Πιάνο

Πιάνο με ουρά μοντέλου D-274 της εταιρείας Steinway & Sons, κατασκευασμένο στο Αμβούργο.

Το πιάνο (παλαιότερη ελληνική απόδοση: κλειδοκύμβαλο) είναι μουσικό όργανο που εντάσσεται στην κατηγορία των πληκτροφόρων (κατ' άλλους θεωρείται χορδόφωνο) και μπορεί να θεωρηθεί έγχορδο ή κρουστό. Είναι το μεγαλύτερο σε μέγεθος μουσικό όργανο μετά το εκκλησιαστικό όργανο. Ο μουσικός που χειρίζεται το πιάνο λέγεται πιανίστας, (παλαιότερα κλειδοκυμβαλιστής). Παίζεται με πλήκτρα, σε οριζόντια διάταξη, τα οποία όταν πατηθούν από τα δάκτυλα του πιανίστα σηκώνουν σφυράκια που χτυπούν τις χορδές του, παράγοντας έτσι ήχους. Εφευρέτης του πιάνου είναι ο Ιταλός Μπαρτολομέο Κριστόφορι.[1]

Η δυνατότητα να δίνει μια διαφορετική νότα από το κάθε πλήκτρο και να κάνει κάθε νότα απαλή ή δυνατή, δίνει στο πιάνο μια εκπληκτική ποικιλία έκφρασης. Το πιάνο μπορεί να αποδώσει μουσική είτε ως σόλο όργανο, είτε μέσα σε μια ορχήστρα. Αν και πολλοί πιστεύουν πώς χρησιμοποιείται κυρίως στην κλασική μουσική το πιάνο κατέχει έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην τζαζ, την μπλουζ και το ροκ εν ρολ, καθώς και στη λαϊκή και στην κλασική μουσική, όπου είτε κυριαρχεί είτε λειτουργεί ως βοηθητικό για άλλα όργανα.[εκκρεμεί παραπομπή]

Τα πιάνα διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες: α) τα όρθια πιάνα, οι χορδές των οποίων φέρονται σε κάθετη διάταξη με το επίπεδο των πλήκτρων και β) τα λεγόμενα πιάνα με ουρά, οι χορδές των οποίων βρίσκονται σε οριζόντια διάταξη ως προς το έδαφος. Τα καλύτερα καθώς και αρκετά ακριβά σε τιμή είναι τα πιάνα με ουρά, που είναι μεγάλα όχι μόνο σε μέγεθος αλλά και σε ήχο. Τα όρθια πιάνα είναι ίσως πιο συνηθισμένα, γιατί καταλαμβάνουν λιγότερο χώρο αλλά και επειδή είναι λιγότερο ακριβά.

Το πιάνο ονομάστηκε έτσι διότι μπορούσε να παίζει «πιάνο» (piano) που στην ιταλική γλώσσα, και σύμφωνα με τους μουσικούς όρους, σημαίνει σιγά. Το πρώτο πιάνo, το πιανοφόρτε ή φορτεπιάνο (pianoforte και fortepiano), όπως ονομάζονταν, (δηλαδή απαλά-δυνατά), εφευρέθηκε το 1711 από τον Μπαρτολομέο Κριστόφορι. Οι πρόγονοί του υπήρξαν το κλαβίχορδο (clavichord) και το τσέμπαλο.

Η έκτασή του είναι 7⅓ οκτάβες με 88 πλήκτρα αν και ορισμένα μοντέλα της Bösendorfer έχουν έκταση 8 οκτάβων. Και οι δύο τύποι πιάνου αποτελούνται από ηχείο, σώμα υποστήριξης, πλαίσιο, χορδές, πληκτρολόγιο, πεντάλ και βασικό μηχανισμό. Σε ένα πιάνο υπάρχουν συνήθως 52 λευκά πλήκτρα (από ελεφαντόδοντο ή άσπρο πλαστικό υλικό) και 36 μαύρα πλήκτρα (είτε από έβενο είτε από μαύρο πλαστικό υλικό).

Πίνακας της Ολλανδής ζωγράφου Χένριετ Ρόνερ-Κνιπ με όνομα «Το μάθημα πιάνου», δημιουργημένος το 1897 με την τεχνική λαδιού σε πάνελ και απεικονίζει γάτες να παίζουν πιάνο.

Όσον αφορά τη λειτουργία του, πατώντας κάποιο πλήκτρο η χορδή που του αντιστοιχεί κρούεται από ένα μαλακό σφυράκι καλυμμένο από τσόχα που επιστρέφει στη θέση του όταν χτυπηθεί η χορδή. Επιπρόσθετα το πιάνο έχει και δύο ή τρία πεντάλ κάτω στο κέντρο, στο ύψος του πέλματος. Το αριστερό είναι το σιγανό (una corda): πατώντας το, σηκώνεται ένας μοχλός που στα όρθια πιάνα μετακινεί τα σφυράκια κοντύτερα στις χορδές με αποτέλεσμα ο ήχος να είναι σαφώς σιγανότερος, ενώ στα πιάνα με ουρά κινεί τα σφυράκια παράλληλα με τις χορδές, έτσι ώστε να χτυπούν μόνο τη μία από τις διπλές και τις δυο από τις τριπλές χορδές (εξ ου και το όνομα una corda = μια χορδή) κάνοντας τον ήχο πάλι πιο απαλό. Το δεξί πεντάλ, που ονομάζεται πεντάλ διαρκείας ή δυνατό πεντάλ, ανασηκώνει τους σιωπητήρες από τις χορδές και διατηρεί τον ήχο.

Τα περισσότερα έργα για πιάνο είναι γραμμένα αποκλειστικά για αυτό (έργα για πιάνο), ωστόσο έχουν γραφεί και αρκετά έργα στα οποία το πιάνο συμμετέχει σε συμφωνική ορχήστρα, είτε ως όργανο με προεξάρχοντα ρόλο (κονσέρτα για πιάνο), είτε και ως απλό όργανο της ορχήστρας.[εκκρεμεί παραπομπή] Αν και πολλοί πιστεύουν πώς χρησιμοποιείται κυρίως στην κλασική μουσική, το πιάνο κατέχει έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο και στην τζαζ, την μπλουζ και το ροκ εν ρολ, καθώς και στη λαϊκή μουσική όπου είτε κυριαρχεί είτε λειτουργεί ως βοηθητικό για άλλα όργανα.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]