Ουίλτ Τσάμπερλεϊν
Ουίλτ Τσάμπερλεϊν | |
---|---|
1968 | |
Προσωπικά στοιχεία | |
Πλ. Όνομα | Ουίλτον Νόρμαν Τσάμπερλεϊν |
Εθνικότητα | Αμερικανική |
Γέννηση | 21 Αυγούστου 1936 Φιλαδέλφεια, Πενσυλβάνια, ΗΠΑ |
Θάνατος | 12 Οκτωβρίου 1999 (63 ετών) Μπελ Ερ, Καλιφόρνια, ΗΠΑ |
Ύψος | 2,16 μ. |
Νεανικοί σύλλογοι | |
Κολέγιο | Kansas Jayhawks men's basketball |
Στοιχεία καριέρας | |
Ντραφτ | Τ, Φιλαδέλφεια Ουόριορς, 1959 |
Θέση | Σέντερ |
Καριέρα σε συλλόγους | |
Ως παίκτης: | |
1958 - 1959 | Χάρλεμ Γκλόουμπτροτερς |
1959 - 1965 | Φιλαδέλφεια /Σαν Φρανσκίσκο Ουόριορς |
1965 - 1968 | Φιλαδέλφεια 76ερς |
1968 - 1973 | Λος Άντζελες Λέικερς |
Ως προπονητής: | |
1973 - 1974 | Σαν Ντιέγκο Κονκίσταδορς |
Ο Ουίλτον Νόρμαν «Ουίλτ» Τσάμπερλεϊν (αγγλικά: Wilton Norman "Wilt" Chamberlain, 21 Αυγούστου 1936 – 12 Οκτωβρίου 1999) ήταν Αμερικανός καλαθοσφαιριστής αγωνιζόμενος στη θέση του σέντερ. Θεωρούμενος ως ο κορυφαίος παίκτης της εποχής του,[1] αναγνωρίστηκε το Σεπτέμβριο του 2021 από το NBA ως ένας από τους τέσσερις καλύτερους της ιστορίας του.[2][3][4][5] Τα πολλαπλά ατομικά του επιτεύγματα θεμελιώνουν την αξιολόγησή του ως του δυνητικά μεγαλύτερου όλων των εποχών.[6]
Ήδη από την κολεγιακή του καριέρα εντυπωσίασε με την αγωνιστική του παρουσία πετυχαίνοντας ρεκόρ, ορισμένα από τα οποία παραμένουν μέχρι σήμερα, ενώ ήταν ο πρώτος που έγινε επαγγελματίας στο NBA έχοντας εγκαταλείψει το κολέγιό του. Ήταν από τους πιο ψηλούς και δυνατούς παίκτες του επαγγελματικού πρωταθλήματος των Ηνωμένων Πολιτειών τα χρόνια που αγωνιζόταν και εκμεταλλευόμενος τα σωματικά του πλεονεκτήματα (με άνοιγμα χεριών στα 2,34 μέτρα[7][8]), την κορυφαία αλτικότητά του[9][10] σε συνδυασμό με το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του που εκδηλώθηκε με την υψηλή τεχνική του κατάρτιση στις επιθετικές ενέργειες, έχει καταφέρει να συνδέσει το όνομά του με αυτό του ασταμάτητου σκόρερ και ριμπάουντερ, κυριαρχώντας απόλυτα σε άμυνα και επίθεση.[11] Αρκετά συχνά σκόραρε 50, 60 ακόμα και 70 πόντους και επίσης με τους ίδιους ρυθμούς μάζευε 30 ή και 40 ριμπάουντ στο ίδιο παιχνίδι, αριθμούς αδιανόητους για τα σημερινά δεδομένα του αθλήματος. Είναι ο μοναδικός παίκτης στην ιστορία του NBA που έχει κατά μέσο όρο τουλάχιστον 30 πόντους και 20 ριμπάουντ ανά παιχνίδι σε μία σεζόν, το οποίο πέτυχε επτά φορές.[12] Είναι επίσης ο μόνος παίκτης με μέσο όρο τουλάχιστον 30 πόντους και 20 ριμπάουντ ανά παιχνίδι καθ' όλη τη διάρκεια της καριέρας του στο ΝΒΑ.[13] Κέρδισε τον τίτλο του πολυτιμότερου παίκτη του πρωταθλήματος (MVP) τέσσερις φορές, ήταν πρώτος σκόρερ επτά συνεχόμενες σεζόν, ενώ κατέκτησε δύο συλλογικούς τίτλους, τον πρώτο το 1967 με τους Φιλαδέλφεια 76ερς και τον δεύτερο το 1972 με τους Λος Άντζελες Λέικερς.
Εξακολουθεί να διαθέτει τις τέσσερις καλύτερες επιδόσεις σε μέσους όρους πόντων και ριμπάουντ από έναν παίκτη σε μία σεζόν στην ιστορία του του κορυφαίου αμερικανικού πρωταθλήματος καλαθοσφαίρισης (NBA),[14] ενώ επίσης έχει και το ρεκόρ των περισσότερων πόντων που σημειώθηκαν από έναν παίκτη σε ένα μόνο παιχνίδι που φτάνουν τους 100, σε αγώνα απέναντι στους Νιου Γιορκ Νικς το 1962.[15] Κατά τη διάρκεια της καριέρας του κατέρριψε συνολικά 128 ρεκόρ στο NBA (σύμφωνα με τα τότε δεδομένα), τα περισσότερα από τα οποία παραμένουν ακόμα, διατηρώντας τον ως τον κορυφαίο κάτοχο ρεκόρ στην ιστορία του αθλήματος.[16][17] Προσωνύμια που του δόθηκαν ήταν τα Wilt the Stilt («Ουίλτ ο ξυλοπόδαρος») και The Big Dipper.[18] Το πρώτο προσωνύμιο του δόθηκε από τα κολεγιακά του χρόνια καθώς τότε με βάρος 110 κιλά τα μακριά του πόδια έδιναν αντίστοιχη χαρακτηριστική παρουσία. Δεν ήταν της αρεσκείας του καθώς σήμαινε ότι δεν είχε τίποτα να παρουσιάσει παρά μόνο το ύψος του. Το δεύτερο ψευδώνυμο («Η Μεγάλη Άρκτος») του το έδωσαν φίλοι του επειδή έπρεπε να χτυπήσει το κεφάλι του όταν περνούσε από μία πόρτα. Λόγω του μεγέθους του (από τους ψηλότερους της δεκαετίας του 1960 και με σωματικό βάρος στα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής καριέρας του περίπου 125 κιλά) τον αποκαλούσαν επίσης «Ο Γολιάθ».[19]
Τα πρώτα χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γεννήθηκε στην Φιλαδέλφεια της Πενσυλβάνια στις 21 Αυγούστου 1936 με ύψος 55 εκατοστά και βάρος 3,9 κιλά, σε οικογένεια με άλλα εννιά παιδιά. Οι γονείς του είχαν φυσιολογικό ύψος και κανένα από τα αδέρφια του δεν ξεπέρασε το 1,75 μέτρα σε ύψος. Ο πατέρας του ήταν θυρωρός σε εκδοτικό οίκο, ενώ η μητέρα του δεν δούλευε μεγαλώνοντας τα παιδιά. Η ζωή του Ουίλτ κινδύνεψε από πνευμονία σε μικρή ηλικία με αποτέλεσμα να χάσει ένα χρόνο από το σχολείο. Στα εφηβικά του χρόνια δεν συμπαθούσε το μπάσκετ. Αντ' αυτού, ήταν ελπιδοφόρος στα αγωνίσματα στίβου: πηδούσε 2 μέτρα στο ύψος, ενώ διακρίνονταν στο μήκος, στο τριπλούν, στα 100 και τα 400 μέτρα. Αλλά σύμφωνα με τον ίδιο, «το μπάσκετ ήταν βασιλιάς στη Φιλαδέλφεια», οπότε τελικά στράφηκε στο άθλημα.[20][21][22]
Η γρήγορη ανάπτυξη του ύψους του τον κατεύθυνε πιο γρήγορα στην καλαθοσφαίριση, όντας σχεδόν 1,85 μέτρα σε ηλικία 10 ετών, ενώ στα 15 του ήταν ήδη 2,10 μέτρα. Ως έφηβος χρειάστηκε να δουλέψει για να ενισχύσει το οικογενειακό εισόδημα: κηπουρός, καθαριστής υδρορροών.[23][24] Η ανάπτυξή του σε ύψος έγινε στόχος αρνητικών σχολίων στον ευρύτερο κοινωνικό του περίγυρό, παρά το αθλητικό του παρουσιαστικό.[25][26] Σύμφωνα με τον αθλητικογράφο του ESPN Χαλ Μποκ, «μέχρι την εμφάνιση του Τσάμπερλεΐν το μπάσκετ παιζόταν από παίκτες με χαρακτηριστικά θνητών με μέσο ύψος. Αυτός το άλλαξε».[21] Αγωνίστηκε τρεις χρονιές με την σχολική ομάδα του γυμνασίου του μετρώντας συνολικά 37,4 πόντους ανά παιχνίδι με συνολικά 56 νίκες και τρεις ήττες, οδηγώντας την ομάδα σε δύο πρωταθλήματα πόλης. Σε ένα αγώνα σημείωσε 90 πόντους και είχε μέσο όρο 44 πόντους. Στα σχολικά του χρόνια, οι προπονητές εκμεταλλεύτηκαν την παρουσία του προπονώντας τους παίκτες τους στην επιλεγμένη απώλεια ελεύθερων βολών, ώστε το επιθετικό ριμπάουντ του Τσάμπερλεϊν να έδινε δύο πόντους στην ομάδα. Με το γυμνάσιο του Όβερμπρουκ έφτασε στον τελικό των σχολείων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της πόλης χωρίς να έχει επιτυχία. Αυτό όμως είχε ως αποτέλεσμα να γίνει γνωστός και περισσότερα από 200 πανεπιστήμια επιδίωξαν να τον εγγράψουν, αλλά ο ίδιος ήθελε να ξεφύγει από μεγάλες πόλεις και προτίμησε να παίξει στο Πανεπιστήμιο του Κάνσας, λόγω και της πρόσληψης εκεί του προπονητή του Hall of Fame Φογκ Άλεν.[27][28][29] Το σύνολο των 2.252 πόντων που σημείωσε στο γυμνάσιο παρέμεινε ρεκόρ στις Ηνωμένες Πολιτείες για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες.[30] Ένας ακόμα παράγοντας που επηρέασε την απόφασή του ήταν το γεγονός δεν θα αντιμετώπιζε προβλήματα ρατσισμού στην πόλη έχοντας ήδη γίνει αποδέκτης στη δική του (στις νότιες Πολιτείες το πρόβλημα ήταν πιο έντονο καθώς μέχρι το 1955 οι μαύροι παίκτες δεν είχαν δικαίωμα συμμετοχής σε αγώνες με λευκούς[31]), κάτι που ακόμα και νομοθετικά ήταν διασφαλισμένο αν φοιτούσε σε πανεπιστήμια των νότιων πολιτειών της χώρας. Επιπλέον, ήταν υποστηρικτής των δικαιωμάτων των μαύρων και η ομάδα διέθετε ήδη ένα μαύρο παίκτη.[32]
Ενώ ήταν μαθητής στο Μπρουκ, βρήκε χρόνο να παίξει επαγγελματικό μπάσκετ. Ως μαθητής γυμνασίου και ερασιτέχνης αθλητής στα μάτια της Ερασιτεχνικής Αθλητικής Ένωσης, δεν επιτρέπονταν να κερδίζει χρήματα παίζοντας μπάσκετ. Ωστόσο, για να μην χάσει την ερασιτεχνική του ιδιότητα, αγωνίστηκε με το όνομα Τζορτζ Μάρκους. Παίζοντας εναντίον ημι-επαγγελματιών σε ηλικία 16 ετών, είχε κατά μέσο όρο περισσότερους από 40 πόντους ανά παιχνίδι για τους Πίτσμπουργκ Ρέιντερς (Pittsburgh Raiders) της τότε National Basketball League (NBL). Όταν έκλεισε τα 17, αγωνίστηκε για τους NBLs Quakertown Fays. Κυριάρχησε στο NBL για άλλη μια φορά με μέσο όρο 40,5 πόντους ανά παιχνίδι (σε συνολικά 15 αγώνες) κερδίζοντας τον τίτλο του πολυτιμότερου παίκτη.[33][34][35]
Κολέγιο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1955 εντάχθηκε στο Πανεπιστήμιο του Κάνσας. Οι κανόνες του NCAA εκείνη την εποχή απαγόρευαν στους πρωτοετείς φοιτητές να παίζουν στο επίπεδο του πανεπιστημίου, ο Τσάμπερλεϊν τοποθετήθηκε στην ομάδα πρωτοετών σπουδαστών κατά την άφιξή του στο Κάνσας. Στο πρώτο του παιχνίδι σημείωσε 52 πόντους και πήρε 31 ριμπάουντ, και τα δύο ρεκόρ για το Πανεπιστήμιο του Κάνσας σε αγώνα που παρακολούθησαν 15.000 θεατές.[27][36][37] Αγωνίστηκε δύο χρονιές με την ομάδα, οδηγώντας την σε ένα πρωτάθλημα περιφέρειας, με μέσο όρο 29,9 πόντων και 18,3 ριμπάουντ ανά παιχνίδι και στις δύο περιόδους. Αυτοί οι μέσοι όροι εξακολουθούν να παραμένουν ρεκόρ για το Πανεπιστήμιο. Ήταν πρώτος σκόρερ του κολεγιακού πρωταθλήματος και τις δύο χρονιές. Οι εντυπωσιακές εμφανίσεις του τον οδήγησαν στην επιλογή στην καλύτερη ομάδα των κολεγίων και τις δύο χρονιές.[38][39][40] Τη δεύτερη χρονιά έφτασε στον τελικό του κολεγιακού πρωταθλήματος χάνοντας από τη Βόρεια Καρολίνα μετά από τρεις παρατάσεις με 54–53. Ήταν η δεύτερη φορά στην ιστορία της διοργάνωσης που αγώνας πρωταθλήματος πήγε στην παράταση, με την τελευταία πάσα προς τον Τσάμπερλεϊν να κόβεται. Ο αγώνας έμεινε στην ιστορία ως ο συγκλονιστικότερος στην ιστορία της διοργάνωσης μέχρι τότε.[41][42][43] Στους πέντε τελευταίους αγώνες το 1957, είχε κατά μέσο όρο 32,2 πόντους, 15,2 ριμπάουντ και 6,6 κοψίματα, ενώ στον χαμένο τελικό σημείωσε 23 πόντους.[44] Εξακολουθεί να κατέχει τα ρεκόρ της ομάδας του Πανεπιστημίου ενός παιχνιδιού πρωταθλήματος για τους πόντους (52), ριμπάουντ (36), επιτυχημένες προσπάθειες που έγιναν (20) και ελεύθερες βολές (18). Στη διάρκεια της κολεγιακής περιόδου ανέπτυξε τα στοιχεία του τρόπου παιχνιδιού του που αργότερα θα διακρίνονταν στην καριέρα του. Αντίθετα τα χρόνια αυτά ήταν αρκετά εύστοχος από τη γραμμή των ελεύθερων βολών, χαρακτηριστικό που δεν συνεχίστηκε στην επαγγελματική του σταδιοδρομία. Στις 17 Ιανουαρίου 1998 το Πανεπιστήμιο του Κάνσας απέσυρε τη φανέλα με το νούμερο 13.[45][46] Ήδη λογιζόταν ως ο καλύτερος παίκτης του κόσμου σύμφωνα με τον προπονητή του στο Κάνσας Φογκ Άλεν.[47] Δεν απέφευγε τα φώτα της δημοσιότητας από την αρχή και σε ηλικία μόλις 21 ετών είχε γίνει εξώφυλλο σε τέσσερα περιοδικά με πανεθνική κυκλοφορία, τα Life, Time, Look και Newsweek.[48] Για δύο συνεχόμενα καλοκαίρια από το 1957 έπαιξε μπάσκετ σε μικρά γήπεδα της Ουάσιγκτον έχοντας γνωρίσει τον Έλτζιν Μπέιλορ, μετέπειτα συμπαίκτη του στους Λος Άντζελες Λέικερς, και σχηματίζοντας αντίπαλες ομάδες. Οι δύο μελλοντικοί αστέρες του NBA μάζευαν κόσμο (μέχρι και 3.000 άτομα αναφέρεται) που θαύμαζε το ανέμελο παιχνίδι τους.[28]
Τα σχολικά χρόνια ξεκίνησε ο πειραματισμός του με τη ρίψη των ελεύθερων βολών, διαδικασία που από την αρχή της καριέρας του τον προβλημάτισε. Έστεκε στο έξω ημικύκλιο της ρακέτας, πετούσε τη μπάλα επάνω προς το καλάθι, έκανε δύο βήματα και πηδούσε προς τη στεφάνη, συχνά καρφώνοντας τη μπάλα. Ο τρόπος αυτός εκτέλεσης των βολών έγινε γρήγορα γνωστός και οι αρχές του κολεγιακού πρωταθλήματος άλλαξαν τους κανόνες απαγορεύοντας στον παίκτη που εκτελεί ελεύθερη βολή να περάσει τη νοητή γραμμή τους.[49][50][51]
Χάρλεμ Γκλόουμπτροτερς
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο τρόπος παιχνιδιού στο κολέγιο δεν άρεσε στον Τσάμπερλεϊν: η σωματική του υπεροχή οδηγούσε σε άμυνες ζώνης γύρω του με τρεις και τέσσερις παίκτες, καθιστώντας του πολύ δύσκολο να κινηθεί όπως θα μπορούσε, ιδιαίτερα κοντά στο καλάθι και έτσι αναζήτησε νέες επιλογές στην εξέλιξη της καριέρας του.[52] Η πρώτη λύση ήταν να γίνει επαγγελματίας καλαθοσφαιριστής πριν τελειώσει τις σπουδές του, ευρισκόμενος στο τελευταίο έτος τους, όμως τότε οι κανόνες απαγόρευαν τη συμμετοχή σε παίκτες που δεν είχαν αποφοιτήσει. Παρ' όλα αυτά, ξεκίνησε την επαγγελματική καλαθοσφαιρική του καριέρα το 1958 αγωνιζόμενος για τους Χάρλεμ Γκλόουμπτροτερς, μία ομάδα που δεν συμμετείχε στο NBA, έναντι 200.000 δολαρίων, για συμβόλαιο τριών ετών, ποσό σχεδόν διπλάσιο του υψηλότερα αμειβόμενου παίκτη του NBA εκείνη την εποχή και πενταπλάσιο του μέσης αμοιβής των παικτών του επαγγελματικού πρωταθλήματος. Οι Χάρλεμ περιόδευσαν σε πολλές χώρες της Ευρώπης και ο ίδιος είχε τη δυνατότητα να μάθει ξένες γλώσσες.[53][54] Έγινε μέλος της ομάδας που έγραψε ιστορία παίζοντας στη Μόσχα το 1959 και έκανε περιοδεία στη Σοβιετική Ένωση σε κατάμεστα γήπεδα.[55][56] Πριν από την έναρξη ενός αγώνα στο Στάδιο Λένιν της Μόσχας, τους υποδέχθηκε ο ηγέτης της χώρας Νικήτα Χρουστσόφ. Συμπεριλήφθηκε στους θρύλους της ομάδας και η φανέλα του αποσύρθηκε το 2000, ο πρώτος παίκτης των Χάρλεμ που του έγινε αυτή η τιμή.[57] Ο χρόνος παραμονής του στην ομάδα βελτίωσε την τεχνική του εφευρετικότητα.[58] Στη συνέχεια έγινε ο πρώτος που έγινε επαγγελματίας έχοντας εγκαταλείψει το κολέγιό του.[59]
NBA
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Φιλαδέλφεια / Σαν Φρανσίσκο Ουόριορς
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η πρώτη χρονιά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1959 ξεκίνησε η σταδιοδρομία του στο NBA αφού έγινε «τεριτόριαλ πικ» (πρώτος) στα ντραφτ του 1959 από τους Φιλαδέλφεια Ουόριορς.[60][61] Χάρη στον «εδαφικό» κανόνα του ντραφτ που θεσπίστηκε από το ΝΒΑ το 1955, μία ομάδα μπορούσε να επιλέξει ένα ντόπιο παίκτη κολεγίου ως αντάλλαγμα για την επιλογή του πρώτου γύρου του ντραφτ. Παρόλο που ο Τσάμπερλεϊν είχε πραγματικά παίξει σε σχολείο μακριά, ο ιδιοκτήτης των Ουόριορς ισχυρίστηκε ότι ήταν ντόπιος της Φιλαδέλφειας, και δεδομένου ότι το Κάνσας δεν είχε ομάδες NBA, δεν υπήρχε ανταγωνισμός. Για άλλη μία φορά, κέρδισε μία διάκριση ως ο μόνος παίκτης στην ιστορία του ΝΒΑ που έγινε επιλογή με βάση την πορεία του πριν από το κολέγιο.[1][62] Το συμβόλαιο που υπέγραψε τον έκανε τον υψηλότερα αμοιβόμενο παίκτη του NBA από την πρώτη χρονιά με ποσό 50.000 δολαρίων.[6][63][64] Οι οικονομικές απολαβές των επαγγελματιών παικτών δεν ήταν υψηλές και οι πιο χαμηλόμισθοι του πρωταθλήματος χρειάζονταν την καλοκαιρινή περίοδο να κάνουν και περιστασιακή δουλειά για την συμπλήρωση επαρκούς εισοδήματος, κάτι το οποίο σε καμία περίπτωση δεν ίσχυε για τον Τσάμπερλεϊν από την αρχή της καριέρας του.[65] Ήταν επίσης ο ψηλότερος παίκτης του πρωταθλήματος με το δεύτερο στα 2,13 μέτρα.[25][66] Το NBA είχε ήδη προετοιμαστεί για τον αντίκτυπο της έλευσής του: το πρωτάθλημα επιμηκύνθηκε κατά τρεις αγωνιστικές και το τηλεοπτικό κανάλι NBC αύξησε την κάλυψη των αγώνων το Σαββατοκύριακο.[67] Στο πρώτο του παιχνίδι με αντίπαλο τους Νιου Γιορκ Νικς (24 Οκτωβρίου 1959) σημείωσε 43 πόντους και μάζεψε 28 ριμπάουντ, επιδόσεις που παραμένουν ως ρεκόρ ντεμπούτου στο NBA, στο δεύτερο 36 πόντους, 34 ριμπάουντ και 9 κοψίματα στη νίκη της ομάδας του επί των Ντιτρόιτ Πίστονς στη Φιλαδέλφεια με ρεκόρ κοινού (9.112 φίλαθλοι παρακολούθησαν τον αγώνα), ενώ στο τρίτο έφτασε τους 43 πόντους και 40 ριμπάουντ, με την τελευταία επίδοση να είναι ρεκόρ συλλόγου. Σε επτά συνεχόμενους αγώνες της κανονικής περιόδου τον ίδιο Δεκέμβριο ξεπέρασε τους 50 πόντους.[54][68][69] Στις 25 Ιανουαρίου 1960 και συγκεκριμένα στην αναμέτρηση με τους Ντιτρόιτ Πίστονς εκτός έδρας, σταμάτησε στους 58 πόντους με 24 στα 41 δίποντα, 10 στις 13 βολές και είχε οδηγήσει τη Φιλαδέλφια στη νίκη με 127–117. Είχε ακόμα 42 ριμπάουντ και τέσσερις τελικές πάσες (ασίστ). Η επίδοση των πόντων ήταν ρεκόρ για ρούκι που παραμένει.[70][71][72]
Ολοκλήρωσε την αγωνιστική περίοδο με μέσο όρο 37,6 πόντους και 27,0 ριμπάουντ ανά παιχνίδι, μέσοι όροι που ουδέποτε έκτοτε έχουν πλησιαστεί από ρούκι. Χρειάστηκαν μόλις 56 αγώνες για να σημειώσει 2.102 πόντους και να καταρρίψει το ρεκόρ των περισσότερων πόντων σε μία σεζόν, ρεκόρ το οποίο είχε ο Μπομπ Πετίτ από την προηγούμενη χρονιά και που χρειάστηκε 72 παιχνίδια για να φτάσει σε αυτό το σύνολο. Ο Τσάμπερλεϊν συνέτριψε το προηγούμενη επίδοση ολοκληρώνοντας την περίοδο με σύνολο 2.707 πόντων.[73][74][75] Ήταν η πρώτη από τις επτά συνεχόμενες χρονιές που ήταν κορυφαίος σκόρερ του πρωταθλήματος, ρεκόρ που παραμένει ακατάρριπτο.[6][37] Ήταν επίσης πρώτος ριμπάουντερ με μέσο όρο ρεκόρ στην ιστορία, ο πρώτος και ο μόνος μέχρι σήμερα που ξεπέρασε ως μέσο όρο τα 25 ανά σεζόν. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που αναδείχθηκε κορυφαίος σκόρερ και ριμπάουντερ, ο μόνος που έχει πετύχει κάτι τέτοιο και μάλιστα έξι φορές.[66][76] Αναδείχθηκε καλύτερος πρωτοεμφανιζόμενος (ρούκι) της χρονιάς καθώς και πολυτιμότερος παίκτης του πρωταθλήματος (NBA MVP), ο νεότερος σε ηλικία μέχρι τότε.[77][78][79] Η ομάδα, που ήταν πρωταθλήτρια το 1955–56 αλλά γνώρισε έκτοτε ραγδαία φθορά έχοντας μόνο ένα σπουδαίο παίκτη, τον ικανό σκόρερ Πολ Αράιζιν, ανέτρεψε την επίδοση της προηγούμενης χρονιάς από 32–40 νίκες σε 49–26.[73][80]
Στην πρώτη συμμετοχή του στο All-Star Game σημείωσε 23 πόντους και είχε 25 ριμπάουντ κερδίζοντας τον τίτλο του πολυτιμότερου παίκτη (MVP) της συνάντησης.[81][82] Στο πρωτάθλημα οι Ουόριορς απέκλεισαν στο πρώτο γύρο των πλέι οφ τους Σίρακιουζ Νάσιοναλς με το ακατάρριπτο ρεκόρ των 53 πόντων στο τρίτο παιχνίδι και έφτασαν μέχρι τα τελικά της Ανατολικής Περιφέρειας, όπου έχασαν από τους Μπόστον Σέλτικς με τον Τσάμπερλεϊν να μη συμμετέχει σε δύο αγώνες λόγω τραυματισμού. Στους αγώνες αυτούς η ομάδα της Βοστώνης χρησιμοποίησε ειδικό τρόπο αντιμετώπισής του που αποσκοπούσε στο να καθυστερήσει την επιστροφή του στην άμυνα και με γρήγορες αντεπιθέσεις να φτάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Οι 50 πόντοι που πέτυχε στο πέμπτο παιχνίδι δεν ήταν αρκετοί για να αναστρέψουν την τελική πρόκριση των Σέλτικς.[72][83] Κατά τη διάρκεια αυτής της σεζόν, ξεκίνησε τις μονομαχίες του με τον αντίπαλο σέντερ και από τους καλύτερους στην ιστορία του πρωταθλήματος, τον Μπιλ Ράσελ. Οι δυο τους ήταν σκληροί ανταγωνιστές στο γήπεδο με χαρακτηριστικό ότι στη λίστα των παικτών που έχουν πάρει τουλάχιστον 40 ριμπάουντ σε ένα παιχνίδι, συναντάμε το όνομα του Τσάμπερλεϊν 15 φορές, έναντι 11 του Ράσελ με μόλις δύο ακόμη παίκτες να έχουν φτάσει σε αυτό το ορόσημο από μία φορά. Μακριά όμως από τα γήπεδα ανέπτυξαν φιλική σχέση.[37][84][85] Η πρώτη τους σύγκρουση ήταν στις 7 Νοεμβρίου 1959 στην τέταρτη αγωνιστική στη Φιλαδέλφεια που έχασε, με το νικητή Ράσελ να σημειώνει 22 πόντους και να μαζεύει 35 ριμπάουντ, έναντι 30 πόντων και 28 ριμπάουντ του αντιπάλου του.[54][86] Εκείνη τη χρονιά ο Τσάμπερλεϊν κατέρριψε συνολικά οκτώ ρεκόρ του NBA.[6][87] Η αγωνιστική του παρουσία ήδη από την πρώτη χρονιά προσέλκυσε 500.000 νέους θεατές στα γήπεδα του NBA σε όλη τη χώρα (ποσοστιαία αύξηση 23 %[88]). Μεμονωμένα και σε μία σεζόν, έκανε το μπάσκετ πόλο έλξης για άτομα που πριν εμφανιστεί, δεν θα είχαν παρακολουθήσει παιχνίδι ούτε με δωρεάν εισιτήρια. Παρά το γεγονός αυτό, είχε εκφράσει την πρόθεση να μην συνεχίσει να αγωνίζεται διαμαρτυρόμενος για τη σκληρή μεταχείριση που έχει λάβει από αντίπαλους παίκτες οι οποίοι, όπως ισχυρίζονταν, τον αντιμετώπιζαν σκληρά χωρίς να τιμωρούνται από τους διαιτητές του NBA. Αλλά το γεγονός ήταν ότι εκείνη τη χρονιά εκτέλεσε 991 ελεύθερες βολές, περίπου 14 σε κάθε παιχνίδι. Αυτό που τον ενόχλησε προφανώς - και σίγουρα θα έπρεπε - είναι ότι ευστόχησε μόνο σε 577, δηλαδή είχε ποσοστό ευστοχίας μόνο 58 %, ποσοστό που στη συνέχεια έγινε χαμηλότερο. Τα ζητήματα ρατσισμού ήταν υπαρκτά: κάποιοι Αμερικανοί θα πλήρωναν για να τον παρακολουθήσουν να παίζει μπάσκετ στο Σεντ Λούις του Μισούρι, για παράδειγμα, αλλά δεν θα του επέτρεπαν να φάει ένα χάμπουργκερ σε ένα εστιατόριο λίγα τετράγωνα μακριά από το γήπεδο.[89] Σε αγώνα με αντίπαλο τους Σεντ Λούις Χοκς έχασε δύο δόντια του από αγκωνιά, τραυματισμός που επιδεινώθηκε την επόμενη χρονιά. «Είμαι ευγνώμων για όσα έχει κάνει το μπάσκετ για μένα, αλλά ο στίβος είναι η πρώτη μου αγάπη» δήλωσε χαρακτηριστικά.[6][90] Στα πλαίσια της δυσαρέσκειάς του είπε τότε τη γνωστή φράση «κανείς δεν αγαπάει το Γολιάθ» και έκτοτε έμεινε το προσωνύμιο. Ήδη ο πιο ακριβοπληρωμένος αθλητής στη χώρα του, δεν πραγματοποίησε την απειλή και με διπλασιασμό των απολαβών του υποχώρησε.[64][88][91] Επιπλέον, αύξησε την προσπάθεια βελτίωσης της σωματικής του δύναμης προσθέτοντας μυική μάζα και βάρος.[27]
Η διετία 1960–62 και το παιχνίδι των 100 πόντων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Την αγωνιστική περίοδο 1960–61 έχασε μόλις οκτώ λεπτά αγώνα (η δεύτερη καλύτερη επίδοση σε χρόνο συμμετοχής στην καριέρα του και όλων των εποχών στην ιστορία του πρωταθλήματος) από τα συνολικά 3.890 κι αυτό γιατί αποβλήθηκε μετά από δεύτερη τεχνική ποινή.[56][92] Ξεπέρασε το όριο των 3.000 πόντων και των 2.000 ριμπάουντ έχοντας συνολικά 3.033 πόντους (μ.ο. 38,3) και 2.149 ριμπάουντ (μ.ο. 27,2). Το όριο αυτό των πόντων έχει ξεπεραστεί μόνο από το Μάικλ Τζόρνταν το 1987, ενώ κανείς έκτοτε δεν έφτασε σε αυτό τον αριθμό ριμπάουντ.[69][93][94] Σημείωσε επιπλέον και το ρεκόρ των περισσότερων ριμπάουντ από έναν παίκτη σε ένα αγώνα, στις 24 Νοεμβρίου 1960, όταν οι Ουόριορς ηττήθηκαν από τους Σέλτικς (129–132) μαζεύοντας 55 απέναντι στο Ράσελ (που είχε μόλις 19 και όλη η ομάδα της Βοστώνης συνολικά 59), ενώ είχε και 34 πόντους.[95][96][97] Είναι εντυπωσιακό ότι καμία ομάδα του NBA δεν έφτασε σε τέτοιο μέσο όρο ριμπάουντ ανά αγώνα μέχρι και την τελευταία χρονιά αγωνιστικής του παρουσίας στο πρωτάθλημα.[98] Το παιχνίδι είχε χαμηλά ποσοστά ευστοχίας, οι Ουόριορς μαζέψαν συνολικά 90 ριμπάουντ και ο ίδιος χαρακτήρισε τον αγώνα εκείνο ως τον πιο κουραστικό της καριέρας του.[96][99] Σε 23 αγώνες μάζεψε τουλάχιστον 30 ριμπάουντ.[93] Ήταν η μόνη σεζόν στην καριέρα του στο NBA που είχε ποσοστό ευστοχίας στις ελεύθερες βολές πάνω από 60 % (61,3 %).[37] Αντίθετα, στις 4 Νοεμβρίου σε αγώνα απέναντι στους Πίστονς σημείωσε αρνητικό ρεκόρ χάνοντας 10 συνεχόμενες ελεύθερες βολές, επίδοση που παρέμεινε ακατάρριπτη για 40 χρόνια.[100] Όπως και την προηγούμενη χρονιά ψηφίστηκε στην καλύτερη πεντάδα της σεζόν. Η ομάδα προκρίθηκε στα πλέι οφ αλλά ηττήθηκε αυτή τη φορά από τους Σίρακιους Νάσιοναλς με 3–0 με τον Τσάμπερλεϊν να έχει τον υψηλότερο μέσο όρο της καριέρας του στα πλέι οφ με 37,0 πόντους.[101]
Ακολούθησε η χρονιά 1961–62, όπου ο Τσάμπερλεϊν ξεπέρασε και το όριο των 4.000 πόντων φτάνοντας τους 4.029 στην κανονική περίοδο, που αποτελεί ρεκόρ του NBA ως σήμερα. Την συγκεκριμένη αγωνιστική περίοδο σκόραρε 50,4 πόντους και μάζευε 25,7 ριμπάουντ ανά παιχνίδι.[21][102][103] Σε επτά συνεχόμενα παιχνίδια σημείωσε πάνω από 50 πόντους και συνολικά σε 45 της κανονικής περιόδου με το δεύτερο καλύτερο της σχετικής λίστας Τζόρνταν να έχει πετύχει σε όλη τη σταδιοδρομία του 31.[93][104][105] Μόνο σε δύο αγώνες σημείωσε λιγότερους από 30 πόντους.[106] Είχε το 40,1 % των πόντων της ομάδας και το 34,6 % των ριμπάουντ.[107] Η αποτυχημένη προηγούμενη χρονιά είχε οδηγήσει σε αλλαγή προπονητή με τον Φρανκ ΜακΓκουάιρ να αναλαμβάνει τις τύχες της, προσπαθώντας να αλλάξει νοοτροπία στην ομάδα, τρόπο παιχνιδιού και να επιτύχει τη μεγαλύτερη δυνατή εκμετάλλευση των αντικειμενικών προσόντων του καλύτερου παίκτη της, με τα δύο τρίτα των επιθέσεων να στοχεύουν σε αυτόν.[108]
Εκείνη τη σεζόν απέναντι στους Νιου Γιορκ Νικς (αποτέλεσμα 169–147, 2 Μαρτίου 1962) και μπροστά σε 4.124 θεατές ο Τσάμπερλεϊν σημείωσε 100 πόντους κάνοντας ρεκόρ περισσότερων πόντων από έναν παίκτη στο ίδιο παιχνίδι, επίδοση που παραμένει ακατάρριπτο ρεκόρ στο NBA, ενώ παράλληλα ήταν η πρώτη φορά στον κόσμο που καταγράφηκε τέτοιο επίτευγμα.[109][110][111] Στα τρία προηγούμενα παιχνίδια είχε σημειώσει 67, 65 και 61 πόντους, ενδεικτικό της κορυφαίας φόρμας στην οποία βρισκόταν. Οι Ουόριορς μπήκαν στον αγώνα με ρεκόρ 46–29, ενώ η Νέα Υόρκη ήταν αρκετά πίσω, έμεινε στην τελευταία θέση με 27– 45.[112][113] Το παιχνίδι διεξήχθη στη Χέρσεϊ Σπορτς Αρένα (Hershey Sports Arena), ένα παλιό γυμναστήριο, αρχικά κτισμένο για χόκεϊ επί πάγου και στη συνέχεια ανακαινισμένο. Στο πρωτάθλημα διεξάγονταν περιστασιακά παιχνίδια σε απομακρυσμένες πόλεις για να προσελκύσει νέους θεατές καθώς το μπάσκετ ήταν ακόμα σε φάση ανάπτυξης στις ΗΠΑ, χωρίς να έχει καθιερωθεί στα σημαντικά και δημοφιλή αθλήματα με την ανάγκη για αμεσότερη επαφή των θεατών με το άθλημα να έχει εξέχουσα σημασία. Αυτό ήταν το τρίτο παιχνίδι εντός έδρας των Ουόριορς της σεζόν και το γήπεδο ήταν γεμάτο κατά το ήμισυ με την ομάδα της Νέας Υόρκης να μην έχει βλέψεις στη συνέχεια του πρωταθλήματος. Το γήπεδο ήταν γεμάτο κατά το ήμισυ. Ελάχιστοι δημοσιογράφοι και φωτογράφοι ήταν παρόντες. Ο βασικός σέντερ των Νικς ήταν απών για λόγους υγείας και αντίπαλος του Τσάμπερλεϊν ήταν ο Ντάρελ Ίμχοφ (Darrall Imhoff) ύψους 2,08 μέτρων, που γρήγορα φορτώθηκε με τρία φάουλ. Στο πρώτο δωδεκάλεπτο το σκορ ήταν 42–26 για τους γηπεδούχους με 23 πόντους από το μεγάλο τους επιθετικό όπλο. Στο ημίχρονο το σκορ ανέβηκε στο 79–68 υπέρ των γηπεδούχων και οι πόντοι του Τσάμπερλεϊν στους 41, ενώ στο τρίτο δωδεκάλεπτο πέτυχε άλλους 31, χωρίς κανένα στόχο από την αρχή του αγώνα για υψηλό ατομικό σκοράρισμα. Οι Νικς βλέποντας την εντυπωσιακή άνοδο των ατομικών του πόντων προσπάθησαν να κάνουν το παιχνίδι όσο πιο αργό γινόταν και χρησιμοποιούσαν εναλλάξ και τους τρεις ψηλούς παίκτες που διέθεταν για να τους ξεκουράζουν. Στο τέταρτο δωδεκάλεπτο οι φίλαθλοι παρακολουθώντας την γρήγορη αύξηση των πόντων του, άρχισαν να φωνάζουν στους άλλους παίκτες των Ουόριορς «δώστε τη μπάλα στον Ουίλτ!». Όταν ο Τσάμπερλεϊν ξεπέρασε τους 78 καταρρίπτοντας το δικό του ρεκόρ, ο εκφωνητής του αγώνα άρχισε να ανακοινώνει εκτός από τη διακύμανση του σκορ και τους πόντους του Τσάμπερλεϊν.[114][115][116] Με την πάροδο του χρόνου οι παίκτες των Νικς έκαναν φάουλ σε οποιαδήποτε άλλο εκτός από αυτόν βλέποντας την απροσδόκητη επιτυχία του στις ελεύθερες βολές.[117][118] Έχοντας αστοχήσει σε δύο προσπάθειες κοντά στο καλάθι τη στιγμή που είχε 98 πόντους,[31] έμεναν 46 δευτερόλεπτα για τη λήξη και μόλις η μπάλα πέρασε τη στεφάνη με σουτ από μικρή απόσταση για τη συμπλήρωση των 100 πόντων, έγινε εισβολή στο γήπεδο από το κοινό. Όλοι ήθελαν να αγγίξουν τον γίγαντα, για να επαληθεύσουν ότι αυτός ο υπερήρωας ήταν πραγματικός. Ο αγώνας έπρεπε να σταματήσει για σχεδόν 10 λεπτά μέχρι να αδειάσει το γήπεδο για να παικτούν τα τελευταία δευτερόλεπτα.[119][120][121] Στα λίγα τελευταία δευτερόλεπτα δεν επιχείρησε καμία προσπάθεια στεκόμενος στο κέντρο του γηπέδου και περιμένοντας τη λήξη παραμένοντας στους 100 πόντους.[117][122] Σύμφωνα με τον ίδιο στην πορεία του αγώνα οι αντίπαλοί του ενδιαφέρονταν αποκλειστικά να τον περιορίσουν επιθετικά και όχι για το αποτέλεσμα του αγώνα.[123][124] Σε εκείνη τη συνάντηση κατέρριψε εννέα ρεκόρ του NBA: πόντων (100), πόντων στο ημίχρονο (61), πόντων στο τέταρτο (31) με 12/21 προσπάθειες, σουτ (63), επιτυχημένων σουτ (36) και ελεύθερων βολών (28/32).[54][114][125] «Όχι, ποτέ δεν πίστευα ότι θα το έκανα», παραδέχθηκε μετά τον αγώνα. «Αλλά υποθέτω ότι όλοι οι άλλοι το έκαναν. Το άκουσα και το είδα γραμμένο εκατό φορές».[126] Το ιστορικό φύλλο αγώνα έμεινε στα χέρια του μέχρι το θάνατό του και δημοπρατήθηκε το 2019.[127][128]
Μέχρι και το 1982 το συνολικό σκορ ήταν επίσης ρεκόρ περισσότερων πόντων αθροιστικά.[112][129] Με τη δημοσιότητα του μπάσκετ περιορισμένη, το γεγονός υπήρχε ήδη η αντίληψη για κάτι μοναδικό στον κόσμο του αθλητισμού, αλλά οι εφημερίδες της Φιλαδέλφειας το ανέφεραν σε ένα μικρό τμήμα της πρώτης σελίδας, οι The New York Times έβαλαν το ρεπορτάζ του αγώνα στη σελίδα 14 και η Herald Tribune στη σελίδα 11.[130] Το ιστορικό επίτευγμα θεωρείται συχνά ως η καλύτερη επίδοση σε ένα ομαδικό παιχνίδι από έναν αθλητή στην ιστορία του επαγγελματικού αθλητισμού των Ηνωμένων Πολιτειών[69][112] και συγκαταλέγεται σε αυτά που είναι δυσκολότερο να καταρριφθούν, όπως και αυτό του μέσου όρου πόντων της κανονικής περιόδου. [131][132][133] Στον αγώνα δεν υπήρχε τηλεοπτική μετάδοση παρά μόνο ραδιοφωνική από το σταθμό της Φιλαδέλφειας WCAU.[22][134][135] Την ίδια σεζόν σε αγώνα με αντίπαλο τους Λος Άντζελες Λέικερς (8 Δεκεμβρίου 1961, νικητές οι Λέικερς με 151–147) που είχε προηγηθεί και που κρίθηκε μετά από τρεις παρατάσεις στις οποίες είχε αγωνιστεί σε όλη τη διάρκεια όπως και στον κανονικό αγώνα, σημείωσε 78 πόντους επιτυγχάνοντας για πρώτη φορά ρεκόρ πόντων σε μία συνάντηση. Η επίδοση παραμένει ως η τρίτη καλύτερη όλων των εποχών.[136][137] Ένα μήνα μετά (13 Ιανουαρίου 1962) και δύο πριν από τον αγώνα των 100 πόντων, είχε σημείωσει 73 πόντους σε παιχνίδι του με αντίπαλο τους Σικάγο Πάκερς, επίδοση που κατέρριψε την προηγούμενη του Έλτζιν Μπέιλορ και παραμένει ως η τέταρτη καλύτερη όλων των εποχών. Η Φιλαδέλφεια είχε νικήσει με 135–117 και ο κορυφαίος παίκτης του ΝΒΑ είχε 29/48 δίποντα και 36 ριμπάουντ.[138][139][140]
Στο All-Star Game του 1962 ο Τσάμπερλεϊν σημείωσε 42 πόντους, επίδοση ρεκόρ που καταρρίφθηκε 55 χρόνια αργότερα.[141][142] Η επιθετική του παραγωγικότητα δεν ήταν αρκετή για τη νίκη με την Ανατολή να χάνει εύκολα με 150–130, αλλά ούτε για τον τίτλο του πολυτιμότερου παίκτη της συνάντησης τον οποίο έχασε για μία ψήφο διαφορά από τον Πετίτ, που μάζεψε περισσότερα ριμπάουντ από αυτόν.[142][143] Τα πρωτόγνωρα κατορθώματά του στη σεζόν του 1962 του έδωσαν τον άτυπο χαρακτηρισμό του καλύτερου καλαθοσφαιριστή στον κόσμο μέχρι τότε[144] και αποτέλεσαν αργότερα αντικείμενο του βιβλίου Wilt, 1962 (2005) του Γκάρι Μ. Πόμεραντζ (Gary Pomerantz).[118][145] Για άλλη μια φορά η ομάδα του σταματάει στα τελικά της περιφέρειας γνωρίζοντας την ήττα από τους Μπόστον Σέλτικς (η ομάδα της Βοστώνης είχε την μέχρι τότε καλύτερη χρονιά της φτάνοντας τις 60 νίκες στην κανονική περίοδο έναντι 49 των Ουόριορς και είχε πλεονέκτημα έδρας[146]) με 4–3 στους τελικούς της Ανατολής, παρά τους 35 πόντους και τα 26,6 ριμπάουντ που είχε ως μέσο όρο στη σειρά. Η ήττα ήρθε στο έβδομο παιχνίδι με σουτ του Σαμ Τζόουνς δύο δευτερόλεπτα πριν τη λήξη.[24] Παρά να εντυπωσιακά του ατομικά επιτεύγματα εκείνη τη χρονιά ψηφίστηκε δεύτερος στο διαγωνισμό για τον καλύτερο παίκτη της κανονικής περιόδου πίσω από το Ράσελ, ενώ είχε επιλεγεί στην καλύτερη πεντάδα της χρονιάς. Ο πρωταθλητής της Βοστώνης πήρε 297 ψήφους, ο Τσάμπερλεϊν 152 και ο Όσκαρ Ρόμπερτσον 135. Τα αποτελέσματα φάνηκαν περίεργα καθώς τα στατιστικά της χρονιάς του δεύτερου και το πρώτο τριπλ-νταμπλ για μία σεζόν στην ιστορία του ΝΒΑ του τρίτου δεν τους έδωσαν καλύτερη θέση στην πιο αμφιλεγόμενη ψηφοφορία για τον τίτλο του MVP στην ιστορία.[146][147][148] Εκείνη τη χρονιά πέτυχε ρεκόρ στον δείκτη αξιολόγησης PER (Player Efficiency Rating) με 32,08, επίδοση που ξεπεράστηκε το 2022 από το Νίκολα Γιόκιτς. Ο Τσάμπερλεϊν εξακολουθεί να κατέχει τις τρεις από τις πέντε καλύτερες επιδόσεις όλων των εποχών.[149]
Τα τελευταία χρόνια στο Σαν Φρανσίσκο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τη χρονιά 1962–63 οι Ουόριορς μετέφεραν την έδρα τους στο Σαν Φρανσίσκο, όμως ο Τσάμπερλεϊν δε φάνηκε να επηρεάζεται από αυτή την αλλαγή σκοράροντας 44,8 πόντους και μαζεύοντας 24,3 ριμπάουντ ανά παιχνίδι, ενώ ήταν και ο πιο εύστοχος παίκτης του πρωταθλήματος με 52,8 % στις προσπάθειες εντός πεδιάς.[150][151][152] Σε δύο αγώνες σημείωσε πάνω από 70 πόντους, στις 3 Νοεμβρίου 1962 είχε 72 με αντίπαλο τους Λος Άντζελες Λέικερς (127–115 υπέρ των Λέικερς) έχοντας 29/48 δίποντα, 14/18 βολές και 18 ριμπάουντ[153] και στις 16 Νοεμβρίου όταν σημείωσε 73 με αντίπαλο τους Νικς με 19 στις 43 προσπάθειες δίνοντας τη νίκη στην ομάδα του (127–115).[154][155] Οι Ουόριορς όμως νίκησαν μόλις τα 31 από τα 80 παιχνίδια τους, χάνοντας τα πλέι οφ, που ήταν και η μόνη χρονιά στην καριέρα του Τσάμπερλεϊν που δεν κατάφερε να προκριθεί.[156]
Η αποτυχία της προηγούμενης χρονιάς οδήγησε σε παραίτηση τον προπονητή και έτσι τη σεζόν 1963–64 οι Ουόριορς προσέλαβαν τον Άλεξ Χάνουμ (Alex Hannum). Ο Τσάμπερλεϊν δεν ανέπτυξε καλές σχέσεις με τον Χάνουμ και μάλιστα η σχέση τους έγινε ακόμα πιο άσχημη όταν ο Χάνουμ θέλησε να περιορίσει το χρόνο συμμετοχής του υπέρ του Νέιτ Θέρμοντ, τον οποίο οι Ουόριορς είχαν επιλέξει ως τρίτο στα ντραφτ του 1963. Στόχος του προπονητή ήταν ο πιο ισορροπημένος τρόπος λειτουργίας στην επίθεση και η εστίαση του Τσάμπερλεϊν στην άμυνα.[157][158] Παρά αυτή την αντιμετώπιση, ο Τσάμπερλεϊν ήταν και πάλι ο ηγέτης της ομάδας με μέσο όρο ανά παιχνίδι 36,9 πόντους και 22,3 ριμπάουντ, χάνοντας την πρώτη θέση από το Ράσελ. Ήταν πρώτος σκόρερ και στην καλύτερη πεντάδα της χρονιάς για μία ακόμη φορά.[101][159] Στις 27 Νοεμβρίου 1963 στη νίκη επί των Νικς (118–89), κατάφερε την επίδοση των 18/18 δίποντων (επίδοση ρεκόρ την εποχή εκείνη), αν και είχε χάσει το πρώτο σουτ. Πέρα από το τελικό 18/19 στα δίποντα που μέτρησε (94,7 % ποσοστό ευστοχίας), είχε 38 πόντους, 17 ριμπάουντ σε μόλις 33 λεπτά συμμετοχής.[76][160][161] Η ομάδα μεταμοφωμένη έφτασε στα τελικά της περιφέρειας για να χάσει από τους Μπόστον Σέλτικς με 4–1 νίκες. Ο Τσάμπερλεϊν είχε 29,2 πόντους και 17,6 ριμπάουντ στη σειρά χάνοντας από τον Ράσελ των 25,2 ριμπάουντ.[162][163][164]
Τη σεζόν 1964–65, στις 22 Νοεμβρίου 1964 και το παιχνίδι μεταξύ Σαν Φρανσίσκο Ουόριορς-Ντιτρόιτ Πίστονς (97–99) ο Τσάμπερλεϊν σημείωσε 50 πόντους και μάζεψε 40 ριμπάουντ για πέμπτη και τελευταία φορά στην καριέρα του. Παραμένει ο μοναδικός παίκτης στην ιστορία του ΝΒΑ που έχει πετύχει quadruple double-double: αυτό σημαίνει ότι τελείωσε έναν αγώνα έχοντας τουλάχιστον 40 σε δύο στατιστικές κατηγορίες (πόντοι, ριμπάουντ ή ασίστ).[75][165] Στα μέσα της περιόδου ο Τσάμπερλεϊν αποφασίζει να φύγει από τους Ουόριορς ύστερα από 5,5 χρόνια. Ο ιδιοκτήτης της ομάδας αντιμετώπισε σοβαρά οικονομικά προβλήματα και η μεταγραφή του κορυφαίου παίκτη στους Φιλαδέλφεια 76ερς ήταν λύση με πόσο 150.000 δολαρίων και τρεις παίκτες ως αντάλλαγμα.[24] Στις 29 Δεκεμβρίου 1999 οι Ουόριορς απέσυραν τη φανέλα με το νούμερο 13 προς τιμήν του.[166][167] Παρά το μικρό χρονικό διάστημα παραμονής του στην ομάδα παρέμεινε πρώτος σκόρερ της ιστορίας της για περισσότερο από μισό αιώνα.[168][169] Προτού φύγει από τους Ουόριορς είχε αποφασίσει ότι θα αποσυρόταν από το ΝΒΑ μετά από εκείνη τη σεζόν και να ενταχθεί στους Χάρλεμ Γκλοουμπτρότερς και πάλι. Ο Άικ Ρίτσμαν (Ike Richman), ο οποίος κατείχε το 50 % των Σίξερς και ήταν φίλος του Τσάμπερλεϊν, του είχε ζητήσει να παίξει στους Σίξερς με κίνητρο το ήμισυ του 50 % της ιδιοκτησίας του. Η συμφωνία τους ήταν προφορική και ο αιφνίδιος θάνατος του Ρίτσμαν σε αγώνα των Σίξερς με τους Σέλτικς μετά τη μεταγραφή του Τσάμπερλεϊν, δεν έγινε σεβαστή από τον κάτοχο του υπόλοιπου ποσοστού της ομάδας στερώντας τη δυνατότητα στον Τσάμπερλεϊν να γίνει ο πρώτος μαύρος μέτοχος ομάδας του NBA. Ο ίδιος σχεδίαζε ακόμα τη δημιουργία νέας ομάδας στο πρωτάθλημα στην οποία ο ίδιος θα ήταν σημαντικός μέτοχος, σκέψη που ούτε και αυτή υλοποιήθηκε.[67][170][171]
Φιλαδέλφεια 76ερς
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στο τέλος της αγωνιστικής περιόδου, ο Τσάμπερλεϊν μετρούσε 34,7 πόντους και 22,9 ριμπάουντ και με τις δύο ομάδες. Ήταν η πρώτη μετά από πέντε σεζόν που δεν ήταν πρώτος σε χρόνο συμμετοχής στην κανονική περίοδο. Χωρίς τον Τσάμπερλεϊν οι Ουόριορς είδαν κατακόρυφη πτώση εκείνη τη χρονιά κάνοντας μόλις 17 νίκες σε 80 παιχνίδια. Οι Σίξερς αντίθετα κατάφεραν να φτάσουν στα τελικά της περιφέρειας, όπου ηττήθηκαν από τους Σέλτικς με 4–3.[173][174]
Στον τελευταίο μάλιστα αγώνα που παίχθηκε στη Βοστώνη, οι Σέλτικς επικράτησαν 110–109 σε μία συνάντηση που έμεινε στην ιστορία για πολλούς λόγους. Λιγότερο από δύο λεπτά πριν τη λήξη οι Σέλτικς ήταν μπροστά με 110–103 και ο Τσάμπερλεϊν με έξι δικούς του πόντους μείωσε φτάνοντας τους 30 στον αγώνα και έχοντας και 32 ριμπάουντ. Δευτερόλεπτα πριν το τέλος οι Σίξερς είχαν την ευκαιρία για την ανατροπή, αφού είχαν την επαναφορά στη βασική γραμμή των Σέλτικς. Ο Τζον Χάβλιτσεκ όμως έκλεψε την μπάλα σε μία από τις πιο ιστορικές στιγμές της ζωής του πρωταθλήματος και έδωσε την πρόκριση στους Σέλτικς.[174][175][176] Στη σειρά εκείνη των πλέι οφ ο Τσάμπερλεϊν πήρε 220 ριμπάουντ, επίδοση ρεκόρ για σειρά επτά αγώνων πλέι οφ.[16][177]
Η περίοδος 1965–66 είδε τον Τσάμπερλεϊν να ολοκληρώνει με 33,5 πόντους και 24,6 ριμπάουντ και να κερδίζει - μόλις - το δεύτερο βραβείο του πολυτιμότερου παίκτη της κανονικής περιόδου μετά το 1960.[178][179] Ήταν πρώτος σκόρερ για έβδομη συνεχόμενη φορά έχοντας σε όλες τις σεζόν πάνω από 30 πόντους (και οι τρεις επιδόσεις ήταν ρεκόρ), ριμπάουντερ για να πέμπτη φορά και στην καλύτερη ομάδα της χρονιάς για πέμπτη φορά επίσης. Ήταν για έκτη φορά πρώτος σε χρόνο συμμετοχής.[101][180][173] Έφτασε τους 20.000 πόντους στο πρωτάθλημα σε μόλις 499 αγώνες με μία ελεύθερη βολή σε συνάντηση με τους Νικς, γρηγορότερα από οποιοδήποτε άλλο, ρεκόρ που παραμένει ακατάρριπτο.[181][182] Στις 14 Φεβρουαρίου 1966 έφτασε τους 20.881 πόντους με μία ακόμη ελεύθερη βολή απέναντι στους Ντιτρόιτ Πίστονς (στον αγώνα σημείωσε 41) και έγινε ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία του NBA ξεπερνώντας το Μπομπ Πετίτ παραλαμβάνοντας ένα έπαθλο ύψους δυόμισι μέτρων.[183][184][185] Αυτή ήταν η τελευταία χρονιά που ξεπερνούσε το όριο των 2.000 πόντων σε κανονική περίοδο και ήταν πρώτος σκόρερ του NBA,[186] ενώ η βελτίωση του στο ομαδικό παιχνίδι αντανακλάται από την τρίτη θέση στις ασίστ. Στο πρωτάθλημα οι Σίξερς πέτυχαν ρεκόρ συλλόγου στην κανονική περίοδο με 55–25 νίκες - ήταν και η καλύτερη επίδοση του πρωταθλήματος έχοντας πλεονέκτημα έδρας για πρώτη φορά, έφτασαν και πάλι στα τελικά της περιφέρειας, όπου έχασαν και πάλι από τους Σέλτικς με 4–1 νίκες. Οι Σέλτικς κέρδισαν τα δύο πρώτα παιχνίδια εκτός έδρας με τον Τσάμπερλεϊν να παίζει έπαιζε εντός του συνηθισμένου του βεληνεκούς, ενώ οι συμπαίκτες του σούταραν κάτω με ποσοστό κάτω από το 40 %. Στο τρίτο παιχνίδι ο Τσάμπερλεϊν σημείωσε 31 πόντους και είχε 27 ριμπάουντ οδηγώντας την ομάδα στη νίκη. Στο τέταρτο οι Σέλτικς επικράτησαν και πάλι, ενώ στο πέμπτο παιχνίδι οι 46 πόντους και τα 34 ριμπάουντ του Τσάμπερλεϊν δεν ήταν αρκετά για τη νίκη.[187] Το πρώτο παιχνίδι έγινε την επόμενη μέρα της δολοφονίας του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ με τους Τσάμπερλεϊν και Ράσελ να υποστηρίζουν την αναβολή του αγώνα, χωρίς όμως να πείθουν και τους υπόλοιπους παίκτες στη συνάντηση που θα αποφάσιζαν τη διεξαγωγή ή όχι του αγώνα.[188][189] Ο Τσάμπερλεϊν αργότερα δήλωσε ότι το συγκεκριμένο γεγονός επηρέασε την πολιτική του στάση υποστηρίζοντας τους Ρεπουμπλικάνους στις επόμενες εκλογές, χωρίς μέχρι τότε να έχει πάρει θέση σε πολιτικά ή κοινωνικά θέματα. Μάλιστα, καθώς η δημοσιότητα στη ζωή του ήρθε πολύ νωρίς, το 1960 είχε απορρίψει πρόταση του υποψηφίου των Δημοκρατικών και μετέπειτα προέδρου Τζον Κένεντι για την υποστήριξή του στις επόμενες εκλογές. Είχε γνωριστεί με τον Ρίτσαρντ Νίξον σε αεροπορικό ταξίδι και η σύντομη γνωριμία τον έπεισε για το αξιόλογο του προγράμματός του, δεχόμενος έντονη κριτική από τον τύπο για την επιλογή του, καθώς ο μαύρος πληθυσμός ήταν σταθερά υποστηρικτής των Δημοκρατικών. Ο Νίξον είχε δημιουργήσει φήμη ηττοπαθή, κάτι που επηρέασε και των παίκτη των Σίξερς βλέποντας ένα κομμάτι του εαυτού του σε αυτόν, όπως έγραψε στα απομνημονεύματά του αργότερα. Στο χρονικό διάστημα αυτό ο Τσάμπερλεϊν επισκέφθηκε πολλές συνοικίες μαύρου πληθυσμού σε όλη τη χώρα. Ήλπιζε να φέρει το ενδιαφέρον του για άλλα θέματα στο Λευκό Οίκο. Οι πολιτικές θέσεις που όμως πήρε ο υποψήφιος αντιπρόεδρος Σπύρο Άγκνιου απογοήτευσαν τον Τσάμπερλεϊν που σταδιακά απομακρύνθηκε πριν τις εκλογές και ουδέποτε έκτοτε ασχολήθηκε με ανάλογη δραστηριότητα. Ίσως περισσότερο έντονα εκείνη την εποχή, αθλητές με έντονη πολιτική έκφραση διακινδύνευσαν την καριέρα τους.[190][191]
Τη σεζόν 1966–67 προπονητής στους Σίξερς ανέλαβε ένας παλιός γνώριμος του Τσάπερλεϊν, ο Άλεξ Χάνουμ που ήταν προπονητής του στους Ουόριορς τις δύο τελευταίες χρονιές που ο Τσάμπερλεϊν αγωνίζονταν στην ομάδα του Σαν Φρανσίσκο. Οι δυο τους τελικά συμφιλιώθηκαν και ο Τσάμπερλεϊν πείστηκε από τον προπονητή να δουλέψει περισσότερο στην άμυνα, κάτι που έγινε με ιδιαίτερη επιτυχία.[177][192] Η διαφοροποίηση αυτή περιλάμβανε βοήθειες σε άμυνα επίθεση, ακόμα και στην κυκλοφορία της μπάλας, θυσιάζοντας τον εαυτό του για την ομάδα, γεγονός ασυνήθιστο μέχρι τότε, που έγινε εύκολα αντιληπτό, κυρίως από τους προσωπικούς του αντιπάλους.[193] Το αποτέλεσμα ήταν να πέσει σημαντικά στο σκοράρισμα στους 24,1 πόντους (τρίτος στο πρωτάθλημα) περιορίζοντας τις επιθετικές του προσπάθειες σχεδόν στις μισές, μάζεψε όμως ίδιο σχεδόν μέσο όρο ριμπάουντ, είχε το υψηλότερο ποσοστό ευστοχίας στα δίποντα στην μέχρι τότε καριέρα του με 68,3 %, ήταν τρίτος στις ασίστ με 7,8 ανά παιχνίδι και κέρδισε για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά και τρίτη συνολικά το βραβείο του πολυτιμότερου παίκτη της κανονικής περιόδου.[178][194][195] Μέσα στη σεζόν στον αγώνα με αντίπαλο τους Μπάλτιμορ Μπούλετς πέτυχε για δεύτερη φορά σε αγώνα τριπλ-νταμπλ με 30 ή περισσότερους πόντους χωρίς να χάσει ούτε μία προσπάθεια (42 πόντοι, 30 ριμπάουντ, 10 ασίστ με 18 στα 18 σουτ εντός πεδιάς) και μέχρι σήμερα παραμένει ο μόνος που το έχει καταφέρει.[196][197]
Εκείνη τη χρονιά οι Σίξερς με τους Τσάμπερλεϊν κυρίαρχο στην άμυνα και τους ικανούς σκόρερ και μετέπειτα Hall of Famers Χαλ Γκριρ και Μπίλι Κάνινγχαμ, ολοκλήρωσαν με ρεκόρ 68–13, σημειώνοντας τις περισσότερες νίκες που είχε κάνει ομάδα στην ιστορία του NBA θεωρούμενη ευρέως ως η καλύτερη στην ιστορία του συλλόγου.[198][199][200] Η επίδοση αυτή είναι η τέταρτη καλύτερη όλων των εποχών και υπολείπεται των Λέικερς όταν είχαν τον Τσάμπερλεϊν στη σύνθεσή τους 1971–72, των Σικάγο Μπουλς το 1995–96, όταν σημείωσαν 72 νίκες και 10 ήττες και οι Σαν Φρανσίσκο Ουόριορς το 2015–16, όταν πέτυχαν 73 νίκες και 9 ήττες, ρεκόρ το οποίο αποτελεί το καλύτερο μέχρι σήμερα.[201][202] Στην επίθεση η ομάδα της Φιλαδέλφεια εφάρμοσε το λεγόμενο τριγωνικό σύστημα, κάτι που χρησιμοποίησαν εκτεταμένα και οι Σικάγο Μπουλς τη δεκαετία του 1990.[203][204]
Η ομάδα έφτασε για τρίτη συνεχόμενη χρονιά στα τελικά της περιφέρειας όπου θα αντιμετώπιζαν ξανά τους πανίσχυρους εκείνη τη δεκαετία Μπόστον Σέλτικς που είχαν πανηγυρίσει τα οκτώ τελευταία πρωταθλήματα του NBA. Οι Σίξερς αυτή τη φορά νίκησαν εύκολα τη σειρά με 4–1 με τον Τσάμπερλεϊν να έχει στον πρώτο αγώνα 24 πόντους, 32 ριμπάουντ (και ανεπίσημα 14 ασίστ και 12 κοψίματα).[205][206] Στον τρίτο αγώνα της 5ης Απριλίου σημείωσε ρεκόρ σε αγώνα πλέι οφ με 41 ριμπάουντ που παραμένει ακατάρριπτο.[207][208][209] Ο τέταρτος αγώνας είχε νικήτρια την ομάδα της Βοστώνης και ο πέμπτος θριαμαβευτές τους παίκτες των Σίξερς, που μέσα σε πανηγυρισμους των φιλάθλων τους επιβλήθηκαν με 131-104 με τον Τσάμπερλεϊν να έχει 29 πόντους, 36 ριμπάουντ και 13 ασίστ.[210] Στη σειρά είχε μέσο όρο 21,6 πόντους, 32,0 ριμπάουντ και 10,0 ασίστ, στη μόνη φορά που η ομάδα του Τσάμπερλεϊν νίκησε σε σειρά πλέι οφ αυτή του Ράσελ.[30] Στους τελικούς του πρωταθλήματος οι Σίξερς αντιμετώπισαν την παλιά ομάδα του Τσάμπερλεϊν, τους Σαν Φρανσίσκο Ουόριορς επί των οποίων επικράτησαν με 4–2 νίκες. Στη σειρά των τελικών είχε μέσους όρους 17,7 πόντους και 28,5 ριμπάουντ, ενώ στον τελευταίο αγώνα (125–122) η συμβολή του ήταν καθοριστική καθώς μάζεψε οκτώ ριμπάουντ και είχε έξι κοψίματα στον τέταρτο δωδεκάλεπτο.[83][211] Χαρακτηριστικό αυτών των πλέι οφ ήταν ότι οι βασικές επιδόσεις του Τσάμπερλεϊν (21,7 πόντοι, 29,1 ριμπάουντ, 9,0 ασίστ) παραμένουν οι καλύτερες όλων των εποχών και ο μέσος όρος των ασίστ είναι ιδιαίτερα ασυνήθιστος για σέντερ.[212][213] Ήταν το πρώτο πρωτάθλημα στην καριέρα του Τσάμπερλεϊν.[41][179] Για πρώτη φορά επαινέθηκε δημόσια και ευρέως για την ομαδική του συνεισφορά, αλλά αυτό δεν κράτησε για πολύ.[52][214]
Την επόμενη αγωνιστική περίοδο ο Τσάμπερλεϊν με 24,3 πόντους και 23,8 ριμπάουντ (τρίτος σκόρερ και πρώτος ριμπάουντερ για έβδομη φορά) βραβεύθηκε και πάλι ως πολυτιμότερος παίκτης της περιόδου και κάνοντας επίδειξη ομαδικότητας ήταν πρώτος στις ασίστ με μέσο όρο 8,2 ανά αγώνα. Είναι ο μόνος σέντερ στην ιστορία του NBA που ήταν πρώτος στις ασίστ σε μία αγωνιστική περίοδο (1967–68).[38][215][216] Επίσης, είναι ο μόνος που ήταν ταυτόχρονα πρώτος σε ασίστ και ριμπάουντ την ίδια χρονιά.[76][217] Σε αντίθεση με την συχνά διατυπωθείσα γνώμη που τον θέλει ως εγωιστικό παίκτη, που ασχολούταν πρωτίστως με την προσωπική του επιτυχία και τα στατιστικά του, η πραγματικότητα έδειξε ότι ήταν ικανός να θυσιάσει οποιαδήποτε ατομική ματαιοδοξία για το θρίαμβο των ομάδων του.[218][219] Στα πρώτα του 16 παιχνίδια είχε μόνο 15 πόντους μέσο όρο κάνοντας ελάχιστες προσπάθειες.[220] Στις 4 Νοεμβρίου 1967 με αντίπαλο την πρώην ομάδα του Ουόριορς, έκανε ένα ακραία ασύνηθες παιχνίδι κλέβοντας τις εντυπώσεις των συμπαικτών του, του προπονητή του, των αντιπάλων, ακόμη και του κοινού. Όχι απαραίτητα το πιο θεαματικό, σίγουρα ένα από τα πιο τολμηρά, που παραξένευσε μέχρι και τον προπονητή του. Σε όλη τη διάρκεια του αγώνα δεν επιχείρησε καμία προσπάθεια εντός πεδιάς: σε 44 λεπτά είχε 18 ριμπάουντ, 13 ασίστ και ένα πόντο από ελεύθερη βολή. Το τέλος βρήκε νικήτρια την ομάδα της Φιλαδέλφειας με 117–113 και δύο δημοσιογράφοι που εξεπλάγησαν από αυτή την αγωνιστική του παρουσία έσπευσαν να τον ρωτήσουν: «Κερδίσαμε, έτσι δεν είναι;» ήταν η απάντησή του.[221] Η στρατηγική θα ήταν η σωστή αλλά μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου είχαν ήδη χάσει εννέα παιχνίδια, ή τα δύο τρίτα του αριθμού που έχασαν όλη την περασμένη σεζόν και ο προπονητής κινητοποίησε ξανά τον Τσάμπερλεϊν επιθετικά.[220] Στις 2 Φεβρουαρίου 1968 απέναντι στους Πίστονς σημείωσε το πρώτο double triple-double (από 20 σε τρεις κατηγορίες στατιστικής) στην ιστορία του πρωταθλήματος με 22 πόντους, 25 ριμπάουντ και 21 ασίστ (επίδοση ρεκόρ καριέρας), επίτευγμα που έχει επαναληφθεί μία φορά ακόμη έκτοτε.[222][223][224] Στα πλέι οφ η ομάδα έφτασε για άλλη μία φορά στα τελικά της περιφέρειας όπου αντιμετώπισαν και πάλι την ομάδα της Βοστώνης. Αν και οι Σίξερς προηγούνταν με 3–1 νίκες, οι Σέλτικς έκαναν την ανατροπή και επιβλήθηκαν στη σειρά με 4–3 νίκες, με τον τελευταίο αγώνα στη Φιλαδέλφεια να κρίνεται υπέρ των φιλοξενούμενων με 100–96 προκαλώντας μεγάλη απογοήτευση στους πάνω από 15.000 οπαδούς τους που ήταν στο γήπεδο. Τέτοια ανατροπή γινόταν πρώτη φορά στην ιστορία του ΝΒΑ.[225] Στο τελευταίο παιχνίδι ο Τσάμπερλεϊν μάζεψε 34 ριμπάουντ αλλά έκανε μόνο μία επιθετική προσπάθεια στο δεύτερο ημίχρονο και τελείωσε τη συνάντηση με μόνο 14 πόντους, γεγονός που προκάλεσε την έκπληξη των δημοσιογράφων και των οπαδών της ομάδας. Ο ίδιος δήλωσε μετά ότι «δεν μπορώ να κάνω αυτό που δεν μου λένε να κάνω».[226][227]
Εκείνη τη χρονιά σημείωσε και ένα αρνητικό ρεκόρ στην καριέρα του, την 1η Δεκεμβρίου 1967 όταν οι Σίξερς είχαν αντιμετωπίσει τους Σιάτλ Σούπερσονικς. Κυριάρχησε με 52 πόντους, 37 ριμπάουντ και οδήγησε την ομάδα του στην εύκολη νίκη με 133–109 αλλά ήταν ο αγώνας όπου αστόχησε 22 φορές από τη γραμμή των ελεύθερων βολών έχοντας 8/30, αντικείμενο στο οποίο ήταν το πιο αδύνατο σημείο της αγωνιστικής του παρουσίας, παρά τις πολλαπλές διαφορετικές πρακτικές που χρησιμοποίησε κατά καιρούς για να βελτιωθεί. Μάλιστα το εν λόγω ρεκόρ καταρρίφθηκε μετά από 49 χρόνια.[228][229][230] Η βασική αυτή αδυναμία του αντανακλάται από το πέμπτο χαμηλότερο ποσοστό ελεύθερων βολών καριέρας στην ιστορία του NBA με 51,1 % (με βάση τουλάχιστον 1.500 προσπάθειες) και το μεγαλύτερο αριθμό χαμένων προσπαθειών.[231][232] Συνολικά στις 11.862 βολές που επιχείρησε στην καριέρα του βρήκε στόχο μόλις στις 6.057, χάνοντας τη δυνατότητα να προσθέσει μερικές χιλιάδες πόντους στο στατιστικό του απολογισμό, που ίσως ακόμα να ήταν καλύτερος αν δεν κέρδιζε τόσα φάουλ.[231][233]
Λος Άντζελες Λέικερς
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το καλοκαίρι του 1968, ο Τσάμπερλεϊν πήρε μεταγραφή στους Λος Άντζελες Λέικερς έναντι ανταλλαγής με τον επίσης σέντερ Ντάρελ Ίμχοφ, που το 1962 αγωνίζονταν στους Νικς και ήταν προσωπικός αντίπαλος του Τσάμπερλεϊν όταν αυτός σημείωσε το ρεκόρ καριέρας. Η μεταγραφή έγινε με συμβόλαιο - ρεκόρ στην ιστορία του αθλήματος με τις ετήσιες αποδοχές του σχεδόν δυόμιση φορές υψηλότερες από τον μέχρι τότε πιο υψηλόμισθο παίκτη του πρωταθλήματος. Το ποσό ανεπίσημα προέβλεπε ετήσιες απολαβές 250.000 δολαρίων. Η ομάδα ήταν ισχυρή και σημαντικά ισορροπημένη με τους Έλτζιν Μπέιλορ και Τζέρι Ουέστ να έχουν σίγουρη επιθετική δυνατότητα, αναλαμβάνοντας τις πρωτοβουλίες στην επίθεση και η δυνατότητα κατάκτησης τίτλων να φαίνεται πιο εφικτή.[52][60][234] Επιπλέον, ο ίδιος επιθυμούσε τη μετακόμιση στο Λος Άντζελες με τους γονείς του να μένουν εκεί, ενώ η πόλη θεωρούταν πιο προοδευτική.[235]
Την αγωνιστική περίοδο 1968–69 ο Τσάμπερλεϊν σημείωσε κατά μέσο όρο 20,5 πόντους και μάζεψε 21,1 ριμπάουντ ανά παιχνίδι (πρώτος του πρωταθλήματος για μια ακόμη φορά), ενώ για πρώτη φορά στην καριέρα του δεν ήταν ο πρώτος σκόρερ της ομάδας με τους δύο άλλους συμπαίκτες του να έχουν την επιθετική πρωτοβουλία. Παρά το γεγονός ότι συνδυάστηκε καλά με τους νέους συμπαίκτες του, η ομάδα συνέχισε να μην κατακτά τίτλο: τερμάτισαν στην πρώτη θέση της Δυτικής Περιφέρειας με επίδοση 55–27 νίκες, ενώ στα πλέι οφ έφτασαν μέχρι τους τελικούς του πρωταθλήματος, όπου έχασαν από τους παλαιούς γνώριμους, Μπόστον Σέλτικς.[234][236] Το παιχνίδι της 9ης Φεβρουαρίου 1969 με αντίπαλο τους Φοίνιξ Σανς έδωσε ένα μάλλον ακραίο παράδειγμα χαρακτηριστικών στοιχείων του παιχνιδιού του: σημείωσε 66 πόντους με 29 στις 35 προσπάθειες (υψηλότατο ποσοστό ευστοχίας 82,9 %) και 8 στις 18 ελεύθερες βολές (ποσοστό μόλις 44,4 %).[153][237] Στο All Star Game εκείνης της χρονιάς ένα κάρφωμά του ήταν τόσο δυνατό που έσκισε ένα δάκτυλο του αντιπάλου σέντερ Ουές Άνσελντ, μνήμη που έμεινε στον ίδιο δεκαετίες αργότερα.[238] Στην κανονική περίοδο οι Λέικερς είχαν νικήσει τα τέσσερα από τα έξι μεταξύ τους παιχνίδια και είχαν πλεονέκτημα έδρας.[239][240] Το έβδομο παιχνίδι (μέχρι τότε 3–3) παρουσίασε μια σουρεαλιστική σκηνή: εν αναμονή της νίκης των Λέικερς, ο ιδιοκτήτης της ομάδας έβαλε χιλιάδες μπαλόνια στους στύλους του γηπέδου Φόρουμ του Λος Άντζελες. Οι Λέικερς έφτασαν να νικούν με 91–76 μετά από τα τρία τέταρτα της συνάντησης. Στη συνέχεια ο Τσάμπερλεϊν υπέστη κάκωση συνδέσμων στο γόνατό του και έπρεπε να αντικατασταθεί. Με τρία λεπτά να μένουν, οι Λέικερς έπεσαν στο 103–102 και τελικά έχασαν το παιχνίδι 108–106. Μετά τον αγώνα, πολλοί αναρωτήθηκαν γιατί ο Τσάμπερλεϊν βγήκε στα τελευταία σχεδόν έξι λεπτά. Τη στιγμή της τελικής του αντικατάστασης, είχε σημειώσει 18 πόντους (επιτυγχάνοντας επτά από τις οκτώ προσπάθειές του) και είχε μαζέψει 27 ριμπάουντ.[65][241][242] Παρ' αυτά οι εμφανίσεις του στη σειρά δεν ήταν καλές έχοντας μέσο όρο μόνο 11,7 πόντους με χαμηλά ποσοστά ευστοχίας.[240][243] Μετά την ήττα ο προπονητής Μπατς Φαν Μπρέντα Κολφ (Butch van Breda Kolff), επικρίθηκε έντονα από τύπο και φιλάθλους καθώς ο Τσάμπερλεϊν επιβεβαίωσε ότι ήταν σε θέση να επιστρέψει. Η απώλεια του τίτλου κόστισε στον προπονητή τη θέση του.[244][245][246]
Την αγωνιστική περίοδο 1969–70 ο Τσάμπερλεϊν αγωνίστηκε σε μόλις 12 παιχνίδια λόγω τραυματισμού (ρήξη επιγονατιδικού τένοντα στο ένατο παιχνίδι της κανονικής περιόδου) διατηρώντας σε αυτά τα στατιστικά στοιχεία αυτών των χρόνων της καριέρας του, όμως οι Λέικερς κατάφεραν και τερμάτισαν στη δεύτερη θέση της Δυτικής περιφέρειας πίσω από τους Ατλάντα Χοκς. Στα πλέι οφ η ομάδα του Λος Άντζελες με την επιστροφή του Τσάμπερλεϊν (ο οποίος αγωνίστηκε και στα 18 παιχνίδια έχοντας μέσους όρους 22,1 πόντους και 22,2 ριμπάουντ[14]) νίκησαν τους Φοίνιξ Σανς με 4–3, σάρωσαν τους Χοκς με 4–0 και έφτασαν και πάλι στους τελικούς του πρωταθλήματος όπου ηττήθηκαν ξανά με 4–3 νίκες, αυτή τη φορά από τους Νιου Γιορκ Νικς.[247][248] Στο έκτο παιχνίδι που έγινε στο Λος Άντζελες ο Τσάμπερλεϊν είχε 45 πόντους και 27 ριμπάουντ επιτυγχάνοντας την ισοφάριση των τελικών, αλλά στο έβδομο παιχνίδι στη Νέα Υόρκη περιορίστηκε επιθετικά σημαντικά από τον αντίπαλο σέντερ Ουίλις Ριντ και ο τίτλος πήγε στην ομάδα της πόλης.[249][250]
Την επόμενη αγωνιστική περίοδο, οι Λέικερς συνέχισαν να έχουν ως στόχο το πρωτάθλημα. Με τον Τσάμπερλεϊν να σκοράρει κατά μέσο όρο 20,7 πόντους και να μαζεύει 18,2 ριμπάουντ [251] τερμάτισαν και πάλι στη δεύτερη θέση της Δυτικής Περιφέρειας και έφτασαν ως τους τελικούς της, όπου έχασαν με 4–1 από τους μετέπειτα πρωταθλητές Μιλγουόκι Μπακς.[247][252]
Τη σεζόν 1971–72 ο 35 ετών πλέον Τσάμπερλεϊν, έκανε άλλη μία αξιοπρεπή χρονιά στην κανονική περίοδο με 14,8 πόντους και 19,2 ριμπάουντ, έχοντας αξιοσημείωτα υψηλό ποσοστό ευστοχίας (64,5 %, παραμένει το δεύτερο υψηλότερο στην ιστορία των Λέικερς).[247][253] Οι Λέικερς ήταν ασταμάτητοι διαθέτοντας την καλύτερη ομάδα της ιστορίας τους και μία από τις καλύτερες ομάδες όλων των εποχών και με ρεκόρ 69–13 κατέρριψαν την ως τότε καλύτερη επίδοση των Φιλαδέλφεια 76ερς. Η ομάδα της Φιλαδέλφεια την είχε επιτύχει με τον Τσάμπερλεϊν στη σύνθεσή της. Επίσης, έκαναν το διατηρητέο ως σήμερα ρεκόρ των 33 συνεχόμενων νικών.[254][255][256] Κατά τη διάρκεια της κανονικής περιόδου ο τραυματισμός του αρχηγού Μπέιλορ και η επακόλουθη αποχώρησή του, ανάγκασαν τον προπονητή Μπιλ Σάρμαν να αυξήσει τις απαιτήσεις του στις αμυντικές υποχρεώσεις του Τσάμπερλεϊν (με τον ίδιο να ανταποκρίνεται εξαιρετικά), ενώ χρειάστηκε και η επισταμένη βοήθειά του στη συνεργατική επιθετική δραστηριότητα.[257][258] Οι Λέικερς έμειναν αήττητοι για περισσότερο από δύο μήνες ξεκινώντας από τις 5 Νοεμβρίου 1971, έχοντας τις τρεις πρώτες νίκες τους σε ισάριθμες συνεχόμενες βραδιές. Ο Τσάμπερλεϊν ανέλαβε αρχηγός της ομάδας και στην όγδοη νίκη επί των Σέλτικς σημείωσε ένα από τα πιο περίεργα τριπλ νταμπλ της καριέρας του με 31 ριμπάουντ, 10 ασίστ και 13 κοψίματα. Στις 12 Δεκεμβρίου 1971, οι Λέικερς κέρδισαν τον 21ο συνεχόμενο αγώνα τους, καταρρίπτοντας το ρεκόρ της προηγούμενης χρονιάς από τους Μπακς. Σε μόνο ένα παιχνίδι με τους Φοίνιξ Σανς χρειάστηκε η παράταση. Η ήττα ήρθε στον 34ο αγώνα της 9ης Ιανουαρίου 1972 από τους πρωταθλητές του Μιλγουόκι, με 16 πόντους διαφορά σε ένα παιχνίδι που χαρακτηρίστηκε από ομαδική αστοχία και η απόδοση του ανερχόμενου Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ ήταν σαφώς υπέρτερη αυτής του σέντερ των Λέικερς επηρεάζοντας την εξέλιξη.[259][260][261] Παραμένει η μεγαλύτερη σειρά νικών στον αμερικανικό επαγγελματικό αθλητισμό.[262] Στις 16 Φεβρουαρίου 1972 στην ήττα με 110–109 από τους Σανς, με κανένα άλλο παίκτη να μην έχει σημειώσει ακόμη ούτε 25.000 πόντους - και μόνο πέντε να έχουν 20.000 - ο σέντερ των Λέικερς γίνεται ο πρώτος που έφτασε τους 30.000 και σε λιγότερους αγώνες από οποιοδήποτε άλλο μετά από αυτόν. Στο 13ο έτος του στο πρωτάθλημα, πέτυχε το ορόσημο στο τρίτο δωδεκάλεπτο της συνάντησης. Το παιχνίδι στο Φοίνιξ σταμάτησε, στον Τσάμπερλεϊν δόθηκε η μπάλα και έλαβε μόνιμη επευφημία από το πλήθος των 12.534 φιλάθλων.[13][263][264] Την ίδια σεζόν και στις 30 Ιανουαρίου 1972 στον αγώνα με τους Πόρτλαντ Τρέιλ Μπλέιζερς (153–131), ο Τσάμπερλεϊν με το 12ο ριμπάουντ του ένα λεπτό και 54 δευτερόλεπτα πριν τη λήξη του πρώτου τέταρτου, κατάφερε να φτάσει τα 21.621 ξεπερνώντας το Μπιλ Ράσελ στη συνολική κατάταξη των ριμπάουντ, φτάνοντας στην πρώτη θέση στην ιστορία του πρωταθλήματος. Σε εκείνο τον αγώνα είχε 24 μέχρι τη λήξη του.[265] Για πρώτη φορά ψηφίστηκε στην καλύτερη αμυντική πεντάδα του πρωταθλήματος.[101][234]
Οι Λέικερς προχώρησαν στα πλέι οφ ξεπερνώντας αήττητα το εμπόδιο των Σικάγο Μπουλς. Ο Τσάμπερλεϊν έπαιξε κάθε λεπτό στα τέσσερα παιχνίδια, είχε κατά μέσο όρο 14,5 πόντους και κυριάρχησε τη σειρά σε ριμπάουντ με 20,8 ανά παιχνίδι.[101] Στον τελικό της περιφέρειας αντιμετώπισαν τους Μιλγουόκι Μπακς που είχαν στην ομάδα τους τον Τζαμπάρ, το νέο μεγάλο σέντερ και MVP της κανονικής περιόδου. Στα 11 πρώτα παιχνίδια των αναμετρήσεων τους, ο παίκτης των Λέικερς είχε κατά μέσο όρο 22,8 πόντους και 17,6 ριμπάουντ, ενώ ο Τζαμπάρ κατά μέσο όρο 26,0 πόντους και 15,6 ριμπάουντ. Η κυριαρχία του Τσάμπερλεϊν επί του κατά 11 χρόνια νεότερου αντιπάλου του ήταν αξιοσημείωτη με 10,8 πόντους, 19,2 ριμπάουντ και το μοναδικό στην ιστορία διπλό κόψιμο στις δύο συνεχόμενες ραβέρσες του Τζαμπάρ ήταν σημαντικά δίνοντας στην ομάδα την πρόκριση. Ο Τζαμπάρ είχε αναλάβει το μεγαλύτερο μέρος της επιθετικής δραστηριότητας των Μπακς και είχε μέσο όρο 33,7 πόντους στη σειρά των έξι αγώνων, όμως δέχθηκε συνολικά 17 κοψίματα από τον Τσάμπερλεϊν. Η ηλικία του είχε επιβραδύνει τη στατιστική του, αλλά όλα τα άλλα προσόντα του ήταν ακόμα εκεί σε κορυφαίο επίπεδο.[266][267][268] Η ομάδα του Λος Άντζελες έφτασε μέχρι τους τελικούς του πρωταθλήματος και επικράτησε σε πέντε αγώνες στους Νιου Γιορκ Νικς κατακτώντας το πρωτάθλημα και διατήρησε το ρεκόρ νικών στο πρωτάθλημα για 24 χρόνια.[202][269] Στο τέταρτο παιχνίδι ο Τσάμπερλεϊν έσπασε το χέρι του, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να έχει 24 πόντους, 29 ριμπάουντ και οκτώ ασίστ, ενώ στο τελευταίο παιχνίδι που έληξε με νίκη των Λέικερς με 114–100, έκανε την καλύτερη εμφάνιση σημειώνοντας 24 πόντους, μαζεύοντας 27 ριμπάουντ και ακόμα οκτώ ασίστ και ισάριθμα κοψίματα.[83][258][270] Με συνολικά πολύ καλές εμφανίσεις ο Τσάμπερλεϊν αναδείχθηκε πολυτιμότερος παίκτης της σειράς των τελικών (τίτλος που καθιερώθηκε τη σεζόν 1968–69) έχοντας μέσο όρο 19,4 πόντους και 23,2 ριμπάουντ και κατέκτησε το δεύτερο τίτλο πρωταθλήματος της καριέρας του.[256][268][271] Επίσης, σε εκείνη τη σειρά έγινε πρώτος σκόρερ όλων των εποχών στα πλέι οφ και σημείωσε ρεκόρ ευστοχίας.[41] Οι Λέικερς ήταν πρωταθλητές μετά από οκτώ συνεχόμενες αποτυχίες σε τελικούς, ενώ ήταν το πρώτο πρωτάθλημα για την πόλη του Λος Άντζελες.[67][261]
Τη χρονιά 1972-73, τελευταία στην καριέρα του Τσάμπερλεϊν, οι Λέικερς έκαναν επίδοση 60–22 νίκες τερματίζοντας στη δεύτερη θέση της Δυτικής Περιφέρειας, καταφέρνοντας όμως να φτάσουν μέχρι τα τελικά του πρωταθλήματος όπου έχασαν τη σειρά με 4–1 από τους Νικς. Στην τελευταία του αγωνιστική περίοδο ο Τσάμπερλεϊν ολοκλήρωσε με 13,2 πόντους και 18,6 ριμπάουντ μέσο όρο ανά παιχνίδι, κερδίζοντας την πρωτιά για ενδέκατη φορά στη σχετική κατάταξη, επίδοση που παραμένει ακατάρριπτη. [272][273][274] Την τελευταία του χρονιά σημείωσε ρεκόρ καριέρας σε ποσοστό ευστοχίας με το πολύ υψηλό 72,7 % που είναι η δεύτερη καλύτερη επίδοση όλων των εποχών, ενώ ήταν ρεκόρ έως το 2020.[234][275][276] Για δεύτερη φορά συμπεριλήφθηκε στην καλύτερη αμυντική ομάδα της χρονιάς.[101][277] Κάθε ομάδα που έπαιζε εναντίον του έπρεπε να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο να είναι στο απόγειό του στο συγκεκριμένο παιχνίδι ή σε ένα κρίσιμο μέρος του μέχρι το τέλος της καριέρας του.[278] Την Πέμπτη 10 Μαΐου 1973, στο πέμπτο παιχνίδι των τελικών του ΝΒΑ στο Λος Άντζελες, έκανε την τελευταία εμφάνισή του στο ΝΒΑ. Σε ηλικία 37 ετών θα έχει 23 πόντους με 9 στις 16 προσπάθειες σουτ, 21 ριμπάουντ, τρεις ασίστ, δύο κοψίματα (αποτέλεσμα 102–93 υπέρ των Νικς).[26][279] Και στο τελευταίο του παιχνίδι πλέι οφ ξεπέρασε τα 10 ριμπάουντ όπως και στα άλλα 159 της καριέρας του.[76] Στις 9 Νοεμβρίου 1983 οι Λέικερς απέσυραν τη φανέλα με το νούμερο 13 που φορούσε στην ομάδα.[87][280]
Χαρακτηριστικά παιχνιδιού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η παρουσία του Τσάμπερλεϊν στο επαγγελματικό πρωτάθλημα των Ηνωμένων Πολιτειών συνοδεύτηκε από επιτεύγματά του που ήταν και εξακολουθούν να παραμένουν πρωτόγνωρα στην ιστορία.[173][281] Κλείνοντας την επαγγελματική του σταδιοδρομία ήταν ο κορυφαίος σκόρερ στην ιστορία του NBA με 31.419 πόντους και ο κορυφαίος ριμπάουντερ με 23.924, το δε δεύτερο ρεκόρ του παραμένει έως σήμερα.[75][101][282] Ο μέσος όρος πόντων ανά αγώνα (30,07 - τότε ο υψηλότερος) είναι ο δεύτερος καλύτερος στην ιστορία του πρωταθλήματος, ελάχιστα χαμηλότερος από αυτόν του Μάικλ Τζόρνταν.[283] Εξακολουθεί να κατέχει τους τέσσερις πρώτους μέσους όρους πόντων μιας σεζόν στην ιστορία του πρωταθλήματος, συμπεριλαμβανομένου του ρεκόρ του ΝΒΑ 50,4 πόντων ανά παιχνίδι το 1961–62 (οι άλλοι τρεις έρχονται, με φθίνουσα σειρά, κατά τη διάρκεια του 1962–63: 44,8 πόντοι ανά παιχνίδι, 1960–61: 38,3 και 1959–60: 37,6 πόντοι). Σημείωσε 118 φορές τουλάχιστον 50 πόντους (τέσσερις φορές περισσότερες από το δεύτερο της σχετικής λίστας Τζόρνταν), 32 φορές πάνω από 60 πόντους (πέντε φορές περισσότερες από το δεύτερο) και έξι φορές πάνω από 70 πόντους χωρίς κανένας να το έχει πετύχει ούτε καν δύο.[76][177][282] Τη σεζόν 1961–62 αγωνίστηκε σε 47 συνεχόμενα παιχνίδια χωρίς να βγει ούτε δευτερόλεπτο έχοντας μέσο όρο συμμετοχής σε εκείνο το πρωτάθλημα πάνω από την κανονική διάρκεια του αγώνα (μ.ο. 48,5 λεπτά), με επτά αγώνες να κρίνονται στην παράταση, ένας σε δύο παρατάσεις και ένας σε τρεις.[104] Εκείνη τη χρονιά, αγωνίστηκε κάθε λεπτό εκτός από τα τελευταία 8 λεπτά και 33 δευτερόλεπτα ενός παιχνιδιού με τους Λος Άντζελες Λέικερς. Σε εκείνο τον αγώνα δέχθηκε μια τεχνική ποινή και μετά άλλη μια, με αποτέλεσμα αυτόματη αποβολή.[56][284] Η επίδοση αυτή παραμένει ρεκόρ σε χρόνο συμμετοχής, με τις επτά καλύτερες όλων των εποχών να παραμένουν δικές του.[285] Επίσης, ένα ακόμα επίτευγμα είναι ότι ουδέποτε αποβλήθηκε με φάουλ κατά τη διάρκεια της καριέρας του έχοντας μέσο όρο τα δύο ανά αγώνα.[27][76] Ήταν πρώτος στο δείκτη PER επτά φορές.[206] Παρά τον πολύ σκληρό τρόπο αντιμετώπισής του μόνο μία φορά ενεπλάκει σε φιλονικία κατά τη διάρκεια αγώνα.[286] Έντεκα φορές ήταν κορυφαίος ριμπάουντερ, εννέα φορές ήταν ο πιο εύστοχος παίκτης, οκτώ φορές πρώτος σε λεπτά συμμετοχής (έχοντας ακόμα και σήμερα τις επτά καλύτερες επιδόσεις όλων των εποχών[92]), επτά φορές πρώτος σκόρερ και μία φορά ακόμη και σε ασίστ.[193][287][288] Ο μέσος όρος των ριμπάουντ του στα πλέι οφ ήταν 24,5 υστερώντας του Ράσελ.[273]
Είναι αξιοσημείωτο ότι ορισμένα στατιστικά στοιχεία του πρωταθλήματος δεν ξεκίνησαν να τηρούνται από την χρονολογική του έναρξη, όπως ο αριθμός των ασίστ και έτσι το γενικό σύνολο της καριέρας του σε αυτά υπολείπεται. Ο αριθμός των κοψιμάτων ξεκίνησε επίσημα να προσμετράται μετά το τέλος της καριέρας του, ενώ ανεπίσημα στοιχεία υπάρχουν από 112 αγώνες με μέσο όρο 8,8 κοψιμάτων ανά παιχνίδι, αριθμός πολύ υψηλότερος ακόμα και από το επίσημο ρεκόρ σεζόν που σήμερα είναι 5,5.[289][290][291] Η έλλειψη πλήρων στοιχείων εξαλείφει τη στατιστική του κυριαρχία και σε αυτό τον τομέα, με επιτεύγματά του να μην απολαμβάνουν τα εύσημα που δικαιούται για την επίτευξή τους.[292][293][294] Πάρα το γεγονός αυτό, στις πρωτιές της κανονικής περιόδου στα πέντε σημαντικότερα στατιστικά στοιχεία του αθλήματος (πόντοι, ριμπάουντ, ασίστ, κλεψίματα, κοψίματα) έχει 19 τίτλους, πολύ μακριά από το δεύτερο Τζόρνταν (13).[295] Ολοκλήρωσε την καριέρα του ως δεύτερος σε αριθμό τριπλ νταμπλ με 78, υστερώντας μόνο του Όσκαρ Ρόμπερτσον (που ευνοούνταν από το γεγονός της θέσης του παρέχοντας μεγάλο αριθμό ασίστ που συμπεριλαμβάνονταν στη τότε στατιστική), ενώ η επίδοση Τσάμπερλεϊν ήταν η καλύτερη για σέντερ για σχεδόν μισό αιώνα.[296][297] Ήταν 18 Μαρτίου του 1968 και σε ένα αγώνα Σίξερς-Λέικερς ο Τσάμπερλεϊν πετυχαίνει 53 πόντους, 32 ριμπάουντ, 14 ασίστ, 24 κοψίματα και 11 κλεψίματα. Και μαζί και το μοναδικό Quintuple – Double στην ιστορία του ΝΒΑ, αλλά παραμένει ανεπίσημο καθώς οι στατιστικές κοψιμάτων και κλεψιμάτων δεν ήταν επίσημες ακόμα.[298][299][300] Τέσσερις φορές πέτυχε Quadruple Doubles (πάνω από 10 σε τέσσερις διαφορετικές κατηγορίες- επίτευγμα που έχει καταγραφεί συνολικά επίσημα άλλες πέντε φορές στην ιστορία του NBA[301]), με την πιθανότητα λόγω της μη καταγραφής των κοψιμάτων στα 9/10 της καριέρας του, ο πραγματικός αριθμός να είναι πολλαπλάσιος.[302] Σε αγώνα με τους Πίστονς το 1968 είχε 26 κοψίματα, με το ισχύον επίσημο ρεκόρ να είναι μόλις 17. Στον αγώνα των Χριστουγέννων του 1968 με τηλεοπτική μετάδοση και αντίπαλο τους Φοίνιξ Σανς, μια πρόκληση που δέχθηκε ήταν αρκετή για να καταγραφούν 23 κοψίματα.[303] Τα γενικά αριθμητικά του σύνολα είναι υποδεέστερα των μέσων όρων του οφειλόμενα στις συγκριτικά λίγες χρονιές που αγωνίστηκε στο NBA (14). Τέλος, θα μπορούσαν να είναι μύθοι αλλά είναι πραγματικότητα τα περιστατικά αγώνων που δείχνουν τη δύναμη του παιχνιδιού του: σε αγώνα με το Σικάγο κάρφωσε τη μπάλα με όλη του τη δύναμη και καθώς αυτή έπεφτε στο πάτωμα χτύπησε στο δάχτυλο του Hall of Famer Τζόνι Κερ (Johnny Kerr), σπάζοντάς το. Ο ίδιος ο Κερ ανέφερε την ιστορία στο βιβλίο Tall Tales.[90][304] Η απόπειρα του Γκας Τζόνσον (Gus Johnson), ενός δίμετρου και βάρους 105 κιλών ιδιαίτερα δυναμικού φόργουορντ και από τους καλύτερους στα καρφώματα στο NBA τη δεκαετία του 1960 να καρφώσει μπροστά του στις 26 Νοεμβρίου 1966, όχι μόνο ήταν αποτυχημένη αλλά ο παίκτης των Μπάλτιμορ Μπούλετς υπέστη εξάρθρωση ώμου στην παράτολμη απόπειρά του μπροστά στο γίγαντα των τότε τουλάχιστον 135 κιλών και της εκπληκτικής σωματικής δύναμης. Η στιγμή δεν υπάρχει σε φωτογραφία ή ταινία, αλλά είναι αναμφισβήτητο γεγονός.[305][306][307]
Στον τεχνικό τομέα καθιέρωσε ένα ξεχωριστό τρόπο «αφήματος» της μπάλας στο καλάθι (finger roll), που μεταγενέστερα χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα, ενώ εξέλιξε το fade away jump shot.[25][134][308] Ήταν από τους πρώτους και ο πρώτος σέντερ που είχε επιτυχία στις προσπάθειες fadeaway shots.[19][308] Υπήρξε συνεπής ως επαγγελματίας επιμένοντας να κάνει με το δικό του τρόπο αυτό που έκρινε ως σωστό, εντός και εκτός γηπέδων.[309]
Ο Τσάμπερλεϊν αγωνίστηκε για περισσότερα από 45 λεπτά κατά μέσο όρο κατά τη διάρκεια της καριέρας του αλλά δεν κατάφερε να κερδίσει όσα δικαιούταν με βάση τις ικανότητες και τα ατομικά του επιτεύγματα με σημαντικότερο μειονέκτημα στην ιστορική του αξιολόγηση τα δύο μόλις πρωταθλήματα που κέρδισε, ενώ επτά φορές έχασε σε τελικούς. Σε ορισμένους έδινε την εντύπωση ότι έπαιζε κάθε παιχνίδι σαν να έπρεπε να αποδείξει στον μέσο οπαδό του μπάσκετ τι ήταν. Και οι όχι σπάνιες συγκρούσεις με προπονητές ίσως του κόστισαν, ακόμα και κατάκτηση πρωταθλημάτων.[91][276][310] Ικανός να κάνει σχεδόν τα πάντα και καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο,[144] οι οπαδοί πάντα περίμεναν περισσότερα από αυτόν με την ευκολία να πετυχαίνει τους ατομικούς στόχους του χαρακτηριστική. Τον αποκάλεσαν «εγωιστή» γιατί σημείωνε πάρα πολλούς πόντους παίρνοντας περισσότερες πρωτοβουλίες από όσο είχαν συνηθίσει. Κατηγορήθηκε ότι ενδιαφέρονταν περισσότερο για τη ατομική στατιστική παρά για τη νίκη. Το χειρότερο από όλα ήταν ότι τον αποκαλούσαν «ηττοπαθή», με αφορμή την αναντιστοιχία ατομικών επιτευγμάτων και συλλογικών τίτλων με την αρχή να γίνεται στην αποτυχία κατάκτησης του τίτλου το 1966 από τους Σίξερς.[38][214][311][312] Μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση σημείωσε ότι «όσο περισσότερο το σκεφτόμουν, τόσο περισσότερο συνειδητοποιούσα ότι υπήρχε πάντα πολύ περισσότερος πόνος στην ήττα μου από ό,τι θα έβγαζα ποτέ με τη νίκη μου».[313] Η ακραία αγωνιστική του ατομική κυριαρχία αποτέλεσε το σημαντικότερο χαρακτηριστικό του παιχνιδιού του που όμως δεν ήταν αρεστή στα διοικητικά στελέχη του πρωταθλήματος.[314] Πρωταγωνίστησε σε μία εποχή που η επιτυχία ενός μαύρου αθλητή αποδόθηκε αναπόφευκτα στο «φυσικό» του ταλέντο, οι ικανότητές του έφεραν επανάσταση στο άθλημα με τους ψηλούς παίκτες πριν από αυτόν να περιορίζονται σε στερεότυπες κινήσεις.[19] Αντίθετα, ο Τσάμπερλεϊν διακρίνονταν για την ποικιλία της επιθετικής δραστηριότητας με το Ράσελ να τονίζει ότι το τελείως απρόσμενο από αυτόν ήταν συχνά το αναμενόμενο.[144] Οι αντίπαλοί του τον μισούσαν για τη συντριπτική του ισχύ στο γήπεδο και οι συμπαίκτες του κατ' ουσία τον περιφρονούσαν γιατί το να τους είχε δίπλα του σήμαινε ότι αποδέχονταν ένα συμπληρωματικά ρόλο. Η αξία του όμως δεν μπορεί να εκφραστεί από αυτές τις αγωνιστικές ιδιαιτερότητες.[130] Τα εντυπωσιακά στατιστικά στοιχεία σήμαιναν ότι ήταν πάντα ο κύριος λόγος για τον οποίο η ομάδα του νικούσε στο παιχνίδι. Αυτό δεν άρεσε στις ομάδες που κέρδισε και τους οπαδούς τους. Δεχόταν αντιπάθεια όμως και από άλλες πλευρές, επειδή έπαιζε καλά σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του, ενώ μερικές φορές έκανε κάποια προκλητικά σχόλια. Αυτό χτύπησε βαθιά κατά καιρούς τον ίδιο, καθώς ήθελε να κάνει τον κόσμο χαρούμενο με τις εμφανίσεις του. Δεν έλαβε την εκτίμηση στο χώρο του αθλήματος που πίστευε ότι του άξιζε.[91][315]
Προπονητική καριέρα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Τσάμπερλεϊν μετά την αποχώρησή του από τους Λέικερς διετέλεσε προπονητής για μια χρονιά (1973–74) στην ομάδα των Σαν Ντιέγκο Κονκίσταδορς, που αγωνίζονταν στο άλλο μεγάλο πρωτάθλημα μπάσκετ της Αμερικής, το ABA.[316] Αρχικά είχε συμφωνήσει να συμμετάσχει και ως παίκτης αλλά η ομάδα του Λος Άντζελες το μπλόκαρε λόγω δεσμευτικού του συμβολαίου για μία ακόμη χρονιά και έτσι δεν αγωνίστηκε.[87][317] Στη μοναδική προπονητική του χρονιά είχε επίδοση 37 νίκες–47 ήττες, μέτριο αποτέλεσμα που μαζί με την χαμηλή προσέλευση φιλάθλων ήταν οι αιτίες της έλλειψης προσωπικού ενδιαφέροντος και της αποχώρησής του από τη θέση.[318][319]
Η ζωή μετά το μπάσκετ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Τσάμπερλεϊν μετά το τέλος και της προπονητικής του καριέρας ασχολήθηκε με επιχειρήσεις. Άνοιξε ένα νυκτερινό κέντρο στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης, δημιούργησε εταιρεία παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών, ενώ συνήθιζε να επενδύει χρήματα και σε αθλητικούς συλλόγους και ακίνητα.[235][320] Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 ασχολήθηκε με το βόλεϊ αρχικά παίζοντας σε αγώνες μπιτς βόλεϊ και στη συνέχεια σε αγώνες πρωταθλήματος βόλεϊ κλειστού χώρου σε επαγγελματικό επίπεδο. Αρχικά έγινε παίκτης - ιδιοκτήτης των Southern California Bangers και στη συνέχεια αγωνίστηκε σε τρεις ομάδες, Orange County Stars το 1977 και αργότερα στους Seattle Smashers. Διοργανώθηκε τότε το πρώτο επαγγελματικό πρωτάθλημα βόλεϊ στις Ηνωμένες Πολιτείες, το οποίο όμως άντεξε μόνο για μια σεζόν το 1978.[321][322] Το βόλεϊ ήταν αγαπημένο άθλημα της νεαρής του ηλικίας και ήλπιζε να του επιτραπεί να δοκιμάσει για την Ολυμπιακή ομάδα των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά εκείνα τα χρόνια η ιδιότητά του ως επαγγελματίας μπασκετμπολίστας δεν του επέτρεπε να έχει δικαίωμα συμμετοχής στους Ολυμπιακούς Αγώνες.[323] Έγινε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Διεθνούς Ένωσης Βόλεϊ (International Volleyball Association 1975–80), και τελικά εισήχθη στο Hall of Fame του αθλήματος.[321][324]
Το 1979 εντάχθηκε στο Naismith Memorial Basketball Hall of Fame.[316][325] Η αυτοβιογραφία του δημοσιεύθηκε το 1973 με τίτλο Wilt: Just Like Any Other 7-Foot Black Millionaire Who Lives Next Door (Ουίλτ: Όπως κάθε άλλος μαύρος εκατομμυριούχος 7 ποδών που ζει στη διπλανή πόρτα). Δημοσίευσε επίσης ένα πιο αποκαλυπτικό βιβλίο για την προσωπική του ζωή με τίτλο A View from Above (Μία άποψη από επάνω) το 1991 με ορισμένα από τα στοιχεία που συμπεριλαμβάνονταν να προκαλούν αρνητικές αντιδράσεις εκτεταμένης δημοσιότητας (ιδιαίτερα ο ισχυρισμός του για ερωτική συνεύρεση με 20.000 γυναίκες μέχρι τότε στη ζωή του).[25][214][326] Το βιβλίο έγινε μπεστ σέλερ.[19] Δεν υπαναχώρησε ποτέ από τον ισχυρισμό του, δεν ισχυρίστηκε ότι «απλά καυχιόταν» ή ότι «διέδιδε την αλήθεια». Δήλωσε ότι το έκανε «για ανθρώπους που ήταν περίεργοι». Σε μια συνέντευξή του το 1999, λίγο πριν πεθάνει, δήλωσε: «Το να έχεις χίλιες διαφορετικές κυρίες είναι πολύ ωραίο, το έχω μάθει στη ζωή μου. Έχω ανακαλύψει ότι το να έχεις μια γυναίκα χίλιες διαφορετικές φορές είναι πιο ικανοποιητικό».[327][328][329] Σε μια εποχή έξαρσης του AIDS, οι ακτιβιστές εναντίον του ιού αντέδρασαν έντονα απέναντι σε αυτά τα γραφόμενα από τον τότε πρώην παίκτη και δεν ήταν οι μόνοι. Οι ίδιοι οι ομόφυλοί του Αφροαμερικανοί τον κατηγόρησαν ότι βοηθούσε με αυτό τον τρόπο τους λευκούς να διαδίδουν τα ρατσιστικά στερεότυπα εναντίον των μαύρων, ενώ το φεμινιστικό κίνημα τον κατηγόρησε για σεξισμό. [11][330][331] Η ιδιωτική του ζωή ήταν ιδιαίτερα «πλούσια», τόσο κατά τη διάρκεια της καριέρας του, όσο και μετά την αποχώρησή του: ταξίδευσε με το αυτοκίνητό του στη χώρα του, αφιέρωσε χρόνο στη νυχτερινή διασκέδαση και συνέχισε να αθλείται για χρόνια σε μπάσκετ, βόλεϊ, κωπηλασία, πολεμικές τέχνες, ιππασία. Διατήρησε λίγους και σταθερούς φίλους, μακριά από τον κοινωνικό του περίγυρο που δεν φαινόταν να τον ευχαριστεί συχνά.[313][332] Έτυχε μεγάλης δημοσιότητας, τόσο κατά τη διάρκεια της καριέρας του, όσο και μετά από αυτή. Ο Μπίλι Κάνινγχαμ συμπαίκτης και θαυμαστής του είχε πει: «Δεν θα ήθελα ποτέ να γίνω ο Ουίλτ Τσάμπερλεϊν, δεν υπήρχε μέρος να κρυφτείς».[214] Ειδικά τα χρόνια της καριέρας του στο Λος Άντζελες, πόλη που διακρίνονταν στη δημιουργία αστέρων στο χώρο της διασκέδασης, τον κατέστησε τον πρώτο του αθλήματος που γνώρισε τέτοιο βαθμό κοινωνικής διάστασης.[235] Δεν παντρεύτηκε ποτέ, αν και παραδέχθηκε ότι για ίσως για πέντε γυναίκες θα ήταν πιθανό να το έκανε.[130][333] Το 1997 έγραψε το βιβλίο Who's Running the Asylum : Inside the Insane World of Sports Today. Σε αυτό ήταν επικριτικός για τον επιχειρηματικό κόσμο του αθλήματος σε σχέση με τους παίκτες και τα συμβόλαιά τους.[15][64][334] Συμμετείχε επίσης σε κινηματογραφικές ταινίες με γνωστότερη την Conan the Destroyer με πρωταγωνιστή τον Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ.[40][335]
Παρά το γεγονός ότι ορισμένοι τον θεωρούσαν εγωιστικό ως χαρακτήρα, είχε καλές σχέσεις με πολλούς άλλους μεγάλους παίκτες της εποχής του που τον σέβονταν ιδιαίτερα. Εγκωμιάστηκε για την καλή του σχέση με τους θαυμαστές του, δίνοντας συχνά εισιτήρια σε φιλάθλους και υπογράφοντας αυτόγραφα. Έκανε τακτικά βόλτες στο κέντρο της Φιλαδέλφειας απολαμβάνοντας όλη την προσοχή. Ο αντίπαλος του Τζακ ΜακΜάχον είχε πει: «Το καλύτερο πράγμα που συνέβη στο ΝΒΑ είναι ότι ο Θεός έκανε τον Ουίλτ ένα ωραίο άτομο... αυτός θα μπορούσε να μας είχε σκοτώσει όλους με το αριστερό του χέρι». Ίσως ήταν μακράν όχι μόνο ο καλύτερος και πιο προσιτός άνθρωπος στο NBA, αλλά ίσως σε όλα τα επαγγελματικά αθλήματα.[310] Οι αναμνήσεις της αγωνιστικής του παρουσίας κράτησαν πολλά χρόνια μετά την αποχώρησή του.[336] το 1979 δέχθηκε πρόταση από τους Κλίβελαντ Καβαλίερς να αγωνιστεί για δύο χρόνια, ενώ σύμφωνα με τον ίδιο δεν ήταν η μόνη ομάδα που του πρότεινε να αγωνιστεί ξανά μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση. Η συμφωνία με τους Καβαλίερς τελικά δεν ολοκληρώθηκε.[82][318] Η απόλυτη θρυλική ιστορία που ξεχώρισε πραγματικά μετά τη σταδιοδρομία του ήταν το 1986. Είχε αποσυρθεί για σχεδόν 13 χρόνια και ήταν 50 ετών εκείνη την εποχή, και οι Νιου Τζέρσεϊ Νετς του πρόσφεραν συμβόλαιο για τα τελευταία παιχνίδια της σεζόν και τα πλέι οφ. Ο Τσάμπερλεϊν διατηρούνταν σε εξαιρετική κατάσταση αλλά αρνήθηκε θεωρώντας την υπόθεση ως τέχνασμα.[63][324][337]
Στις 18 Μαρτίου 1991 οι Σίξερς απέσυραν τη φανέλα με το νούμερο 13 του Τσάμπερλεϊν, κίνηση που έγινε και από τις άλλες ομάδες του NBA που αγωνίστηκε: Γκόλντεν Στέιτ Ουόριορς, Λος Άντζελες Λέικερς.[338][339][340] Είναι ο μόνος παίκτης του οποίου η φανέλα αποσύρθηκε από τρεις ομάδες με τις οποίες αγωνίστηκε στο NBA.[341][342] Το 1980 συμπεριλήφθηκε στην επετειακή ομάδα των 35 χρόνων του NBA, ενώ το 1996 συμπεριλήφθηκε στους 50 καλύτερους παίκτες στην ιστορία του NBA.[307][343][344] Απεβίωσε το 1999 από συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, σε ηλικία 63 ετών αντιμετωπίζοντας καρδιολογικά προβλήματα από το 1992.[282][1] Το απόλυτο σύμβολο την ημέρα της κηδείας του στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνια, η πόλη πλήττεται από σεισμό, με τους φίλους του και να λένε ότι ήταν αυτός που τον προκάλεσε. Το μέγεθος του ήταν 7,1 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, όσο το ύψος του Τσάμπερλεϊν σε πόδια.[54] Ένα χάλκινο γλυπτό ύψους 3,5 μέτρων και βάρους 3 τόνων κοσμεί το γήπεδο μπάσκετ Wachovia Center της Φιλαδέλφειας από το 2004. Υπάρχει μια πλάκα στη βάση του αγάλματος που αναφέρει: «Η αξία ενός ανθρώπου μετριέται από το μέγεθος της καρδιάς του».[345] Το 2015 έγινε ο πρώτος καλαθοσφαιριστής που κυκλοφόρησε σειρά γραμματοσήμων προς τιμή του.[346] Το 2021 συμπεριλήφθηκε στην επετειακή επιλογή των 75 χρόνων του ΝΒΑ.[347][348] Στις 13 Δεκεμβρίου 2022 το NBA αποφάσισε τη μετονομασία του βραβείου του καλύτερου πρωτοεμφανιζόμενου παίκτη (Rookie Player of the Year) σε «Βραβείο Ουίλτ Τσάμπερλεϊν» (Wilt Chamberlain Trophy).[349][350]
Η κληρονομιά του
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Τσάμπερλεϊν ήταν η ασταμάτητη δύναμη του μπάσκετ, η πιο φοβερή επιθετική δύναμη που έχει δει ποτέ το άθλημα. Όταν ζητήσει κάποιος τους μεγαλύτερους παίκτες που έχουν παίξει μπάσκετ, οι περισσότεροι θαυμαστές και λάτρεις θα τον έβαζαν στην κορυφή ή κοντά στην κορυφή της λίστας. Κυριαρχώντας στο παιχνίδι όπως λίγοι παίκτες σε οποιοδήποτε άθλημα, ήταν ικανός να σκοράρει κατά βούληση, παρά τις διπλές και τριπλές άμυνες και τις συνεχείς τακτικές αλλαγές που χρησιμοποιούσαν οι αντίπαλες ομάδες για να τον σταμάτησουν. Όπως το έθεσε ο Όσκαρ Ρόμπερτσον όταν ρωτήθηκε αν ο Τσάμπερλεϊν ήταν ο καλύτερος όλων των εποχών, απάντησε «Τα βιβλία δεν λένε ψέματα».[27] Η κυριαρχία του στο ΝΒΑ ως παίκτη είναι κάτι που δεν είχε συμβεί στα λίγα χρόνια της ιστορίας μέχρι τότε, αλλά και κανείς μετά από αυτόν δεν έχει επαναλάβει.[18][351][352] Αν ληφθούν υπόψη τα παιχνίδια που σημειώθηκαν τουλάχιστον 50 πόντοι από ένα παίκτη, ο Τσάμπερλεϊν εξακολουθεί να έχει μεγαλύτερο αριθμητικό σύνολο από τους πέντε επόμενους, με τις επιδόσεις των μεταγενέστερων παικτών να συμπεριλαμβάνουν σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις σουτ τριών πόντων, πολύ δε περισσότερο τον 21ο αιώνα με την ευρύτερη χρήση τέτοιων προσπαθειών ως επιθετικό όπλο των ομάδων.[353] Ακόμη και όταν ο Μάικλ Τζόρνταν κέρδιζε τίτλους, στην ίδια σεζόν οι αριθμοί του δεν μπορούσαν να συγκριθούν με αυτούς του Τσάμπερλεϊν. Η επιρροή που άφησε στο άθλημα διαπερνά τις γενιές και υπάρχει ακόμα και σήμερα. Προσέλκυε μόνος του κόσμο στους αγώνες του ΝΒΑ, συμβάλλοντας τα μέγιστα στην αύξηση της δημοτικότητας και στην ανάπτυξη του αθλήματος. Καθώς η καλαθοσφαίριση εξελίσσεται, αυτή η επιρροή θα μειώνεται, αλλά είναι αδύνατο να εξαφανιστεί λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο που έδωσε στους παίκτες που ξεχωρίζουν σε ατομικό επίπεδο αντί να κάνουν πάντα τα θεωρούμενα ως «σωστά» παιχνίδια.[354][309][355]
Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, η κυριαρχία του προκάλεσε πολλές αλλαγές στους κανόνες. Αυτοί οι κανόνες που άλλαξαν περιελάμβαναν τη διεύρυνση της γραμμής της ρακέτας (από 3,65 μέτρα σε 4,88 μέτρα) και την αναθεώρηση των κανόνων που διέπουν τη μπάλα και τη ρίψη ελεύθερων βολών (ο Τσάμπερλεϊν πηδούσε με την μπάλα από πίσω από τη γραμμή του φάουλ για να ρίξει τη μπάλα στο καλάθι προτού τα πόδια του να αγγίξουν στο έδαφος[50]). Απαγορεύτηκε η επαναφορά πάνω από το ταμπλό (σύστημα των ομάδων του Τσάμπερλεϊν) και οι παρεμβάσεις πάνω από το στεφάνι. Κανένας άλλος παίκτης στην ιστορία του NBA δεν έχει δημιουργήσει τόσους μύθους, ούτε έχει προκαλέσει τέτοιο αντίκτυπο σε συμπαίκτες, αντιπάλους, δημοσιογράφους και κοινό.[357][358][359] Υπήρξε τόσο κυρίαρχη ως αγωνιστική παρουσία που δεχόταν την ευθύνη της ήττας της εκάστοτε ομάδας του, όπως τα εύσημα για τη νίκη της.[278][311] Η δήλωση του Μάτζικ Τζόνσον μετά το θάνατό του δεν είναι τυχαία: «Ήταν το ίνδαλμά μου και τελικά άλλαξε το παιχνίδι του μπάσκετ», του Μάικλ Τζόρνταν: «Η κληρονομιά του ως ένας από τους μεγαλύτερους παίκτες του ΝΒΑ και τα επιτεύγματά του θα μείνουν για πάντα», του Λάρι Μπερντ: «Ανοίξτε τα βιβλία των ρεκόρ και είναι φανερό ποιός είναι ο καλύτερος».[37][360] και του Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ: «Αυτά που έχει επιτύχει στην καριέρα του είναι μερικές φορές δύσκολο να διατυπωθεί με λόγια και δύσκολο να το πιστέψει κανείς».[361] Παρά το γεγονός στον 21ο αιώνα το όνομά του δεν είναι συχνό στις αναφορές για τον καλύτερο καλαθοσφαιριστή όλων των εποχών (γεγονός που δε συνάδει με την καριέρα του),[33][76][362][363] δεν είναι παράξενο να θεωρείται από ορισμένους ως ο κορυφαίος όλων των εποχών.[30][33][193][364][365]
Οι μονομαχίες του με το Μπιλ Ράσελ έχουν μείνει στην ιστορία, με την ομάδα των Σέλτικς εμφανώς ανώτερη να κερδίζει τους τίτλους. Οι αγώνες μεταξύ τους ήταν συχνοί, καθώς ο μικρότερος αριθμός των ομάδων του πρωταθλήματος επέβαλε τις πολλαπλές συναντήσεις των ομάδων διατηρώντας έτσι υψηλό επίπεδο ανταγωνισμού. Όμως οι μεταξύ τους ατομικές μονομαχίες είχαν νικητή στατιστικά σχεδόν πάντα τον Τσάμπερλεϊν, παρά το γεγονός ότι παρουσίαζε κάμψη της επιθετικής του δράσης σε σύγκριση με τους μέσους όρους απέναντι σε άλλες ομάδες. Σημείωσε 62 πόντους σε ένα παιχνίδι με αντίπαλο τον Ράσελ στις 14 Ιανουαρίου 1962 στη Βοστώνη και σημείωσε περισσότερους από 50 πόντους απέναντί του σε έξι άλλα παιχνίδια. Οι περισσότεροι πόντοι που πέτυχε ο Ράσελ εναντίον του ήταν 37. Επίσης, ο Ράσελ σημείωσε περισσότερους από 30 εναντίον του μόνο δύο άλλες φορές, αν και δεν διακρίνονταν για την επιθετική του ευχέρεια. Συνολικά ο Ράσελ είχε μέσους όρους 14,5 πόντους και 23,7 ριμπαάουντ ανά παιχνίδι μεταξύ τους, ενώ ο Τσάμπερλεϊν 28,7 πόντους και ίδιο αριθμό ριμπάουντ σε 143 αναμετρήσεις. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν την σαφή κυριαρχία του Τσάμπερλεϊν σε προσωπικό επίπεδο και δεν επιβεβαιώνουν το απόλυτο της σύγκρουσης όπως συχνά αναφέρεται μεταξύ των δύο κορυφαίων παικτών της δεκαετίας του 1960.[362][366][367] Ο σκληρός ανταγωνισμός όμως αυτός αύξησε σημαντικά την δημοτικότητα του αθλήματος που εκείνη την εποχή είχε ως θεατές λίγες χιλιάδες, αποτέλεσε προοίμιο για μεγάλες μονομαχίες του μέλλοντος και η οποία (με την βοήθεια του μάρκετινγκ) «εκτόξευσε» τη δημοτικότητα του ΝΒΑ τη δεκαετία του 1980.[213][368][369] Ο Ράσελ έχοντας ανώτερους συμπαίκτες, δεν μπορούσε ποτέ να πλησιάσει τους αριθμούς του Τσάμπερλεϊν, αλλά οι Σέλτικς κέρδιζαν σχεδόν πάντα τα παιχνίδια που είχαν σημασία. Πέντε φορές, οι Σέλτικς κέρδισαν τις ομάδες της Φιλαδέλφειας στους τελικούς της Περιφέρειας, κερδίζοντας συχνά εξωφρενικά, απογοητευτικά παιχνίδια που τελείωναν με τον προπονητή της Βοστώνης, Ρεντ Άουερμπαχ, να εξοργίζει τους οπαδούς της Φιλαδέλφεια ανάβοντας ένα από τα πούρα-σήμα τους για τη νίκη.[333] Παρά την άποψη ότι μεταξύ τους υπήρχε αντιπαλότητα, ο Ράσελ είπε το 1999: «Πολλοί έχουν χαρακτηρίσει τον ανταγωνισμό μας τη μεγαλύτερη αντιπαλότητα στην ιστορία του αθλητισμού. Δεν είχαμε αντιπαλότητα, είχαμε έναν πραγματικά σκληρό ανταγωνισμό που βασίστηκε στη φιλία και τον σεβασμό. Μας άρεσε πολύ να παίζουμε ο ένας απέναντι στον άλλον. Η σκληρότητα του ανταγωνισμού μας έδεσε ως φίλους για την αιωνιότητα. Μας άρεσε ο ανταγωνισμός. Ο Ουίλτ αγάπησε τον ανταγωνισμό».[370][371] Το 2005 οι μονομαχίες αυτές ενέπνευσαν τον αθλητικό δημοσιογράφο Τζον Τέιλορ στο βιβλίο The Rivalry: Bill Russell, Wilt Chamberlain, and the Golden Age of Basketball.[372] Οι μονομαχίες Τσάμπερλεϊν - Τζαμπάρ στους 27 αγώνες που συναντήθηκαν (14 νίκες της ομάδας του πρώτου) ήταν τέτοιες που ίσως να οριοθέτησαν το υπέρτατο επίπεδο της σύγκρουσης δύο ψηλών παικτών.[193][373][374]
Το άθλημα ήταν διαφορετικό στην εποχή του σε σύγκριση με τον 21ο αιώνα. Πιο γρήγορο, ευνοούσε τους ικανότερους στην επίθεση παίκτες με χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το 1961–62 η Φιλαδέλφεια είχε την καλύτερη επίθεση του πρωταθλήματος με μέσο όρο 125,4 πόντους, στατιστικό στοιχείο σημαντικά υψηλότερο από αντίστοιχα της σύγχρονης εποχής. Η σωματοδομή του Τσάμπερλεϊν στο σύνολό της ήταν σημείο μεγάλης υπεροχής του με τους καλύτερους των αντίπαλων του να έχουν ύψη 2,01–2,08 μέτρα (παρά το γεγονός ότι αντιμετώπισε συνολικά 25 παίκτες με ύψος 2,08 μέτρα και πάνω[206]) και να υστερούν σε δύναμη. Η ταυτόχρονη τεχνική του αρτιότητα δεν άφηνε πολλά περιθώρια στους αμυνόμενους για να τον αντιμετωπίσουν ως ένας προς έναν με τις αντίπαλες ομάδες να κάνουν τις απαραίτητες προσαρμογές. Ο ίδιος έλεγε ότι έπαιζε σαν «άντρας προς άντρες». Η συνολική όμως αθλητική του ανωτερότητα ήταν αναμφισβήτητη όπως και τα πολυάριθμα ρεκόρ που έκανε.[66][226][311][375] Και η σημαντικότερη τεκμηρίωση για αυτό αποτελεί το γεγονός ότι οι σαφώς υψηλότεροι παίκτες από αυτόν που αγωνίστηκαν τις πιο πρόσφατες εποχές και με δυνατότητες καλύτερης φυσικής προετοιμασίας δεν πλησίασαν καν σε κανένα από τα ατομικά επιτεύγματά του, καταδεικνύοντας ότι η σωματική υπέροχη δεν είναι από μόνη της αρκετή.[219][90][376] Ο ίδιος στην 50ή επέτειο του NBA είχε δηλώσει: «Πιστεύω ότι η κληρονομιά μου πρέπει να είναι ότι έδωσα την πίστη ότι θα μπορούσες να είσαι μεγάλος, μεγαλύτερος από τους περισσότερους και να έχεις ακόμα αθλητικές ικανότητες».[377] Είναι ο άνθρωπος που έβαλε πολλούς σε δυσπιστία για τα ατομικά του επιτεύγματα μη λαμβάνοντας υπόψη ότι ο ανταγωνισμός γύρω του ήταν σε σύνολο επίπεδα κάτω από αυτόν, πραγματικότητα με την οποία είχε εξοικειωθεί ο ίδιος ήδη από τα χρόνια του γυμνασίου.[204][375][378]
Ήταν ίσως η μεγαλύτερη αθλητική κατασκευή που σχηματίστηκε ποτέ από σάρκα και οστά, φυσικά μεγαλόσωμος και δυνατός, γρήγορος και ευκίνητος,[313][311] με την αθλητικότητά του, απέδειξε ότι το μπάσκετ απαιτεί τους καλύτερους αθλητές του κόσμου, όχι μόνο τους ψηλότερους. Και, κατά κάποιον τρόπο, έδειξε επίσης ότι το μπάσκετ είναι ομαδικό άθλημα. Ανεξάρτητα από το πόσο ταλαντούχο ένα άτομο μπορεί να είναι, κανένας παίκτης δεν μπορεί να νικήσει μια καλά συντονισμένη ομάδα πέντε αντιπάλων, ειδικά σε μια εποχή που ο ανταγωνισμός των δυνατότερων ομάδων ήταν σκληρότερος σε σύγκριση με τις επόμενες δεκαετίες.[90][326][366] Η φήμη της παρουσίας του ξεπέρασε κατά πολύ το χώρο του αθλήματος ώστε υπήρχε χρονική περίοδος στη δεκαετία του 1960, κατά την οποίο εξέφρασε σοβαρά την πρόθεση να πυγμαχήσει κόντρα στον Μοχάμεντ Άλι. Ο μάνατζερ του Άλι κατόρθωσε σχεδόν να τον πείσει σε τρεις ξεχωριστές περιπτώσεις, αλλά ο αγώνας ακυρωνόταν πάντοτε την ύστατη ώρα. Η πιο σοβαρή περίπτωση ήταν στον προγραμματισμένο αγώνα στις 26 Ιουλίου 1971 στο Χιούστον και πάλι χωρίς να πραγματοποιηθεί.[379][380][381] Σύμφωνα με τον Τσάμπερλεϊν οι λόγοι ήταν οικονομικοί.[329] Ήταν ιδιαίτερα υποτιμητικός στις αναφορές για την εξέλιξη του ΝΒΑ και για ορισμένους από τους πρωταγωνιστές του τα χρόνια μετά την αποχώρησή του, γεγονός που επηρέασε την υστεροφημία του.[213][382] Ο Τσάμπερλεϊν εξακολουθεί να κατέχει επίσημα (σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια του NBA - NBA Encyclopedia) 68 ατομικά ρεκόρ του NBA σχεδόν μισό αιώνα μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση.[17][217][383]
Στατιστικά καριέρας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στατιστικά καριέρας NCAA
NCAA | |||||
---|---|---|---|---|---|
Περίοδος | Αγώνες | Πόντοι μ.ο. | Ριμπάουντ μ.ο. | Ασίστ μ.ο. | % ευστοχία |
1956–1957 | 27 | 29,6 | 18,9 | – | 60,7 |
1957–1958 | 21 | 30,1 | 17,5 | – | 62,8 |
Σύνολα | 48 | 29,9 | 18,3 | 61,9 |
Πηγή: Basketball-Reference
Στατιστικά καριέρας κανονικής περιόδου στο NBA
NBA | |||||
---|---|---|---|---|---|
Περίοδος | Αγώνες | Πόντοι μ.ο. | Ριμπάουντ μ.ο. | Ασίστ μ.ο. | % ευστοχία |
1959–1960 | 72 | 37,6 | 27,0 | 2,3 | 46,1 |
1960–1961 | 79 | 38,4 | 27,2 | 1,9 | 50,9 |
1961–1962 | 80 | 50,4 | 25,7 | 2,4 | 50,6 |
1962–1963 | 80 | 44,8 | 24,3 | 3,4 | 52,8 |
1963–1964 | 80 | 36,9 | 22,3 | 5,0 | 52,4 |
1964–1965 | 73 | 34,7 | 22,9 | 3,5 | 51,2 |
1965–1966 | 79 | 33,5 | 24,6 | 5,2 | 54,0 |
1966–1967 | 81 | 24,1 | 24,2 | 7,8 | 68,3 |
1967–1968 | 82 | 24,3 | 23,8 | 8,6 | 59,5 |
1968–1969 | 81 | 20,5 | 21,1 | 4,5 | 58,3 |
1969–1970 | 12 | 27,3 | 18,4 | 4,1 | 56,8 |
1970–1971 | 82 | 20,7 | 18,2 | 4,3 | 54,5 |
1971–1972 | 82 | 14,8 | 19,2 | 4,0 | 64,9 |
1972–1973 | 82 | 13,2 | 18,6 | 4,5 | 72,7 |
Σύνολα | 1.045 | 30,1 | 22,9 | 4,4 | 54,0 |
Πηγή: Basketball-Reference
Στατιστικά καριέρας πλέι-οφ στο NBA
NBA | |||||
---|---|---|---|---|---|
Περίοδος | Αγώνες | Πόντοι μ.ο. | Ριμπάουντ μ.ο. | Ασίστ μ.ο. | % ευστοχία |
1959–1960 | 9 | 33,2 | 25,8 | 2,1 | 49,6 |
1960–1961 | 3 | 37,0 | 23,0 | 2,0 | 46,9 |
1961–1962 | 12 | 35,0 | 26,6 | 3,1 | 46,7 |
1963–1964 | 12 | 34,7 | 25,2 | 3,3 | 54,3 |
1964–1965 | 11 | 29,3 | 27,2 | 4,4 | 52,2 |
1965–1966 | 5 | 28,0 | 30,2 | 3,0 | 50,9 |
1966–1967 | 15 | 21,7 | 29,1 | 9,0 | 57,9 |
1967–1968 | 13 | 23,7 | 24,7 | 6,5 | 53,4 |
1968–1969 | 18 | 13,9 | 24,7 | 2,6 | 54,5 |
1969–1970 | 18 | 22,1 | 22,2 | 4,5 | 54,9 |
1970–1971 | 12 | 18,3 | 20,2 | 4,4 | 45,5 |
1971–1972 | 15 | 14,7 | 21,0 | 3,3 | 56,3 |
1972–1973 | 17 | 10,4 | 22,5 | 3,5 | 55,2 |
Σύνολα | 160 | 22,5 | 24,5 | 4,2 | 52,2 |
Πηγή: Basketball-Reference
Αριθμητικά σύνολα
ΣΥΝΟΛΑ ΚΑΡΙΕΡΑΣ | ||||
---|---|---|---|---|
Αγώνες | Πόντοι | Ριμπάουντ | Ασίστ | |
NCAA | 48 | 1.443 | 877 | – |
NBA κανονική περίοδος | 1.045 | 31.419 | 23.924 | 4.643 |
NBA πλέι-οφ | 160 | 3.607 | 3.913 | 673 |
NBA All-Star Game | 13 | 191 | 197 | 36 |
Πηγή: Basketball-Reference
Τίτλοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Πρωταθλήματα NBA (2) : 1967 και 1972
Ατομικές διακρίσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- MVP της κανονικής περιόδου (4) : 1959–60 , 1965–66 , 1966–67 , 1967–68
- Μία φορά MVP των τελικών : 1972
- 7 φορές επιλέχθηκε στην ιδανική πεντάδα της σεζόν : 1960, 1961, 1962, 1964, 1966, 1967, 1968
- 3 φορές επιλέχθηκε στην δεύτερη ιδανική πεντάδα της σεζόν : 1963, 1965, 1972
- 2 φορές επιλέχθηκε στην αμυντική πεντάδα της σεζόν : 1972, 1973
- Rookie της χρονιάς : 1959–60
- All-Star Game MVP : 1960
- 7 φορές κορυφαίος σκόρερ NBA : 1960, 1961, 1962, 1963, 1964, 1965, 1966
- 11 φορές καλύτερος ρημπάουντερ του NBA : 1960, 1961, 1962, 1963, 1966, 1967, 1968, 1969, 1971, 1972, 1973
- Μία φορά πρώτος στις ασίστ του NBA : 1968
- 9 φορές είχε το καλύτερο ποσοστό ευστοχίας : 1961, 1963, 1965, 1966, 1967, 1968, 1969, 1972, 1973
- 13 φορές συμμετοχή στο All-Star Game (1960–1973)
- NCAA Final Four MVP : 1957
- Επιλέχθηκε 2 φορές στην καλύτερη ομάδα κολεγίων : 1957, 1958
- Mr. Basketball USA : 1955
- Η φανέλα με το νούμερο 13 αποσύρθηκε από όλες τις ομάδες που αγωνίστηκε : Πανεπιστήμιο Κάνσας, Χάρλεμ Γκλομπτρότερς, Γκόλντεν Στέιτ Ουόριορς, Φιλαδέλφεια 76ερς, Λος Άντζελες Λέικερς. Ο μόνος καλαθοσφαιριστής στην ιστορία που τρεις ομάδες του NBA απέσυραν τη φανέλα του.
- Συμπεριλήφθηκε στην επετειακή ομάδα των 35 χρόνων του NBA : 1980
- Ψηφίστηκε ένας από τους 50 καλύτερους παίκτες στην ιστορία του NBA : 1996
- Ψηφίστηκε ένας από τους 75 καλύτερους παίκτες στην ιστορία του NBA : 2021
- Naismith Memorial Basketball Hall of Fame : 1979
- College Basketball Hall of Fame : 2006
- Αξιολογήθηκε 2ος στη λίστα των 75 καλύτερων παικτών στην ιστορία από το περιοδικό Slam το 2011
Ατομικές επιδόσεις που παραμένουν ως ρεκόρ στο NBA
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- 100 – ρεκόρ ενός παιχνιδιού με τους περισσότερους πόντους
- 59 – περισσότεροι πόντοι σε ένα ημίχρονο
- 36 – περισσότερες επιτυχημένες προσπάθειες
- 22 – περισσότερες επιτυχημένες προσπάθειες σε ένα ημίχρονο
- 63 – περισσότερες ατομικές προσπάθειες σε αγώνα
- 37 – περισσότερες ατομικές προσπάθειες σε ένα ημίχρονο
- 21 – περισσότερες προσπάθειες σε ένα 12λεπτο
- 28 – ρεκόρ ενός παιχνιδιού για τις περισσότερες επιτυχημένες ελεύθερες βολές
- 32 – παιχνίδια με τουλάχιστον 60 πόντους
- Σημείωση : Οι ανωτέρω επιδόσεις αναγνωρίζονται ως ρεκόρ σε περισσότερες από μία κατηγορίες.
Κανονικής περιόδου
- 118 – τα περισσότερα παιχνίδια με 50 ή περισσότερους πόντους
- 45 – τα περισσότερα παιχνίδια με 50 ή περισσότερους πόντους σε μια σεζόν
- 271 – τα περισσότερα παιχνίδια με 40 ή περισσότερους πόντους
- 63 – τα περισσότερα παιχνίδια με 40 ή περισσότερους πόντους σε μια αγωνιστική περίοδο
- 381 – τα περισσότερα παιχνίδια με 35 ή περισσότερους πόντους
- 79 – περισσότερα πλήρη παιχνίδια σε μια σεζόν (από 80 το 1961–62)
- 47 – περισσότερα συνεχόμενα πλήρη παιχνίδια σε σεζόν (1961–62)
- 23.924 – τα περισσότερα ριμπάουντ καριέρας
- 22,9 – υψηλότερος μέσος όρος ριμπάουντ ανά παιχνίδι (τουλάχιστον 400 παιχνίδια)
- 7 – ρεκόρ για τις περισσότερες συνεχόμενες σεζόν ως πρώτος σκόρερ (1959–60 έως 1965–66)
- 4 – ρεκόρ για τα περισσότερα συνεχόμενα παιχνίδια με 60 ή περισσότερους πόντους (25 Φεβρουαρίου ως 2 Μαρτίου 1962)
- 7 – ρεκόρ για τα περισσότερα συνεχόμενα παιχνίδια με 50 ή περισσότερους πόντους (16 ως 29 Δεκεμβρίου 1961)
- 14 – ρεκόρ για τα περισσότερα συνεχόμενα παιχνίδια με 40 ή περισσότερους πόντους (8 ως 30 Δεκεμβρίου 1961)
- 65 – ρεκόρ για τα περισσότερα συνεχόμενα παιχνίδια με 30 ή περισσότερους πόντους (1961–62)
- 126 – ρεκόρ για τα περισσότερα συνεχόμενα παιχνίδια με 20 ή περισσότερους πόντους (19 Οκτωβρίου 1961 ως 19 Ιανουαρίου 1963)
- 40 – τα περισσότερα παιχνίδια κανονικής περιόδου που ήταν πρώτος σκόρερ του αγώνα (1961–62)
- 3.882 – τα περισσότερα λεπτά συμμετοχής σε κανονική περίοδο (1962)
- 8 – Περισσότερες πρωτιές σε χρόνο συμμετοχής σε σεζόν
- 5 – Περισσότερες συνεχόμενες πρωτιές σε χρόνο συμμετοχής (1959–60 ως 1963–64)
- 4.029 – περισσότεροι πόντοι στην κανονική περίοδο (1962)
- 50,4 – υψηλότερος μέσος όρος πόντων ανά παιχνίδι σεζόν (1962)
- 2.707 – περισσότεροι πόντοι από ένα ρούκι σε μια σεζόν (1960)
- 1.597 – περισσότερες εύστοχες προσπάθειες σε μια σεζόν (1962)
- 35 – περισσότερες συνεχόμενες επιτυχημένες προσπάθειες (17 Φεβρουαρίου έως 28 Φεβρουαρίου 1967)
- 3.159 – περισσότερες ατομικές προσπάθειες σε μία σεζόν (1962)
- 1,000 – υψηλότερο ποσοστό ευστοχίας σε προσπάθειες (τουλάχιστον 15 προσπάθειες) (15/15, 20 Ιανουαρίου 1967, έναντι Λος Άντζελες, 18/18, 24 Φεβρουαρίου 1967, έναντι της Βαλτιμόρης και 16/16 19 Μαρτίου 1967, έναντι της Βαλτιμόρης)
- 1.363 – περισσότερες ελεύθερες βολές σε μία σεζόν (1962)
- 2.149 – περισσότερα ριμπάουντ σε μία σεζόν (1961)
- 1.941 – περισσότερα ριμπάουντ σε σεζόν από ένα ρούκι (1960)
- 27,2 – υψηλότερος μέσος όρος ριμπάουντ ανά παιχνίδι σε σεζόν (1961)
- 58 – περισσότεροι πόντοι σε αγώνα από ένα ρούκι (25 Ιανουαρίου 1960, εναντίον Ντιτρόιτ)
- 43 – οι περισσότεροι πόντοι σε πρεμιέρα από παίκτη (24 Οκτωβρίου 1959)
- 5 – τα περισσότερα παιχνίδια με πάνω από 40 πόντους από ρούκι
- 55 – περισσότερα ριμπάουντ σε αγώνα (24 Νοεμβρίου 1960, εναντίον Βοστώνης)
- 45 – περισσότερα ριμπάουντ από ένα ρούκι (6 Φεβρουαρίου 1960, εναντίον Συρακουσών)
- 11 – περισσότερες πρωτιές στα ριμπάουντ της σεζόν
- 13 : περισσότερες σεζόν του με τουλάχιστον 1.000 ριμπάουντ
- 9 : περισσότερες πρωτιές σε ελεύθερες βολές
- 6 : περισσότερες συνεχόμενες πρωτιές σε ελεύθερες βολές (1960–65)
- 1.363 : περισσότερες ελεύθερες βολές σε σεζόν (1961–62)
- 358 : οι λιγότεροι αγώνες για να ξεπεράσει τους 15.000 πόντους
- 499 : οι λιγότεροι αγώνες για να ξεπεράσει τους 20.000 πόντους
- 691 : οι λιγότεροι αγώνες για να ξεπεράσει τους 25.000 πόντους
- 941 : οι λιγότεροι αγώνες για να ξεπεράσει τους 30.000 πόντους
- 227 : περισσότερα συνεχόμενα double-double (1964–67)
- Ο μόνος παίκτης στην ιστορία του ΝΒΑ που έχει περισσότερους πόντους από λεπτά σε μία σεζόν (τουλάχιστον 1.000 πόντοι): 1961–62
Πλέι οφ
- 26 – περισσότερα ριμπάουντ σε ένα ημίχρονο (16 Απριλίου 1967, εναντίον Σαν Φρανσίσκο)
- 32,0 – ρεκόρ πλέι-οφ μίας σειράς για τον υψηλότερο μέσο όρο ριμπάουντ ανά παιχνίδι (1967, εναντίον Βοστώνης)
- 41 – ρεκόρ πλέι οφ ενός παιχνιδιού για τα περισσότερα ριμπάουντ (5 Απριλίου 1967, εναντίον Βοστώνης)
- 26 – περισσότερα ριμπάουντ σε ένα ημίχρονο (16 Απριλίου 1967, εναντίον Σαν Φρανσίσκο)
- 53 – περισσότεροι πόντοι σε αγώνα από ένα ρούκι (14 Μαρτίου 1960, εναντίον των Συρακουσών)
- 24 – προσπάθειες ενός παιχνιδιού πλέι οφ (14 Μαρτίου 1960, εναντίον των Συρακουσών)
- 48 – προσπάθειες σε ένα παιχνίδι (22 Μαρτίου 1962, εναντίον των Συρακουσών)
- 25 – περισσότερες προσπάθειες σε ένα ημίχρονο (22 Μαρτίου 1962, εναντίον των Συρακουσών)
- 444 – ρεκόρ ριμπάουντ σε πλέι-οφ και τελικούς (1969)
- 220 – ρεκόρ ριμπάουντ σε πλέι-οφ σε σειρά 7 αγώνων (1965, εναντίον Βοστώνης)
- 171 – ρεκόρ ριμπάουντ σε πλέι-οφ σειρά 6 αγώνων (1967, εναντίον Σαν Φρανσίσκο)
- 160 – ρεκόρ ριμπάουντ σε πλέι-οφ σειρά 5 αγώνων (1967, εναντίον Βοστώνης)
- 24,6 – υψηλότερος μέσος όρος ριμπάουντ σε τελικούς
- Υψηλότερος μέσος χρόνος συμμετοχής σε πλέι-οφ : 47,2 λεπτά
- Υψηλότερος μέσος χρόνος συμμετοχής σε σειρά πλέι-οφ : 49,3 λεπτά απέναντι στους Νιου Γιορκ Νικς (1969)
- Υψηλότερος μέσος χρόνος συμμετοχής σε σειρά πλέι-οφ 4 αγώνων : 49,3 λεπτά απέναντι στους Νιου Γιορκ Νικς (1969)
- Υψηλότερος χρόνος συμμετοχής σε σειρά πλέι-οφ 3 αγώνων : 144 λεπτά απέναντι στις Συρακούσες (1961)
- Υψηλότερος χρόνος συμμετοχής σε σειρά πλέι-οφ 4 αγώνων : 195 λεπτά απέναντι στους Σινσινάτι Ρόαγιαλς (1965) και τους Ατλάντα Χοκς (1970)
- Υψηλότερος χρόνος συμμετοχής σε σειρά πλέι-οφ 5 αγώνων : 240 λεπτά απέναντι στους Νιου Γιορκ Νικς (1973)
- Υψηλότερος χρόνος συμμετοχής σε σειρά πλέι-οφ 6 αγώνων : 296 λεπτά απέναντι στους Νιου Γιορκ Νικς (1968)
All-Star Game
- 197 – ρεκόρ για τα περισσότερα συνολικά ριμπάουντ
- 16 – περισσότερες ελεύθερες βολές σε ένα αγώνα (1962)
- 10 – περισσότερες επιτυχημένες προσπάθειες σε ημίχρονο αγώνα (1962)
- 17 – περισσότερες προσπάθειες σε ημίχρονο αγώνα (1962)
- 16 – περισσότερα ριμπάουντ σε ένα ημίχρονο (1960)
- 7 – περισσότερα double-double
Πηγές : Wilt Chamberlain’s Records, Every Single NBA Record Held By Wilt Chamberlain: 100 Points, Most 50-Point Games In A Season, Most Rebounds, And More, NBA – En fusion, Joel Embiid lancé pour faire du jamais vu depuis Wilt il y a 62 ans !
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 «From the Archives: Basketball's Wilt Chamberlain Dies at 63» (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 6 Ιανουαρίου 2021.
- ↑ «NBA Legends: Profiling the league's greatest players» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Νοεμβρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 7 Νοεμβρίου 2022.
- ↑ «SI's 50 greatest players in NBA history» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Μαΐου 2020. Ανακτήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 2020.
- ↑ «Los deportistas mundiales adelantados a su época» (στα Ισπανικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Ιουλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 29 Ιουλίου 2021.
- ↑ «Wilt Chamberlain Game-Worn Lakers Jersey From 1972 NBA Finals Sells for $4.9M» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Οκτωβρίου 2023. Ανακτήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 2023.
- ↑ 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 «Kia Rookie Ladder: Why Wilt Chamberlain is the greatest rookie ever» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Μαρτίου 2023. Ανακτήθηκε στις 13 Μαρτίου 2023.
- ↑ «How did Wilt Chamberlain's wingspan set him apart from other NBA players of his time?» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Απριλίου 2023. Ανακτήθηκε στις 12 Απριλίου 2023.
- ↑ «NBA – Des highlights rares et monstrueux de Wilt Chamberlain au contre refont surface !» (στα Γαλλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Ιουνίου 2020. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουνίου 2020.
- ↑ «Wilt Chamberlain's Vertical Jump Was As High As Michael Jordan's And He Ran 40 Yards As Fast As LeBron James» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Νοεμβρίου 2023. Ανακτήθηκε στις 25 Νοεμβρίου 2023.
- ↑ «HIGHEST VERTICAL JUMP IN NBA EVER» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Αυγούστου 2022. Ανακτήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 2020.
- ↑ 11,0 11,1 «Un double mètre s'éteint.Wilt Chamberlain, légende du basket US, est mort mardi» (στα Γαλλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Απριλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 2021.
- ↑ «"I would average 70 points in the 1990s": When Wilt Chamberlain confidently claimed he would destroy guys like Michael Jordan and Hakeem Olajuwon» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Μαΐου 2021. Ανακτήθηκε στις 19 Μαΐου 2021.
- ↑ 13,0 13,1 «Wilt Chamberlain jugador con más récords historia de la NBA» (στα Ισπανικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Απριλίου 2023. Ανακτήθηκε στις 24 Μαΐου 2021.
- ↑ 14,0 14,1 «The New York Times : Measuring Up to Wilt Chamberlain May Take More Than Stats» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Ιανουαρίου 2023. Ανακτήθηκε στις 16 Μαρτίου 2023.
- ↑ 15,0 15,1 «Los 100 puntos de un gigante» (στα Ισπανικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Ιουλίου 2022. Ανακτήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου 2021.
- ↑ 16,0 16,1 «11 Memorable Wilt Chamberlain Performances» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Ιουλίου 2022. Ανακτήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2020.
- ↑ 17,0 17,1 «Wilt Chamberlain Holds an NBA Record Higher Than Michael Jordan, Kobe Bryant, and LeBron James Combined» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Ιουνίου 2021. Ανακτήθηκε στις 30 Νοεμβρίου 2020.
- ↑ 18,0 18,1 «Why Wilt Chamberlain preferred the nickname "The Big Dipper" over "Wilt The Stilt"» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Μαΐου 2023. Ανακτήθηκε στις 16 Μαΐου 2023.
- ↑ 19,0 19,1 19,2 19,3 «Wilt Chamberlain» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Μαΐου 2022. Ανακτήθηκε στις 15 Απριλίου 2021.
- ↑ «Wilt, the Incredible Stilt!» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 31 Μαρτίου 2022. Ανακτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2021.
- ↑ 21,0 21,1 21,2 «Γουίλτ Τσάμπερλεϊν: ο Mr 100 πόντοι και 20.000 γυναίκες!». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Ιουνίου 2022. Ανακτήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 2020.
- ↑ 22,0 22,1 «Wilt Chamberlain, el mito de los 100 puntos y las 20.000 mujeres» (στα Ισπανικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Ιουλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 2021.
- ↑ «Wilt Chamberlain: A Giant At An Early Age» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Ιανουαρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 2021.
- ↑ 24,0 24,1 24,2 «THE WORLD'S GREATEST POST-WAR ERA ATHLETE HAILED FROM PHILLY – WILT CHAMBERLAIN!» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Μαρτίου 2023. Ανακτήθηκε στις 11 Μαρτίου 2023.
- ↑ 25,0 25,1 25,2 25,3 «Showtime's Wilt Chamberlain Documentary Explores the NBA Legend's Complex Legacy» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Ιουλίου 2023. Ανακτήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2023.
- ↑ 26,0 26,1 «Wilt Chamberlain, 50 years after playing his final NBA game: 'He's Paul Bunyan'» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Μαΐου 2023. Ανακτήθηκε στις 29 Μαΐου 2023.
- ↑ 27,0 27,1 27,2 27,3 27,4 «NBA Legends profile: Wilt Chamberlain» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Φεβρουαρίου 2023. Ανακτήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2023.
- ↑ 28,0 28,1 «Wilt vs. Elgin: When Their World Was the Playground» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Αυγούστου 2023. Ανακτήθηκε στις 16 Μαρτίου 2023.
- ↑ «Chamberlain rated greatest in court game» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Απριλίου 2008. Ανακτήθηκε στις 12 Απριλίου 2008.
- ↑ 30,0 30,1 30,2 «Wilt Chamberlain Biography: The Life, Career, And Legend Of The Most Dominant NBA Player Ever» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Μαρτίου 2023. Ανακτήθηκε στις 21 Μαρτίου 2023.
- ↑ 31,0 31,1 «The New York Times : PRO BASKETBALL; A Footnote To History After 40 Years» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 16 Μαρτίου 2016.
- ↑ «What to Stream: "Jayhawkers," a Thrillingly Analytical Drama of Wilt Chamberlain's College Years» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Δεκεμβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2020.
- ↑ 33,0 33,1 33,2 «The NBA's true greatest player of all time, Wilt Chamberlain» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Σεπτεμβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 2021.
- ↑ «NBA – La dinguerie accomplie par Wilt Chamberlain à 16 ans… sous un faux nom !» (στα Γαλλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Ιανουαρίου 2024. Ανακτήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 2024.
- ↑ «Wilt Chamberlain once used a fake name when he was 16 years old and dominated grown men» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Ιουνίου 2024. Ανακτήθηκε στις 11 Μαρτίου 2023.
- ↑ «Ranking the 20 Most Dominant College Basketball Players in History» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Ιανουαρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 2021.
- ↑ 37,0 37,1 37,2 37,3 37,4 «Chamberlain towered over NBA» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Αυγούστου 2021. Ανακτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2021.
- ↑ 38,0 38,1 38,2 «Wilt battled 'loser' legend» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Αυγούστου 2022. Ανακτήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 2023.
- ↑ «Wilt Chamberlain's high school coach is still alive and has incredible stories» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Απριλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 2020.
- ↑ 40,0 40,1 «Wilt Chamberlain» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Μαρτίου 2022. Ανακτήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 2021.
- ↑ 41,0 41,1 41,2 «Wilt Chamberlain Biography» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Ιανουαρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 2020.
- ↑ «48 Years Ago, the Sixers Traded Wilt Chamberlain to the Lakers» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Μαρτίου 2021. Ανακτήθηκε στις 3 Ιουλίου 2021.
- ↑ «The greatest NCAA Tournament championship games ever» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Ιουλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 2021.
- ↑ «21 memorable Most Outstanding Players in the men's Final Four» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Ιουνίου 2024. Ανακτήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 2023.
- ↑ «13 : Wilt Chamberlain» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Ιουνίου 2021. Ανακτήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 2021.
- ↑ «Kansans have great memories of Wilt» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 31 Μαρτίου 2020. Ανακτήθηκε στις 15 Απριλίου 2023.
- ↑ «Ουίλτ Τσάμπερλεϊν: Ο Κυρίαρχος!». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Ιουλίου 2022. Ανακτήθηκε στις 24 Απριλίου 2021.
- ↑ «A revoluntionary force» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Νοεμβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2021.
- ↑ «How Wilt's unreal athleticism forced the NCAA to change rules» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Μαΐου 2022. Ανακτήθηκε στις 16 Μαΐου 2022.
- ↑ 50,0 50,1 «NBA: Is Wilt Chamberlain the Most Undersold Superstar in NBA History?» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Ιουλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 17 Ιουλίου 2021.
- ↑ «Tex Winter shares stories about Wilt Chamberlain forcing rule changes» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Ιανουαρίου 2023. Ανακτήθηκε στις 19 Μαρτίου 2023.
- ↑ 52,0 52,1 52,2 «Big Norman» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Ιανουαρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 3 Ιανουαρίου 2008.
- ↑ «Chamberlain Made $65,000 Before He Was Even Allowed to Play in the NBA» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Ιουνίου 2021. Ανακτήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 2021.
- ↑ 54,0 54,1 54,2 54,3 54,4 «Wilt Chamberlain : un record pour l'éternité» (στα Γαλλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Ιανουαρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 13 Μαΐου 2021.
- ↑ «Harlem Globetrotters : Our Story» (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 2020.
- ↑ 56,0 56,1 56,2 «Η μέρα που ο Γουίλτ Τσάμπερλεϊν σκόραρε 100 πόντους σε ένα ματς». Ανακτήθηκε στις 30 Απριλίου 2021.
- ↑ «Harlem Globetrotters : Legends» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Μαρτίου 2021. Ανακτήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 2020.
- ↑ «NBA – « Je chausse du 63, mais il m'a soulevé comme une tasse de café »» (στα Γαλλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Ιουλίου 2022. Ανακτήθηκε στις 30 Ιουλίου 2022.
- ↑ «Sports Legend Revealed: The Philadelphia Warriors drafted Wilt Chamberlain while he was still in high school» (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 2022.
- ↑ 60,0 60,1 «How Wilt Chamberlain set the stage for the NBA's player empowerment era» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Δεκεμβρίου 2023. Ανακτήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2023.
- ↑ «Draft Review : Wilt Chamberlain» (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2021.
- ↑ «Wilt Chamberlain: From The Jayhawks To The Globetrotters To The Warriors» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Απριλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 2021.
- ↑ 63,0 63,1 «Year Old Wilt Chamberlain Was Once Offered $362K By The Nets To Play For 7 Games» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Ιουνίου 2022. Ανακτήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 2021.
- ↑ 64,0 64,1 64,2 «Wilt Chamberlain, other greats recognized for Kansas ties» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Δεκεμβρίου 2023. Ανακτήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2023.
- ↑ 65,0 65,1 «Wilt Chamberlain and Bill Russell Were the NBA's First Frenemies» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Ιουνίου 2022. Ανακτήθηκε στις 25 Νοεμβρίου 2022.
- ↑ 66,0 66,1 66,2 «How did Wilt dominate the record books?» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Ιανουαρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 4 Ιανουαρίου 2021.
- ↑ 67,0 67,1 67,2 «Wilt Chamberlain's Trade to Los Angeles, 50 Years Later» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Απριλίου 2023. Ανακτήθηκε στις 11 Απριλίου 2023.
- ↑ «NBA Players With The Most Points In Their First Career Game» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Μαρτίου 2023. Ανακτήθηκε στις 15 Μαρτίου 2023.
- ↑ 69,0 69,1 69,2 «The Greatest NBA Player of All-Time: Michael Jordan or Wilt Chamberlain?» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Ιουνίου 2024. Ανακτήθηκε στις 11 Μαρτίου 2023.
- ↑ «This Date in NBA History (Feb. 21): Wilt Chamberlain ties own record with 58-point game in rookie season» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Απριλίου 2023. Ανακτήθηκε στις 22 Απριλίου 2023.
- ↑ «Όταν ο rookie Τσάμπερλεϊν έκανε ρεκόρ με... 58 πόντους!». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Ιουλίου 2022. Ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2021.
- ↑ 72,0 72,1 «The Top Rookie Scorers in NBA History» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Ιουνίου 2024. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουνίου 2024.
- ↑ 73,0 73,1 «NBA Season Review: 1959-60» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Ιουνίου 2022. Ανακτήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2020.
- ↑ «WILT CHAMBERLAIN'S HISTORIC 1959-60 ROOKIE UNIFORM IS UP FOR IPO» (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 30 Απριλίου 2021.
- ↑ 75,0 75,1 75,2 «7 Records of Wilt Chamberlain that are Impossible to Break» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαΐου 2021. Ανακτήθηκε στις 2 Μαΐου 2021.
- ↑ 76,0 76,1 76,2 76,3 76,4 76,5 76,6 «The Craziest Records By Wilt Chamberlain That You Never Knew About» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Ιουνίου 2021. Ανακτήθηκε στις 14 Μαΐου 2021.
- ↑ «Top 10 Rookie Seasons In NBA History» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Δεκεμβρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2022.
- ↑ «Από τον Ρόουζ στον Γιάννη: Οι νεότεροι MVPs στην ιστορία του NBA!». Ανακτήθηκε στις 6 Μαΐου 2021.
- ↑ «The 10 Youngest And 10 Oldest MVPs In NBA History» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Μαΐου 2021. Ανακτήθηκε στις 9 Μαΐου 2021.
- ↑ «Only 5 Players In NBA History Made All-Star Team Every Year Of Their Careers» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Οκτωβρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 17 Αυγούστου 2022.
- ↑ «1960 NBA All-Star recap» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Ιανουαρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 2021.
- ↑ 82,0 82,1 «Wilt Chamberlain 1962 – The Most Amazing Statistical Season ever!» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Ιανουαρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 2021.
- ↑ 83,0 83,1 83,2 «The 100 Greatest Individual Performances in NBA Playoff History» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Φεβρουαρίου 2023. Ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2021.
- ↑ «TIME magazine : Eulogy: WILT CHAMBERLAIN» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Ιουνίου 2022. Ανακτήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 2022.
- ↑ «"Bill Russell would come to my house and sleep on my bed": When Wilt Chamberlain dismissed any notion of an off-court rivalry with the Celtics legend» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Σεπτεμβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 14 Αυγούστου 2021.
- ↑ «This Week in NBA History: Week of Nov. 5» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Νοεμβρίου 2023. Ανακτήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 2023.
- ↑ 87,0 87,1 87,2 «Wilt Chamberlain: Career retrospective» (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2021.
- ↑ 88,0 88,1 «Basketball Legend Chamberlain Dies at 63» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Μαρτίου 2022. Ανακτήθηκε στις 14 Μαρτίου 2020.
- ↑ «CHAMBERLAIN'S BIG MISTAKE» (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 2021.
- ↑ 90,0 90,1 90,2 90,3 «Wilt Chamberlain: Did He Really Play In a Weak Era?» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Μαρτίου 2022. Ανακτήθηκε στις 25 Μαρτίου 2023.
- ↑ 91,0 91,1 91,2 «Wilt Chamberlain: Nobody cheers for Goliath» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Ιανουαρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2020.
- ↑ 92,0 92,1 «The 20 NBA Players With The Most Minutes Per Game In A Single Season» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Ιουνίου 2023. Ανακτήθηκε στις 24 Ιουνίου 2023.
- ↑ 93,0 93,1 93,2 «The top five NBA records that are unlikely to be broken» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Μαΐου 2021. Ανακτήθηκε στις 2 Μαΐου 2021.
- ↑ «NBA & ABA Single Season Leaders and Records for Points Per Game» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2021.
- ↑ «Big Men, Big Games: The 10 Most Dominant Big Man Performances In NBA History» (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2023.
- ↑ 96,0 96,1 «Ουίλτ Τσάμπερλεϊν: Όταν "κατέβασε" 55 ριμπάουντ στην πιο "κουραστική στιγμή της ζωής του"». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Δεκεμβρίου 2023. Ανακτήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 2023.
- ↑ «Warriors Rewind: Wilt Chamberlain registers record-breaking performance on the glass with 55 rebounds vs. Celtics» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Νοεμβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 4 Ιουνίου 2021.
- ↑ «Why No One Will Ever Top 40 Rebounds Again» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Ιουλίου 2020. Ανακτήθηκε στις 9 Αυγούστου 2022.
- ↑ «The night Wilt Chamberlain grabbed 55 rebounds» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Νοεμβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2021.
- ↑ «This Week in NBA History: Week of Oct. 29» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Νοεμβρίου 2023. Ανακτήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 2023.
- ↑ 101,0 101,1 101,2 101,3 101,4 101,5 101,6 «NBA Players: Wilt Chamberlain Profile and Basic Stats» (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2021.
- ↑ «SEASON REVIEW: 1961-62» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Σεπτεμβρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2022.
- ↑ «NBA, stagione 1961-62: i record di Wilt Chamberlain e Oscar Robertson» (στα Ιταλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Ιουνίου 2021. Ανακτήθηκε στις 6 Μαΐου 2021.
- ↑ 104,0 104,1 «SN 50: Wilt Chamberlain's 1961-62 season produced a list of unbreakable NBA records» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Ιανουαρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 2022.
- ↑ «NBA – La série de 13 matchs la plus inhumaine de la vie de Wilt Chamberlain !» (στα Γαλλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Ιανουαρίου 2024. Ανακτήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 2024.
- ↑ «Ranking Top 10 Scorers in NBA History» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Μαΐου 2021. Ανακτήθηκε στις 21 Μαΐου 2021.
- ↑ «1961-62 Philadelphia Warriors Roster and Stats» (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 3 Ιουνίου 2021.
- ↑ «MCGUIRE RAISES A STANDARD» (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 2021.
- ↑ «The New York Times : Wilt Chamberlain's 100-Point Game» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Ιουνίου 2024. Ανακτήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2020.
- ↑ «Los secretos del partido de los 100 puntos de Chamberlain» (στα Ισπανικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Απριλίου 2020. Ανακτήθηκε στις 20 Απριλίου 2020.
- ↑ «Ο μύθος του Chamberlain δεν «έσβησε» ποτέ». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Ιουνίου 2022. Ανακτήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 2020.
- ↑ 112,0 112,1 112,2 «Sixty Years Later, Wilt's 100 Stands Unchallenged» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Μαΐου 2022. Ανακτήθηκε στις 13 Μαΐου 2022.
- ↑ «The Truth Behind Wilt Chamberlain's 100-Point Game» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Ιουλίου 2022. Ανακτήθηκε στις 29 Απριλίου 2021.
- ↑ 114,0 114,1 «Fifty years later: Wilt's 100-point game» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Μαΐου 2021. Ανακτήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 2020.
- ↑ «Wilt Chamberlain's 100-point game: 50 years later, still a marvel» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Φεβρουαρίου 2024. Ανακτήθηκε στις 10 Μαρτίου 2023.
- ↑ «PRO BASKETBALL: Bob Stum witnessed Wilt Chamberlain's 100-point game» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Μαρτίου 2023. Ανακτήθηκε στις 15 Μαρτίου 2023.
- ↑ 117,0 117,1 «Wilt's game of the century» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Μαρτίου 2023. Ανακτήθηκε στις 17 Μαρτίου 2023.
- ↑ 118,0 118,1 «20,000 Women Heard About Wilt's 100 Point Game» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Δεκεμβρίου 2023. Ανακτήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 2023.
- ↑ «The night Wilt Chamberlain proved unstoppable» (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 21 Μαΐου 2021.
- ↑ «50 años del partido perfecto: el día que Chamberlain anotó 100 puntos... que pudieron ser 140» (στα Ισπανικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Μαρτίου 2021. Ανακτήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 2021.
- ↑ «100 ASTONISHING POINTS : 25 Years Ago Today, Wilt Chamberlain Made NBA History» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Δεκεμβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 2021.
- ↑ «Former teammate Attles reflects on Chamberlain's 100-point game» (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 17 Μαρτίου 2023.
- ↑ «Wilt: 'I maybe could have scored 140'» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Μαΐου 2021. Ανακτήθηκε στις 7 Μαΐου 2021.
- ↑ «Wilt Chamberlain was convinced he should have scored more points in the famous 100-point game against the Knicks» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Ιουλίου 2022. Ανακτήθηκε στις 27 Μαρτίου 2023.
- ↑ «Top Moments: Wilt Chamberlain scores 100 in 1962 game vs. Knicks,» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Φεβρουαρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 29 Απριλίου 2021.
- ↑ «TSN Archives: How The Sporting News covered Wilt Chamberlain's 100-point game» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Απριλίου 2023. Ανακτήθηκε στις 9 Απριλίου 2023.
- ↑ «Wilt Chamberlain's 100 point game scoresheet was sold for an insane amount» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Απριλίου 2023. Ανακτήθηκε στις 10 Απριλίου 2023.
- ↑ «Wilt Chamberlain 100-Point Game Scorer's Sheet Sells for over $214K at Auction» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Απριλίου 2023. Ανακτήθηκε στις 10 Απριλίου 2023.
- ↑ «Η μυθική κατοστάρα του Ουίλτ Τσάμπερλεϊν». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Δεκεμβρίου 2023. Ανακτήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2023.
- ↑ 130,0 130,1 130,2 «Ventidue anni senza Wilt Chamberlain, il campione per cui nessuno tifava» (στα Ιταλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Ιουνίου 2024. Ανακτήθηκε στις 12 Μαρτίου 2023.
- ↑ 131,0 131,1 «Five sporting greats who changed the face of their game» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Νοεμβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 29 Απριλίου 2021.
- ↑ «NBA – Les 15 records les plus imbattables de l'histoire» (στα Γαλλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Αυγούστου 2020. Ανακτήθηκε στις 23 Ιουλίου 2022.
- ↑ «NBA records that might never be broken: most points, most wins...» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Φεβρουαρίου 2023. Ανακτήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 2023.
- ↑ 134,0 134,1 «Fifty years later Wilt's 100 point game» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Ιουλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 21 Μαΐου 2021.
- ↑ «The New York Times : Wilt Chamberlain's 100-Point Game Changed the N.B.A.» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Μαρτίου 2022. Ανακτήθηκε στις 13 Μαρτίου 2022.
- ↑ «On this date: Wilt Chamerblain scores 78 points with 43 rebounds in a 3OT loss to the Los Angeles Lakers» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Ιουλίου 2022. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουλίου 2022.
- ↑ «This Day In Lakers History: Elgin Baylor, Wilt Chamberlain Engage In Memorable Matchup» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Δεκεμβρίου 2023. Ανακτήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2023.
- ↑ «Wilt sets another scoring record with 73 points» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Μαΐου 2021. Ανακτήθηκε στις 9 Μαΐου 2021.
- ↑ «Όταν ο Τσάμπερλεϊν σημείωνε 73 πόντους σ' ένα ματς!». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Ιουλίου 2022. Ανακτήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 2021.
- ↑ «This Date in NBA History (Nov. 16): Wilt Chamberlain scores 73 points - the fourth-highest total in NBA history» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Οκτωβρίου 2023. Ανακτήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2023.
- ↑ «1962 NBA All-Star recap» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Αυγούστου 2021. Ανακτήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 2020.
- ↑ 142,0 142,1 «When Wilt the Stilt scored 42 points in an All-Star game» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Ιανουαρίου 2023. Ανακτήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 2023.
- ↑ «1962 NBA All Star Game» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Δεκεμβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 2021.
- ↑ 144,0 144,1 144,2 «TIME magazine : Sport: How Do You Stop Him?» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Μαρτίου 2023. Ανακτήθηκε στις 15 Μαρτίου 2023.
- ↑ «Wilt, 1962: The Night of 100 Points and the Dawn of a New Era» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Ιανουαρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 2021.
- ↑ 146,0 146,1 «NBA – La course au MVP la plus incroyable de l'histoire» (στα Γαλλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Σεπτεμβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 2020.
- ↑ «THE MOST CONTROVERSIAL MVP AWARD OF ALL-TIME? In 1962, Wilt averaged 50 PPG and 25 RPG and still didn't win» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Νοεμβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 2021.
- ↑ «The Greatest MVP Race Of All-Time: Bill Russell, Wilt Chamberlain, Oscar Robertson And Elgin Baylor» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Ιουνίου 2021. Ανακτήθηκε στις 2 Μαΐου 2021.
- ↑ «The Top 10 Individual PER Seasons In NBA History Featuring Michael Jordan And LeBron James» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Νοεμβρίου 2023. Ανακτήθηκε στις 24 Νοεμβρίου 2023.
- ↑ «Warriors' Philadelphia legacy: Wilt's 100 points and one iconic photo» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Απριλίου 2022. Ανακτήθηκε στις 19 Μαΐου 2021.