Κίνα έλαβε εμβάσματα αξίας 64 δισεκατομμυρίων δολαρίων από το εξωτερικό, καθιστώντας την τον δεύτερο μεγαλύτερο αποδέκτη εμβασμάτων στον κόσμο.[249] Η Κίνα επενδύει επίσης στο εξωτερικό, καθώς Κινέζοι επένδυσαν 62,4 δισεκατομμύρια δολάρια σε άμεσες ξένες επενδύσεις το 2012 στο εξωτερικό,[248] ενώ Κινέζικες εταιρείες εξαγοράζουν μεγάλες εταιρείες του εξωτερικού.[250] Η Κίνα είναι σημαντικός κάτοχος του δημοσίου χρέους των ΗΠΑ, διατηρώντας ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου αξίας πολλών τρισεκατομμυρίων δολαρίων.[251][252] Η υποτιμημένη συναλλαγματική ισοτιμία της Κίνας έχει προκαλέσει τριβές με άλλες μεγάλες οικονομίες[253] ενώ έχει επικριθεί για την παραγωγή και εξαγωγή μεγάλης ποσότητας απομιμήσεων.[254][255]
Μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007–2008, οι κινεζικές αρχές προσπάθησαν να μειώσουν την εξάρτηση της οικονομίας τους από το δολάριο ΗΠΑ ως αποτέλεσμα των αντιληπτών αδυναμιών του διεθνούς νομισματικού συστήματος, τις οποίες εξέθεσε η οικονομική κρίση.[256] Για να επιτύχει αυτούς τους στόχους, η Κίνα έλαβε μια σειρά ενεργειών για να προωθήσει τη διεθνοποίηση του γουάν (ρενμινμπί). Το 2008, η Κίνα δημιούργησε την αγορά ομολόγων εκφρασμένων σε ρενμινμπί και επέκτεινε το Πιλοτικό Πρόγραμμα Διακανονισμού σε ρενμινμπί για το διασυνοριακό εμπόριο, πρόγραμμα το οποίο βοηθά στη δημιουργία δεξαμενών ρευστότητας με χρήματα εκφρασμένα σε ρενμινμπί στο εξωτερικό.[257][258] Η πρωτοβουλία της κινεζικής κυβέρνησης ακολουθήθηκε από διμερείς συμφωνίες για απευθείας διευθέτηση των διακρατικών συναλλαγών σε ρενμινμπί με τη Ρωσία,[259] την Ιαπωνία,[260] την Αυστραλία,[261] τη Σιγκαπούρη,[262] το Ηνωμένο Βασίλειο,[263] και τον Καναδά.[264] Ως αποτέλεσμα της ταχείας διεθνοποίησης του ρενμινμπί, το ρενμινμπί είναι το όγδοο πιο χρησιμοποιούμενο νόμισμα στο κόσμο στο διεθνές εμπόριο, ένα αναδυόμενο αποθεματικό νόμισμα για τις τράπεζες και τους ιδιώτες,[265] αλλά και μέλος του καλαθιού αποθεματικών νομισμάτων του ΔΝΤ. Ωστόσο, εν μέρει λόγω των κεφαλαιακών ελέγχων που αποτρέπουν την πλήρη μετατρεψιμότητα του ρενμινμπί, η χρήση του στο διεθνές εμπόριο είναι πολύ χαμηλότερη σε σχέση με το δολάριο, το ευρώ, και το γιεν.[266]
Μεσαία τάξη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Κίνα έχει τη μεγαλύτερη μεσαία τάξη στον κόσμο το 2015,[267] και το μέγεθος της μεσαίας τάξης αυξήθηκε σε 400 εκατομμύρια άτομα το 2018.[268] Το 2020, μια μελέτη του Ινστιτούτου Μπρούκινγκς προέβλεψε ότι η μεσαία τάξη της Κίνας θα έχει μέγεθος 1.2 δισεκατομμυρίων ανθρώπων 2027, το ένα τέταρτο της παγκόσμιας μεσαίας τάξης του 2027.[269]
Από το 1978 έως το 2018, το βιοτικό επίπεδο στη Κίνα βελτιώθηκε κατά είκοσι έξι φορές.[190] Οι μισθοί στην Κίνα έχουν αυξηθεί πολύ τα τελευταία 40 χρόνια—ενώ οι πραγματικοί (προσαρμοσμένοι στον πληθωρισμό) μισθοί επταπλασιάστηκαν από το 1978 έως το 2007.[270] Το κατά κεφαλήν εισόδημα έχει αυξηθεί σημαντικά. Όταν το 1949 ιδρύθηκε η ΛΔΚ, το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Κίνα αποτελούσε το ένα πέμπτο του παγκόσμιου μέσου όρου. Το κατά κεφαλήν εισόδημα ισούται πλέον με τον παγκόσμιο μέσο όρο (γύρω στα 12.000 δολάρια για το 2022).[190] Μέχρι το 2018, οι μέσοι μισθοί σε κάποιες κινεζικές πόλεις όπως η Σαγκάη ήταν περίπου ίδιοι ή υψηλότεροι σε σχέση με τους μισθούς σε χώρες της Ανατολική Ευρώπης.[271] Η Κίνα έχει τον μεγαλύτερο αριθμό δισεκατομμυριούχων στον κόσμο. Είχε σχεδόν 878 δισεκατομμυριούχους τον Οκτώβριο του 2020, ενώ η Κίνα αποκτά περίπου 5 νέους δισεκατομμυριούχους την εβδομάδα.[272][273][274] Η Κίνα έχει υψηλό επίπεδο οικονομικής ανισότητας,[275] το οποίο έχει αυξηθεί τις τελευταίες δεκαετίες.[276] Το 2018 ο συντελεστής Τζίνι της Κίνας ανερχόταν στις 0,467 μονάδες, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα.
Δημογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Κίνα είναι η πολυπληθέστερη χώρα του πλανήτη και πολλές περιοχές της ανήκουν στις πιο πυκνοκατοικημένες του κόσμου. Στην ιστορία της χώρας, ο υπερπληθυσμός και τα συνεπαγόμενα του προβλήματα σχετικά με τη σίτιση του πληθυσμού ήταν αιτίες οξέων πολιτικών και οικονομικών κρίσεων και λιμού. Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας θέσπισε ωσαύτως πληθυσμιακές πολιτικές, οι οποίες είναι μοναδικές σε παγκόσμιο επίπεδο και προκάλεσαν διχογνωμία στο εσωτερικό και το εξωτερικό.
Η πολιτική του ενός παιδιού είναι μια πολιτική ελέγχου της αύξησης του πληθυσμού στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, σύμφωνα με την οποία μία οικογένεια μπορεί να αποκτήσει μόνο ένα παιδί, στην οποία όμως υφίστανται πολλές εξαιρέσεις. Παραδείγματος χάρη ένα παντρεμένο ζευγάρι όπου το ένα μέλος είναι μοναχοπαίδι, δικαιούται να αποκτήσει δύο παιδιά.[277] Από το 2015 όμως, η πολιτική του ενός παιδιού στις αστικές και πολυπληθέστερες περιοχές της Κίνας, καταργήθηκε και από τότε μπορούν τα νέα ζευγάρια να έχουν δύο παιδιά.
Την 1η Νοεμβρίου του 2020 η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας είχε πληθυσμό 1.411.778.724 κατοίκους.[7] Στα τέλη Οκτωβρίου του 2015, έλαβε χώρα η κατάργηση της πολιτικής του ενός παιδιού.[278] Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2019 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ήταν 77,4 χρόνια (74,7 χρόνια οι άνδρες και 80,5 οι γυναίκες).[279]
Η εθνική απογραφή του 2020 κατέγραψε ότι ο πληθυσμός της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ήταν 1.411.778.724 κάτοικοι. Αναλυτικότερα, το 17,95% του πληθυσμού ήταν κάτω των 14 ετών, το 63,35% ήταν μεταξύ 15 και 59 ετών και το 18,7% ήταν άνω των 60 ετών.[280] Ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού για το 2013 εκτιμάται ότι ήταν 0,46%.[281] Η Κίνα είχε εκατοντάδες εκατομμύρια φτωχούς κατοίκους τον 20ό αιώνα, ενώ πλέον η μεσαία τάξη της Κίνας είναι πολύ σημαντικό συστατικό της παγκόσμιας μεσαίας τάξης.[282] Αν και σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα η Κίνα είναι μια χώρα μεσαίου εισοδήματος, η Κίνα έχει καταφέρει να βγάλει από τη φτώχεια εκατοντάδες εκατομμύρια κατοίκους μετά το 1978 —800 εκατομμύρια κατοίκους της δηλαδή, για την ακρίβεια.[283] Το 2013 λιγότερο από το 2% των κατοίκων της Κίνας ζούσε σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, δηλαδή με λιγότερα από 1,9 δολάρια την ημέρα, ενώ το 1981 με κάτω από 1,9 δολάρια ζούσε το 88% των κατοίκων της χώρας.[225] Από το 2009 έως το 2018, το ποσοστό ανεργίας στην Κίνα δεν μεταβλήθηκε σημαντικά και έχει κινηθεί γύρω από το 4% με μικρές αυξομειώσεις γύρω από αυτό.[284]
Δεδομένων των ανησυχιών για τις αρνητικές συνέπειες της γρήγορης ανόδου του πληθυσμού, η Κίνα εφάρμοσε την πολιτική των δύο παιδιών κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, ενώ το 1979 ξεκίνησε να προωθεί την πολιτική του ενός παιδιού. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, ωστόσο, δεδομένης της αντιδημοφιλίας που είχε στους κατοίκους η πολιτική του ενός παιδιού αλλά και τα αυστηρά όρια στην τεκνοποίηση γενικότερα, η Κίνα άρχισε να θεσμοθετεί αρκετές εξαιρέσεις σε αυτό το κανόνα, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί η λεγόμενη πολιτική του ενάμισι παιδιού, η οποία ανεπίσημα εφαρμόστηκε από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 έως το 2015 (για τις εθνικές μειονότητες, η κυβέρνηση επέτρεπε να κάνουν πάνω από δύο παιδιά). Η επόμενη σημαντική χαλάρωση της πολιτικής του ενός παιδιού μπήκε σε εφαρμογή τον Δεκέμβριο του 2013, επιτρέποντας στις οικογένειες να έχουν δύο παιδιά εάν ένας από τους δύο γονείς είναι μοναχοπαίδι.[285] Το 2016, η πολιτική του ενός παιδιού αντικαταστάθηκε από την πολιτική των δύο παιδιών.[286] Σύμφωνα με την απογραφή του 2020, το συνολικό ποσοστό γονιμότητας της Κίνας είναι 1,3 παιδιά ανά γυναίκα σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά, αλλά ορισμένοι ειδικοί πιστεύουν ότι μετά την προσαρμογή των ποσοστών στα δεδομένα των παροδικών επιπτώσεων της χαλάρωσης των περιορισμών, το πραγματικό συνολικό ποσοστό γονιμότητας μπορεί να είναι ακόμη και μόλις 1,1 παιδί ανά γυναίκα.[287]
Σύμφωνα με μια ομάδα μελετητών, η πολιτική του ενός παιδιού άσκησε μικρή επίδραση στην αύξηση του πληθυσμού[288] ή στη διαμόρφωση του μεγέθους του συνολικού πληθυσμού.[289] Ωστόσο, αυτή η άποψη έχει αμφισβητηθεί. Οι μελετητές που διαφωνούν με αυτή την άποψη θεωρούν ότι με την πολιτική του ενός παιδιού η Κίνα απέτρεψε πάνω από 500 εκατομμύρια γεννήσεις μεταξύ των ετών 1970 και 2015. Μέχρι το 2060 κατά την εκτίμηση αυτή θα έχουν αποτραπεί ένα δισεκατομμύριο γεννήσεις, αν συμπεριλάβουμε τους απογόνους των παιδιών που δεν γεννήθηκαν ποτέ. Οι πολιτικές του ενός παιδιού είναι ο κύριος υπεύθυνος για την αποτροπή τόσων πολλών γεννήσεων.[290]
Η πολιτική του ενός παιδιού, μαζί με την παραδοσιακή προτίμηση στην απόκτηση αγοριών, μπορεί να συνέβαλε στη δημιουργία μιας ανισορροπίας στην αναλογία των φύλων κατά τη γέννηση.[291][292] Σύμφωνα με την απογραφή του 2010, η αναλογία φύλων κατά τη γέννα ήταν 118,06 αρσενικά νεογνά για κάθε 100 θηλυκά,[293] ενώ η παγκόσμια φυσική αναλογία είναι 105 αρσενικά για κάθε 100 θηλυκά.[294] Η απογραφή του 2010 διαπίστωσε ότι οι άνδρες αντιπροσώπευαν το 51,27% του πληθυσμού της Κίνας.[293] Ωστόσο, η αναλογία φύλων της Κίνας είναι πιο ισορροπημένη σε σχέση με το 1953, όταν οι άνδρες ανέρχονταν στο 51,82% του κινεζικού πληθυσμού.[293]