Κυναίθη
Συντεταγμένες: 38°1′58.800″N 22°7′40.800″E / 38.03300000°N 22.12800000°E
Κυναίθη | |
---|---|
Είδος | αρχαία πόλη και πόλις[1] |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | 38°1′59″N 22°7′41″E |
Διοικητική υπαγωγή | Δήμος Καλαβρύτων |
Χώρα | Ελλάδα |
δεδομένα (π) |
Η Κύναιθα ή Κυναίθη ήταν αρχαία πόλη - κράτος της Αρκαδίας που βρισκόταν κοντά στα σημερινά Καλάβρυτα και σήμερα ανήκει διοικητικά στην Αχαΐα.
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πιθανολογείται ότι ιδρύθηκε από Αζάνες (αρχαία Αρκαδική φυλή) γύρω στο 1700 π.Χ. με οικιστή τον Κύναιθο έναν από τους 50 γιους του Λυκάονα και εγγονό του Πελασγού πρώτου βασιλιά των Αρκάδων. Το όνομα της πόλης από το κύων (σκύλος) και θέω (τρέχω) είναι δηλωτικό της αγάπης των κατοίκων της για το κυνήγι[2]που αφθονούσε στην περιοχή και ήταν η βορειότερη πόλη της Αρκαδικής Αζανίας. Η Αζανία ήταν χωρισμένη σε πέντε ανεξάρτητες πόλεις - κράτη, η αρχαιότερη των οποίων ήταν η Κύναιθα. Οι υπόλοιπες ήταν ο Φενεός, ο Κλείτωρ, η Ψωφίς και η Θέλπουσα. Η Κύναιθα ήταν μέλος της Αχαϊκής Συμπολιτείας αλλά κατά τον Πολύβιο πέρασε στα χέρια των Αιτωλών όταν αυτοί πολιορκούσαν τον Κλείτορα [3] και στη συνέχεια γνώρισε μεγάλες συμφορές. Οι Αιτωλοί το 220 π.Χ. λεηλάτησαν την πόλη κλέβοντας τα υπάρχοντα και τις περιουσίες των κατοίκων της και σκότωσαν πολλούς από αυτούς, ενώ άλλοι κάτοικοί της αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν[4]. Όμως παρά τα δεινά που υπέστη η πόλη κατά τη διάρκεια του λεγόμενου «Συμμαχικού Πολέμου» φαίνεται πως ανέκαμψε γρήγορα αφού λίγα χρόνια αργότερα (το 207/206 π.Χ.) συγκαταλέγεται μεταξύ των Αρκαδικών πόλεων που κλήθηκαν να συμμετάσχουν στις γιορτές προς τιμήν της Αρτέμιδος Λευκοφρυηνής, στη Μαγνησία του Μαιάνδρου της Μ. Ασίας[5].
Στους Ρωμαϊκούς χρόνους η πόλη ακμάζει ξανά, και κόβει πάλι δικό της νόμισμα διατηρώντας έτσι κάποια προνόμια ελευθερίας έναντι άλλων περιοχών. Το 120 π.Χ. κάτοικοι της πόλης πήραν μέρος στην εκστρατεία του Ρωμαίου ύπατου Γναίου Δομέτιου στη Γαλατία[6]. Την πόλη επισκέφτηκε ο Παυσανίας το 174 μ.Χ. ο οποίος την αναφέρει στα Αρκαδικά του και μας πληροφορεί ότι βρισκόταν σαράντα στάδια μετά τους Λουσούς (πολίχνη που ανήκε στην επικράτεια του Κλείτωρα) και τον ναό της Αρτέμιδας. Στην πόλη βρισκόταν ιερό του Διόνυσου στο οποίο κάθε χρόνο γινόταν γιορτή προς τιμήν του θεού όπου θυσιαζόταν και ταύρος. Επίσης οι κάτοικοι της πόλης είχαν δωρίσει στην Ολυμπία χάλκινο άγαλμα του Δία υπερφυσικού μεγέθους (2,60–2,70 μ.) πάνω σε επίσης χάλκινο βάθρο που κρατούσε στα χέρια κεραυνούς[7].
Κοντά στην Κυναίθη βρισκόταν η περίφημη Άλυσσος πηγή για την οποία πιστευόταν ότι όποιος έπινε από το νερό της γιατρευόταν από την λύσσα.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ «An Inventory of Archaic and Classical Poleis». (Αγγλικά) Inventory of Archaic and Classical Poleis. 2004.
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Ιανουαρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 4 Ιανουαρίου 2006.
- ↑ "αὶ προαγαγόντες αὖθις ὡς ἐπὶ τὴν Κύναιθαν, ὅμως τὰ θρέμματα τῆς θεοῦ περισύραντες ἀπήγαγον. καὶ τὸ μὲν πρῶτον παρεδίδοσαν τοῖς Ἠλείοις τὴν Κύναιθαν· οὐ βουλομένων δὲ προσδέξασθαι τῶν Ἠλείων, ἐπεβάλοντο μὲν δι´ αὑτῶν κατέχειν τὴν πόλιν, στρατηγὸν ἐπιστήσαντες Εὐριπίδαν, μετὰ δὲ ταῦτα πάλιν δείσαντες ἐκ τῶν προσαγγελλομένων τὴν ἐκ Μακεδονίας βοήθειαν, ἐμπρήσαντες τὴν πόλιν ἀπηλλάγησαν, καὶ προῆγον αὖτις ὡς ἐπὶ τὸ Ῥίον, ταύτῃ κρίνοντες ποιεῖσθαι τὴν διάβασιν. ὁ δὲ Ταυρίων, πυνθανόμενος τὴν τῶν Αἰτωλῶν εἰσβολὴν καὶ τὰ περὶ τὴν Κύναιθαν πεπραγμένα, θεωρῶν δὲ τὸν Δημήτριον τὸν Φάριον ἀπὸ τῶν νήσων εἰς τὰς Κεγχρεὰς καταπεπλευκότα,παρεκάλει τοῦτον βοηθῆσαι τοῖς Ἀχαιοῖς καὶ διισθμίσαντα τοὺς λέμβους ἐπιτίθεσθαι τῇ τῶν Αἰτωλῶν διαβάσει. ὁ δὲ Δημήτριος λυσιτελῆ μέν, οὐκ εὐσχήμονα δὲ πεποιημένος τὴν ἀπὸ τῶν νήσων ἐπάνοδον, διὰ τὸν τῶν Ῥοδίων ἐπ´ αὐτὸν ἀνάπλουν, ἄσμενος ὑπήκουσε τῷ Ταυρίωνι, προσδεξαμένου ´κείνου τὴν εἰς τὴν ὑπέρβασιν τῶν λέμβων δαπάνην. οὗτος μὲν οὖν ὑπερισθμίσας, καὶ δυσὶ καθυστερήσας ἡμέραις τῆς τῶν Αἰτωλῶν διαβάσεως, προκατασύρας τινὰς τόπους τῆς παραλίας τῆς τῶν Αἰτωλῶν κατήχθη πάλιν εἰς τὴν Κόρινθον. Λακεδαιμόνιοι δὲ τὸ μὲν πέμπειν τὰς βοηθείας κατὰ τὴν διάταξιν ἐνεκάκησαν, βραχεῖς δέ τινας παντελῶς ἱππεῖς καὶ πεζούς, στοχαζόμενοι τοῦ δοκεῖν μόνον, ἐξέπεμψαν. Ἄρατος δὲ τοὺς Ἀχαιοὺς ἔχων πολιτικώτερον ἢ στρατηγικώτερον ὑπὲρ τῶν παρόντων ἐβουλεύσατο· μέχρι γὰρ τούτου τὴν ἡσυχίαν ἦγε, προσανέχων καὶ μεμνημένος τῆς προγεγενημένης συμφορᾶς, ἕως οὗ πάντα διαπραξάμενοι κατὰ τὰς αὑτῶν προαιρέσεις οἱ περὶ τὸν Σκόπαν καὶ Δωρίμαχον ἐπανῆλθον εἰς τὴν οἰκείαν, καίπερ διὰ τόπων ποιούμενοι τὰς πορείας εὐεπιθέτων καὶ στενῶν καὶ μόνον σαλπιγκτοῦ δεομένων. Κυναιθεῖς δὲ μεγάλοις ἀτυχήμασιν ὑπ´ Αἰτωλῶν καὶ μεγάλαις συμφοραῖς περιπεσόντες ὅμως πάντων ἀνθρώπων ἔδοξαν ἠτυχηκέναι δικαιότατα." Πολύβιου Ιστορίαι
- ↑ "...Ἀχαιάτιδος ποιησάμενοι τὴν πορείαν, ἧκον ἄφνω πρὸς τὴν Κύναιθαν. συνέβαινε δὲ τοὺς Κυναιθεῖς, ὄντας Ἀρκάδας, ἐκ πολλῶν χρόνων ἐν ἀκαταπαύστοις καὶ μεγάλαις συνεσχῆσθαι στάσεσι, καὶ πολλὰς μὲν κατ´ ἀλλήλων πεποιῆσθαι σφαγὰς καὶ φυγάς, πρὸς δὲ τούτοις ἁρπαγὰς ὑπαρχόντων, ἔτι δὲ γῆς ἀναδασμούς, τέλος δ´ ἐπικρατῆσαι τοὺς τὰ τῶν Ἀχαιῶν αἱρουμένους καὶ κατασχεῖν τὴν πόλιν, φυλακὴν ἔχοντας τῶν τειχῶν καὶ στρατηγὸν τῆς πόλεως ἐξ Ἀχαΐας. τούτων δ´ οὕτως ἐχόντων, ὀλίγοις ἔμπροσθεν χρόνοις τῆς τῶν Αἰτωλῶν παρουσίας διαπεμπομένων τῶν φυγάδων πρὸς τοὺς ἐν τῇ πόλει, καὶ δεομένων διαλυθῆναι πρὸς αὑτοὺς καὶ κατάγειν σφᾶς εἰς τὴν οἰκείαν, πεισθέντες οἱ κατέχοντες τὴν πόλιν ἐπρέσβευον πρὸς τὸ τῶν Ἀχαιῶν ἔθνος, βουλόμενοι μετὰ τῆς ἐκείνων γνώμης ποιεῖσθαι τὰς διαλύσεις. {τῶν Ἀχαιῶν} ἐπιχωρησάντων δ´ ἑτοίμως διὰ τὸ πεπεῖσθαι σφίσιν ἀμφοτέρους εὐνοήσειν, ἅτε τῶν μὲν κατεχόντων τὴν πόλιν ἐν τοῖς Ἀχαιοῖς ἐχόντων πάσας τὰς ἐλπίδας, τῶν δὲ καταπορευομένων μελλόντων τυγχάνειν τῆς σωτηρίας διὰ τὴν τῶν Ἀχαιῶν συγκατάθεσιν, οὕτως ἀποστείλαντες τὴν παραφυλακὴν καὶ τὸν στρατηγὸν ἐκ τῆς πόλεως οἱ Κυναιθεῖς διελύσαντο καὶ κατήγαγον τοὺς φυγάδας, ὄντας σχεδὸν εἰς τριακοσίους, λαβόντες πίστεις τῶν παρ´ ἀνθρώποις νομιζομένων τὰς ἰσχυροτάτας. οἱ δὲ κατανοστήσαντες οὐχ ὡς αἰτίας ἢ προφάσεως ἐπιγενομένης τοῦ δοκεῖν ἄλλης διαφορᾶς ἀρχὴν αὐτοῖς τινα γεγενῆσθαι, τὸ δ´ ἐναντίον παραχρῆμα κατελθόντες εὐθέως ἐπεβούλευον τῇ πατρίδι καὶ τοῖς σώσασι. καί μοι δοκοῦσι, καθ´ ὃν καιρὸν ἐπὶ τῶν σφαγίων τοὺς ὅρκους καὶ τὰς πίστεις ἐδίδοσαν ἀλλήλοις, τότε μάλιστα διανοεῖσθαι περί τε τῆς εἰς τὸ θεῖον καὶ τοὺς πιστεύσαντας ἀσεβείας. ἅμα γὰρ τῷ μετασχεῖν τῆς πολιτείας εὐθέως ἐπεσπῶντο τοὺς Αἰτωλοὺς καὶ τούτοις ἔπραττον τὴν πόλιν, σπεύδοντες τοὺς σώσαντας ἅμα καὶ τὴν θρέψασαν ἄρδην ἀπολέσαι.[4,18] τὴν δὲ πρᾶξιν τοιᾷδέ τινι τόλμῃ καὶ τοιούτῳ τρόπῳ συνεστήσαντο. πολέμαρχοι τῶν κατεληλυθότων τινὲς ἐγεγόνεισαν· ταύτην δὲ συμβαίνει τὴν ἀρχὴν κλείειν τὰς πύλας καὶ τὸν μεταξὺ χρόνον κυριεύειν τῶν κλειδῶν, ποιεῖσθαι δὲ καὶ τὸ καθ´ ἡμέραν τὴν δίαιταν ἐπὶ τῶν πυλώνων. οἱ μὲν οὖν Αἰτωλοὶ διεσκευασμένοι καὶ τὰς κλίμακας ἑτοίμας ἔχοντες ἐπετήρουν τὸν καιρόν· οἱ δὲ πολεμαρχοῦντες τῶν φυγάδων κατασφάξαντες τοὺς συνάρχοντας ἐπὶ τοῦ πυλῶνος ἀνέῳξαν τὴν πύλην. οὗ συμβάντος τινὲς μὲν τῶν Αἰτωλῶν διὰ ταύτης εἰσέπιπτον, τινὲς δὲ τὰς κλίμακας προσερείσαντες ἐβιάσαντο διὰ τούτων καὶ κατελάμβανον τὸ τεῖχος. οἱ δ´ ἐν τῇ πόλει πάντες, ἐκπλαγεῖς ὄντες ἐπὶ τοῖς συντελουμένοις, ἀπόρως καὶ δυσχρήστως εἶχον πρὸς τὸ συμβαῖνον· οὔτε γὰρ πρὸς τοὺς διὰ τῆς πύλης εἰσπίπτοντας οἷοί τ´ ἦσαν βοηθεῖν ἀπερισπάστως διὰ τοὺς πρὸς τὰ τείχη προσβάλλοντας, οὐδὲ μὴν τοῖς τείχεσιν ἐπαμύνειν διὰ τοὺς τῇ πύλῃ βιαζομένους. οἱ δ´ Αἰτωλοὶ διὰ ταύτας τὰς αἰτίας ταχέως ἐγκρατεῖς γενόμενοι τῆς πόλεως, τῶν ἀδίκων ἔργων ἓν τοῦτ´ ἔπραξαν δικαιότατον· πρώτους γὰρ τοὺς εἰσαγαγόντας καὶ προδόντας αὐτοῖς τὴν πόλιν κατασφάξαντες διήρπασαν τοὺς τούτων βίους. ὁμοίως δὲ καὶ τοῖς ἄλλοις ἐχρήσαντο πᾶσι· τὸ δὲ τελευταῖον ἐπισκηνώσαντες ἐπὶ τὰς οἰκίας ἐξετοιχωρύχησαν μὲν τοὺς βίους, ἐστρέβλωσαν δὲ πολλοὺς τῶν Κυναιθέων, οἷς ἠπίστησαν ἔχειν κεκρυμμένα διάφορον ἢ κατασκευάσματ´ ἤ(περ) ἄλλο τι τῶν πλείονος ἀξίων. Τοῦτον δὲ τὸν τρόπον λωβησάμενοι τοὺς Κυναιθεῖς ἀνεστρατοπέδευσαν, ἀπολιπόντες φυλακὴν τῶν τειχῶν, καὶ προῆγον ὡς ἐπὶ Λούσων· καὶ παραγενόμενοι πρὸς τὸ τῆς Ἀρτέμιδος ἱερόν, ὃ κεῖται μὲν μεταξὺ Κλείτορος καὶ Κυναίθης, ἄσυλον δὲ νενόμισται παρὰ τοῖς Ἕλλησιν, ἀνετείνοντο διαρπάσειν τὰ θρέμματα τῆς θεοῦ καὶ τἄλλα τὰ περὶ τὸν ναόν. οἱ δὲ Λουσιᾶται νουνεχῶς δόντες τινὰ τῶν κατασκευασμάτων τῆς θεοῦ, παρῃτήσαντο τὴν τῶν Αἰτωλῶν ἀσέβειαν τοῦ μηδὲν παθεῖν ἀνήκεστον. οἱ δὲ δεξάμενοι παραχρῆμ´ ἀναζεύξαντες προσεστρατοπέδευσαν τῇ τῶν Κλειτορίων πόλει."Πολύβιου Ιστορίαι
- ↑ «Magnesia 44 - PHI Greek Inscriptions». epigraphy.packhum.org. Ανακτήθηκε στις 6 Μαΐου 2017.
- ↑ «SEG 15:254 Greek Inscriptions». epigraphy.packhum.org. Ανακτήθηκε στις 6 Μαΐου 2017.
- ↑ "XIX. εἰσὶ δέ τινες γένους μὲν καὶ οὗτοι τῶν Ἀρκάδων, ὄνομα δέ σφισι Κυναιθαεῖς, οἳ καὶ ἐν Ὀλυμπίᾳ τὸ ἄγαλμα ἀνέθεσαν τοῦ Διός, κεραυνὸν ἐν ἑκατέρᾳ ἔχοντα τῇ χειρί: οὗτοι οἱ Κυναιθαεῖς τεσσαράκοντα ἀπωτέρω <*λουσῶν> σταδίοις μᾶλλον οἰκοῦσι, καί σφισιν ἐν ἀγορᾷ πεποίηνται μὲν θεῶν βωμοί, πεποίηται δὲ Ἀδριανοῦ βασιλέως εἰκών. [2] τὰ δὲ μάλιστα ἥκοντα ἐς μνήμην Διονύσου ἐστὶν ἐνταῦθα ἱερόν, καὶ ἑορτὴν ὥρᾳ ἄγουσι χειμῶνος, ἐν ᾗ λίπα ἀληλιμμένοι ἄνδρες ἐξ ἀγέλης βοῶν ταῦρον, ὃν ἄν σφισιν ἐπὶ νοῦν αὐτὸς ὁ θεὸς ποιήσῃ, ἀράμενοι κομίζουσι πρὸς τὸ ἱερόν. θυσία μὲν τοιαύτη σφίσι καθέστηκε: πηγὴ δέ ἐστιν αὐτόθι ὕδατος ψυχροῦ,"Παυσανία Αρκαδικά
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Γεώργιος Παπανδρέου, Αζανιάς, ήτοι Αρχαιολογική πραγματεία πασών των Αρχαίων πόλεων της Αρκαδικής Αζανίδος μετά των περιχώρων αυτών και ιστορικαί περιπαίτειαι μέχρι των καθ' ημάς χρόνων, Εκ του Τυπογραφείου της εφημ. "Ηλείας" Γεωργ. Ε. Δημητριάδου, Εν Πύργω 1886
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Αλεξοπούλου, Γεωργία (2009). Συμβολή στην αρχαιολογία και τοπογραφία της Αζανίας (Βόρειας Αρκαδίας) επαρχία Καλαβρύτων. Πάτρα: Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. doi:10.12681/eadd/27848.
- Νικόλας Φαράκλας, Η Γεωπολιτική Οργάνωση της Πελοποννησιακής Αχαΐας, Πανεπιστήμιο Κρήτης-Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας-Τομέας Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης, σειρά: Ρίθυμνα-Θέματα Κλασικής Αρχαιολογίας, αρ.9, Ρέθυμνο 2001