Μαλλί
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Το μαλλί είναι ινώδες υλικό το οποίο προέρχεται από το τρίχωμα του προβάτου καθώς και από άλλα ζώα. Χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο στην κλωστοϋφαντουργία, στον κατασκευαστικό κλάδο (μόνωση), στη γεωργία ως λίπασμα, στη χημεία ως συστατικό καλλυντικών, στην κατασκευή χαρτιού κλπ. Αναλόγως το ζώο, το μαλλί λογίζεται σε ποιότητες, καθεμιά από τις οποίες έχει διαφορετικό όνομα: μάλλινο ονομάζεται το ένδυμα από μαλλί προβάτου, κασμίρι από κατσίκα, ανκορά από κουνέλι κ.ο.κ.
Τεχνικά χαρακτηριστικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σε αντίθεση με την τρίχα, το μαλλί αποτελείται από ίνες κοντύτερες σε μήκος και λεπτότερες σε πάχος, οι οποίες έχουν τη φυσική τάση να κατσαρώνουν. Το γεγονός αυτό οδηγεί τις ίνες να «γατζώνονται» η μία με την άλλη και να σχηματίζουν τρόπον τινά «τσαμπιά», τα οποία είναι ιδιαίτερα ανθεκτικά. Οι τρίχες συνήθως δεν διαθέτουν καθόλου πτυχώσεις (κατσάρωμα) και είναι αδύνατο το γνέσιμό τους, ενώ το μαλλί είναι ιδανικό υλικό για γνέσιμο και παραγωγή νήματος. Οι πτυχώσεις των μάλλινων ινών παγιδεύουν αέρα ανάμεσά τους, πράγμα που ευθύνεται για τον πλούσιο όγκο του μαλλιού, σε σχέση με άλλες ίνες, γεγονός που τούς αποδίδει θερμομονωτικές ιδιότητες. Ο παγιδευμένος αέρας λειτουργεί τόσο κατά του ψύχους όσο και της ζέστης, λόγος που τα μάλλινα ρούχα χρησιμοποιούνται από την αρχαιότητα καθ' όλες τις εποχές του έτους.
Ο αριθμός των πτυχώσεων ανά ίνα αποτελεί τον κύριο παράγοντα στη διαλογή ποιοτήτων μαλλιού: όσο περισσότερες πτυχώσεις, τόσο μεγαλύτερη η ποιότητα του μαλλιού, όπως π.χ. το μαλλί μερινό, το οποίο διαθέτει περί τις 100 πτυχώσεις ανά ίντσα. Η γούνα των προβάτων δεν αποτελεί εξ' ολοκλήρου γνεύσιμο μαλλί, καθώς διαθέτει και τρίχινο μέρος (αγγλ. kemp). Το ποσοστό μάλλινου προς τρίχινο μέρος διαφοροποιείται ανά είδος προβάτου και συνήθως καθορίζει τη χρήση του προϊόντος: καθώς το μαλλί μπορεί να είναι ακατάλληλο για γνέσιμο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως γέμισμα, μονωτικό υλικό ή άλλο· το πλέον κατάλληλο γίνεται συνήθως υψηλής ποιότητας ύφασμα, όπως το περίφημο τουίντ (το γνωστό στα ελληνικά ψαροκόκκαλο).
Εκτός από τις θερμομονωτικές του ιδιότητες, το μαλλί έχει ηχομονωτικές ιδιότητες, ενώ είναι υδρόφιλο, απορροφώντας περί το ⅓ του βάρους του σε νερό. Ο κύριος όγκος μαλλιού έχει φυσικό υπόλευκο χρώμα, ωστόσο κάποιες ράτσες παράγουν φυσικό μαύρο, καφετί ή και σύμμεικτα χρώματα.
Σε σχέση με άλλες φυτικές ίνες, το μαλλί έχει υψηλό βαθμό ανάφλεξης, πράγμα που σημαίνει ότι δεν «αρπάζει» φωτιά τόσο εύκολα όσο π.χ. το βαμβάκι και οι συνθετικές ίνες. Όταν καίγεται έχει αργό ρυθμό εξάπλωσης της φλόγας, μικρότερη επαγόμενη θερμοκρασία και δεν βγάζει μεγάλες ποσότητες καπνού. Το μέρος που καίγεται γίνεται ανθρακόμορφο (κάρβουνο), γεγονός που το προφυλάσσει από την ολική καύση και γι' αυτόν τον λόγο αποτελεί προτιμητέο υλικό στην ένδυση πατωμάτων (μοκέτες), επιφανειών (ταπετσαρίες σε οχήματα), αλλά και ειδικών ενδυμάτων, όπως στολές πυρόσβεσης, στρατιωτικός εξοπλισμός κλπ.
Κατεργασία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κούρεμα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η κατεργασία του μαλλιού είναι η διαδικασία κατά την οποία το ζωικό προϊόν λαμβάνεται από το ζώο και στη συνέχεια επεξεργάζεται ώστε να μορφοποιηθεί σε νήμα. Το πρώτο στάδιο της κατεργασίας είναι το κούρεμα ή κούρος του ζώου, το οποίο αναλαμβάνουν επαγγελματίες με ειδικά εργαλεία, τόσο μηχανικά (ψαλίδι) όσο και ηλεκτρικά. Το κούρεμα γίνεται συνήθως μία φορά τον χρόνο, την άνοιξη, ώστε το ζώο να έχει επαρκή χρόνο να ανανεώσει το τρίχωμά του και συνεπώς να διαθέτει θερμομόνωση κατά τους κρύους μήνες.
Η προβιά που προκύπτει από το κούρεμα είναι ο όγκος του κουρεμένου μαλλιού, το οποίο διαχωρίζεται σε τέσσερις κατηγορίες: τον κύριο όγκο της προβιάς, το λεγόμενο και ποκάρι που λαμβάνεται από τη ράχη και το στήθος του ζώου, και τα υπολείματα από τις κοιλιές και τα πόδια, τα λεγόμενα και κολόκρια. Η ποιότητα της προβιάς καθορίζεται εν πολλοίς από τον τρόπο κουρέματος· οι πεπειραμένοι επαγγελματίες του είδους ταξινομούν το προϊόν ανά κατηγορία, επιτυγχάνοντας έτσι μαλλιά πρώτης και δεύτερης διαλογής, τα οποία τιμολογούνται αναλόγως. Σε ορισμένες χώρες, όπως την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, η διαλογή περιλαμβάνει και άλλους παράγοντες, όπως το ποσοστό ξένων σωμάτων, μήκος ίνας, χρώμα κλπ.
Πλύσιμο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Επόμενο στάδιο της κατεργασίας είναι το καθάρισμα ή πλύσιμο του μαλλιού. Καθώς η προβιά πλένεται με ζεστό νερό και σαπούνι (ή σε βιομηχανική κλίμακα με ειδικά απορυπαντικά ή ποτάσσα) απομακρύνονται οι λεγόμενες κολλιτσίδες, που περιέχουν διάφορα σωματίδια, όπως ιδρώτα, νεκρά κύτταρα, ακαθαρσίες, εντομοκτόνα, χώματα κλπ. Από το μαλλί απομακρύνεται και μεγάλη ποσότητα λανολίνης, η οποία διαχωρίζεται χημικά από το βρώμικο νερό και στη συνέχεια μπορεί να επεξεργαστεί για άλλες χρήσεις.
Σε παραδοσιακές βιοτεχνίες, ο καθαρισμός γίνεται συχνά με το χέρι και χρησιμοποιείται κάποιο ελαφρύ απορυπαντικό, ώστε το παραγόμενο μαλλί να διατηρεί μια κάποια ποσότητα λανολίνης. Αυτή η ποιότητα γνέθεται εξίσου καλά και χρησιμοποιείται παραδοσιακά για πλέξιμο ημι-αδιάβροχων ρούχων, κυρίως στις βόρειες χώρες.
Ξέσιμο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στη συνέχεια το καθαρό μαλλί συλλέγεται και ακολουθεί η διαδικασία του ξεσίματος ή λανάρισμα, κατά την οποία το μαλλί χτενίζεται τρόπον τινά και οι ίνες του τακτοποιούνται, παράγοντας ένα ομοιογενές υλικό. Μέρος της διαδικασίας αυτής είναι και το ξεδιάλεγμα, όπου οι μακρύτερες και καλύτερες ίνες διαχωρίζονται από τις κοντές· οι μεν προορίζονται για υφάσματα, καρπέτες και φλοκάτες και οι δε, τα λέγομενα ρούντα, για κιλιμία και άλλα υποπροϊόντα.
Γνέσιμο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Επόμενο στάδιο της κατεργασίας είναι το γνέσιμο, κατά το οποίο το λαναρισμένο μαλλί περνά από την αφρώδη μορφή σε νήμα. Παραδοσιακά η εργασία αυτή γινόταν από γυναίκες, οι οποίες κρατούσαν στο ένα χέρι το ακατέργαστο μαλλί (τουλούπα) και με το άλλο τραβούσαν μία μικρή ποσότητα, την οποία επιμήκυναν με τη βοήθεια της ρόκας. Η επιμήκυνση και η διαμόρφωση του νήματος γίνεται κατ' αρχήν με το στρίψιμο του μαλλιού, το οποίο συνενώνει τις ίνες, αφαιρεί μεγάλο όγκο αέρα που υπάρχει μεταξύ τους και τακτοποιεί τρόπον τινά τις ίνες σε ένα συνεχές, την πρώτη μορφή του νήματος. Η αρχή αυτή δεν αφορά κατ' αποκλειστικότητα την κατεργασία του μαλλιού, αλλά τις περισσότερες ίνες (π.χ. βαμβάκι) που διαμορφώνονται σε νήμα.
Στη συνέχεια το πρώτο αυτό νήμα τοποθετείται στο αδράχτι, με τη χρήση του οποίου το νήμα στρίβεται και επιμηκύνεται περαιτέρω. Στη σύγχρονη βιομηχανία η διαδικασία αυτή γίνεται από αυτοματοποιημένες μηχανές, παράγοντας διαφορετικές ποιότητες νήματος, αναλόγως με το πρωταρχικό υλικό και με τον αριθμό στροφών ανά ίντσα (στρίψιμο). Όσο περισσότερο στριμένο και κατά συνέπεια λεπτότερο είναι το νήμα, τόσο πιο κατάλληλο είναι για ανθεκτικά υφάσματα και λέγεται στημόνι· το πιο αραιό στρίψιμο αποδίδει πιο ντελικάτο και αέρινο νήμα, το λεγόμενο υφάδι, κατάλληλο για πλέξιμο. Το τελικό προϊόν αυτής της διαδικασίας είναι οι λεγόμενες κελέβες, μεγάλες κουλούρες -τρόπον τινά- συνεχούς νήματος, το οποίο στη συνέχεια βάφεται και κατόπιν τυποποιείται για πώληση ή απευθείας χρήση από τις βιοτεχνίες.
Βάψιμο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το τελικό στάδιο της κατεργασίας είναι το βάψιμο του μαλλιού, το οποίο αφορά κυρίως το λευκό μαλλί· τα σκουρόχρωμα μαλλιά (λάϊα ή σίβα) είτε αφήνονται στο φυσικό τους χρώμα, ή βάφονται μόνο μαυρα.
Πριν τη βαφή, οι κελέδες εμβαπτίζονται σε ένα ειδικό λουτρό, κατά το οποίο το μαλλί προετοιμάζεται να δεχθεί το χρώμα και να μπορέσει να το διατηρήσει. Η διαδικασία αυτή λέγεται πρόστυψη και παραδοσιακά χρησιμοποιούνταν στάχτη, στύψη ή και αλάτι - στη σύγχρονη βιομηχανία χρησιμοποιούνται χημικά προϊόντα, κατάλληλα για τη στερεοποίηση της επικείμενης βαφής.
Με την ολοκλήρωση της πρόστυψης και στο στράγγισμα των κελέδων, το μαλλί στη συνέχεια εμβαπτίζεται σε άλλο λουτρό, το οποίο περιέχει τη βαφή. Παραδοσιακά, η βαφή περιέχει φυτικές χρωστικές ουσίες, οι οποίες λαμβάνονται κατά κύριο λόγο από φυτά, αλλά ενίοτε και από ορυκτά, έντομα ή ασπόνδυλα: το βαθύ κόκκινο επιτυγχάνεται με το ριζάρι, το μαύρο με φλούδες καρυδιάς, το κυανό με λουλάκι. Το λουτρό της βαφής γινόταν σε μεγάλα καζάνια, στα οποία έβραζαν τα φυτικά μέρη μαζί με το μαλλί, διαδικασία η οποία μπορούσε να κρατήσει από μερικές ώρες έως και μέρες. Συχνά, για να επιτευχθεί ο σωστός ή επιθυμητός χρωματικός τόνος, το λουτρό έπρεπε να επαναληφθεί πολλές φορές, συσσωρεύοντας έτσι μεγαλύτερες ποσότητες χρωστικών στις ίνες.
Στο παρελθόν, η ποιότητα του νερού, η περιεκτικότητα του φυτού σε χρωστικές και οι κλιματολογικές συνθήκες συχνά καθιστούσαν τη βαφή ασταθή. Ορισμένα μέρη πήραν το όνομά τους από τη σταθερή ποιότητα του αποτελέσματος, όπως το χωριό Ριζάρι της Θεσσαλίας, όπου το κόκκινο χρώμα που επιτύγχαναν ήταν κατά κύριο λόγο σταθερό, λαμπερό και στον ίδιο χρωματικό τόνο. Ουσιαστικό μέρος της διαδικασίας ήταν η σταθεροποίηση της βαφής, η οποία επιτυγχάνεται με ένα τελικό στυπτικό λουτρό, κατά το οποίο οι χρωστικές «κλειδώνουν» με τις ίνες και ο δεσμός τους γίνεται αρκούντως ισχυρός, ώστε το νήμα να μην ξεβάφει στο πλύσιμο ή να ξεθωριάζει με την καθημερινή του χρήση.
Στη σύγχρονη βιομηχανική πρακτική επιβάλλεται η ίδια αρχή, με τη διαφορά ότι πλέον χρησιμοποιούνται χημικές βαφές με ενσωματωμένους στερωτικούς παράγοντες, οι οποίες ανευρίσκονται στο εμπόριο σε πληθώρα χρωμάτων και τύπων.