De facto

Η λατινική φράση de facto (ντε φάκτο, εκ των de = «από» και factum (ονομ.) / facto (αφαιρ.) = «γεγονός, πράξη») σημαίνει «εκ των γεγονότων» ή «εκ των πραγμάτων». Στην νομοθεσία, συχνά σημαίνει «αυτό που εφαρμόζεται πρακτικά αλλά που δεν επιβάλλεται από τον νόμο», ή «μια πράξη ή μια πραγματικότητα όχι επίσημα κατοχυρωμένη». Χρησιμοποιείται συχνά σε αντίθεση με το ντε γιούρε (= de jure, το οποίο σημαίνει «κατά τον νόμο») όταν γίνεται αναφορά σε θέματα νόμου, κυβέρνησης, ή σε τεχνικά θέματα (όπως τα πρότυπα ντε φάκτο) τα οποία αποτελούν κοινή εμπειρία όπως αυτή δημιουργήθηκε ή αναπτύχθηκε χωρίς νομοθεσία ή ακόμη και ενάντια σε αυτήν. Όταν χρησιμοποιείται σε νομικό περιεχόμενο, το ντε γιούρε επισημαίνει αυτό που λέει ο νόμος, ενώ το ντε φάκτο επισημαίνει εκείνο που συμβαίνει στην πράξη.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Λεξιλογικός ορισμός του ντε φάκτο στο Βικιλεξικό