Πολυήρεις

Οι πολυήρεις ήταν τύποι αρχαίων κωπήλατων πολεμικών πλοίων, δηλαδή γαλερών, που εμφανίστηκαν από τον 4ο αιώνα π.Χ. στη Μεσόγειο Θάλασσα, εκτοπίζοντας (σταδιακά και εν μέρει) τις τριήρεις και αλλάζοντας σημαντικά την ως τότε ισχύουσα ναυτική πολεμική τέχνη. Τα πλοία έγιναν αυξανόμενα μεγαλύτερα και βαρύτερα, συμπεριλαμβάνοντας μερικά από τα μεγαλύτερα ξύλινα πλοία που έχουν κατασκευαστεί ποτέ. Δεν είναι σαφές το πότε ακριβώς ή και το πού πρωτοεμφανίστηκαν. Είναι ωστόσο γνωστό, ότι κάποια τέτοια πολεμικά (πεντήρεις) συμπεριέχονταν στο στόλο των Συρακουσών επί τυράννου Διονυσίου Α΄, καθώς και στον Περσικό στόλο (έως και οκτήρεις), κατά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Κάποια τέτοια πολεμικά (που συμπεριλάμβαναν εξήρεις και επτήρεις), κυρίως από τη Σιδώνα και την Κύπρο, προστέθηκαν στο στόλο του μεγάλου στρατηλάτη κατά την πολιορκία της Τύρου. Αυτές οι ναυτικές εξελίξεις εξαπλώθηκαν (κυρίως και ταχύτερα) στην Ελληνιστική Εγγύς Ανατολή, αλλά επίσης επεκτάθηκαν σταδιακά και σε ένα μέρος των στόλων των ναυτικών δυνάμεων της Δυτικής Μεσογείου, που συμπεριλάμβαναν την Καρχηδόνα και τη Ρώμη. Όμως, ενώ τα πλούσια (ελληνιστικά) βασίλεια των Διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου έχτιζαν ήδη τεράστιες πολυήρεις, η Καρχηδόνα και η Ρώμη, στους μεταξύ τους (Καρχηδονιακούς) πολέμους, βασίζονταν σε (σχετικά) μεσαίου μεγέθους σκάφη, όπως οι τετρήρεις, οι πεντήρεις και ελάχιστες εξήρεις. Κατά την ίδια χρονική περίοδο, οι μικρότερες ναυτικές δυνάμεις και οι πειρατές χρησιμοποιούσαν στόλους από μικρότερα και ταχύτερα σκάφη. Μετά την εγκαθίδρυση της πλήρους Ρωμαϊκής Ηγεμονίας στη Μεσόγειο, και ειδικότερα μετά από τη Ναυμαχία του Ακτίου, η (τότε) νεογέννητη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν είχε πλέον να αντιμετωπίσει μεγάλες ναυτικές απειλές. Έτσι, από τον 1ο αιώνα μ.Χ., υπήρχαν (πλέον) ελάχιστες πολυήρεις (και ακόμη αργότερα μόνο τριήρεις ή τετρήρεις) που εξυπηρετούσαν ως ναυαρχίδες, ενώ τα υπόλοιπα πλοία του αυτοκρατορικού στόλου σταδιακά αντικαταστάθηκαν από ελαφρές λιβύρνες, σε μια αρνητική εξέλιξη της ναυτικής τεχνολογίας, ώσπου κατά την Ύστερη Αρχαιότητα χάθηκε εντελώς η απαραίτητη γνώση για την κατασκευή πολυηρών, με εξαίρεση, ίσως, κάποιους από τους δρόμωνες του βυζαντινού ναυτικού, που θα μπορούσαν να ταξινομηθούν στις πολυήρεις, αν και κατά τη σχετική χρονική περίοδο ο όρος αυτός δεν βρίσκονταν πια σε χρήση.

Η επιχειρησιακή αξιοποίηση της νέας αυτής κλάσης πολεμικών πλοίων εστιαζόταν κυρίως α) στην συμμετοχή σε αποβατικές επιχειρήσεις, β) στην προσβολή πλοίων με εκηβόλα όπλα και γ) στην προβολή ισχύος[1].

Διάταξη των θέσεων των κωπηλατών σε τρία διαφορετικά επίπεδα (από πάνω προς τα κάτω θρανίτες, ζυγίτες και θαλαμίτες) για μια ελληνική τριήρη. Στις πολυήρεις η διαφορά ήταν ότι σε κάποιες σειρές κουπιών υπήρχαν περισσότεροι από ένας κωπηλάτης ανά κουπί. Επίσης, όπως και στις τριήρεις, υπήρχαν επίσης δίκροτες και μονόκροτες πολυήρεις.
(Εσφαλμένη) ερμηνεία πεντήρους του 19ου αιώνα, με (μη πρακτικό) κωπηλατικό σύστημα πέντε καταστρωμάτων.

Τα περισσότερα πολεμικά πλοία της εποχής διακρίνονται από τα ονόματά τους, που αποτελούνται από ένα ελληνικής προέλευσης αριθμητικό και την κατάληξη -ήρης. Ο αριθμός του αριθμητικού αντιστοιχεί στον αριθμό των σειρών των κωπηλατών ανά πλευρά και όχι στον αριθμό των σειρών των κουπιών, όπως κάποιοι μεταγενέστεροι μελετητές αρχικά υπέθεταν.

Εξέλιξη και σχεδιασμός

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στους μεγάλους πολέμους του 5ου αιώνα π.Χ., όπως οι Περσικοί Πόλεμοι και ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, η τριήρης ήταν ο βαρύτερος τύπος πολεμικού πλοίου που χρησιμοποιούνταν από τα ναυτικά των Μεσογειακών κρατών[2][3]. Στην περίπτωση της τριήρους, υπήρχαν (συνήθως) τρία καταστρώματα με έναν κωπηλάτη ανά κουπί, δηλαδή συνολικά τρεις σειρές κωπηλατών[4]. Ωστόσο, κατά τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. άρχισαν να εμφανίζονται διαφοροποιήσεις από την τριήρη. Πρώτα εμφανίστηκαν η πεντήρης και η εξήρης, η εφεύρεση των οποίων πιστώθηκε στο Διονύσιο Α΄, τύραννο των Συρακουσών, ενώ η τετρήρης (που ακολούθησε) πιστώθηκε από τον Αριστοτέλη στους Καρχηδονίους[5][6][7].

Κωπηλατικό σύστημα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολύ λίγα είναι γνωστά με βεβαιότητα για την κατασκευή και την εμφάνιση των πολυηρών. Οι γραπτές μαρτυρίες είναι αποσπασματικές και πολύ εκλεκτικές, ενώ οι εικαστικές μαρτυρίες δεν είναι ξεκάθαρες. Το γεγονός ότι οι (ελληνικές) τριήρεις είχαν τρία καταστρώματα κωπηλατών με έναν κωπηλάτη ανά κουπί οδήγησαν τους ιστορικούς του Μεσαίωνα, ενώ ήδη πολλά σχετικά κείμενα και άλλου είδους σχετικές μαρτυρίες είχαν από καιρό χαθεί, να θεωρήσουν (εσφαλμένα) ότι ο σχεδιασμός των πολυηρών ήταν ανάλογος, δηλαδή ανάλογα με τον αριθμό του αριθμητικού προθέματος, τόσα καταστρώματα κωπηλατών, με έναν κωπηλάτη ανά κουπί[8]. Ωστόσο, οι αναφορές για την ύπαρξη μεγαλύτερων πολυηρών, μέχρι και τεσσαρακοντηρών, δηλαδή με αριθμητικό πρόθεμα 40 (!), έκαναν αυτή τη θεωρία να φαίνεται απίθανη. Συνεπώς, κατά την Αναγέννηση και μέχρι το 19ο αιώνα, άρχισαν να πιστεύουν (και πάλι εσφαλμένα) ότι στις πολυήρεις υπήρχαν περισσότερες από μια σειρές κουπιών ανά κατάστρωμα, αλλά πάλι με έναν κωπηλάτη ανά κουπί, όπως συνέβαινε με κάποιους τύπους γαλερών της αναφερόμενης εποχής (Αναγέννηση - 19ος αιώνας)[9]. Κατά τον 20ό αιώνα, οι μελετητές απέδειξαν ότι κι αυτή η θεωρία ήταν λανθασμένη. Υιοθέτησαν την άποψη ότι στις αρχαίες γαλέρες οι σειρές κουπιών βρισκόταν (αρχικά πιθανώς μόνο) σε διαφορετικά καταστρώματα, αλλά επειδή μόνο τα τρία πρώτα καταστρώματα είναι πρακτικά για κωπηλασία, οι τρεις σειρές κουπιών είναι το πρακτικό μέγιστο όριο. Ερμήνευσαν, λοιπόν, το αριθμητικό πρόθεμα με τον αριθμό των σειρών κωπηλατών και όχι τον αριθμό σειρών κουπιών. Μπορούσαν, δηλαδή, να υπάρχουν σε κάποιες σειρές κουπιών περισσότεροι από ένας κωπηλάτες ανά κουπί[10].

Η πιο συνηθισμένη θεωρία για τη διάταξη καταστρωμάτων και κωπηλατών για την τετρήρη, που θεωρήθηκε ότι προήλθε από τη διήρη, είναι ότι είχε κι αυτή δύο καταστρώματα, αλλά με δύο κωπηλάτες ανά κουπί[11]. Η πεντήρης, από την άλλη, προήλθε από την τριήρη, οπότε είχε κι αυτή τρία καταστρώματα, με διάταξη κωπηλατών - καταστρωμάτων 2:2:1. Το ίδιο ίσχυε και για την εξήρη, που επίσης προήλθε από την τριήρη, οπότε είχε κι αυτή τρία καταστρώματα, με διάταξη κωπηλατών - καταστρωμάτων 2:2:2[12]. Άλλες ερμηνευτικές θεωρήσεις συμπεριλαμβάνουν και δίκροτες πεντήρεις, με διάταξη κωπηλατών - καταστρωμάτων 3:2, ακόμη και μονόκροτες πεντήρεις, με πέντε κωπηλάτες ανά κουπί σε ένα κατάστρωμα[13]. Η θεωρία των δίκροτων πεντηρών συνυποστηρίζεται από το γεγονός ότι κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. οι πεντήρεις φυλάσσονταν στα ίδια νεώρια με τις τριήρεις (που εξακολουθούσαν συνεχώς να συνυπάρχουν, αλλά δεν θεωρούνταν πια πολεμικά πλοία πρώτου μεγέθους). Για να είναι εφικτό αυτό θα πρέπει αυτές οι πρώτες (τουλάχιστον) πεντήρεις να είχαν παρόμοιο πλάτος με τις τριήρεις, δηλαδή γύρω στα 5,3 μέτρα. Αυτή η θεωρία ταιριάζει και με την ιδέα ότι υπήρξε σταδιακή εξέλιξη από τον ένα τύπο πεντήρους στον άλλο[14].

Οι λόγοι για την εξέλιξη των πολυηρών δεν είναι ξεκάθαροι. Το πιο συνηθισμένο μεταγενέστερο επιχείρημα είναι ότι υπήρχε έλλειψη ικανού ποσοτικά ποιοτικού προσωπικού: η τριήρης ήταν ουσιαστικά ένα πολεμικό πλοίο που κατασκευάστηκε για να εμβολίζει, αλλά οι επιτυχημένες τακτικές εμβολισμό εξαρτώταν κυρίως από τη σταθερή διατήρηση καλά εκπαιδευμένου κωπηλατικού πληρώματος[15], κάτι που λίγα ναυτικά κράτη εκτός από την Αθήνα είχαν τους πόρους ή και την κατάλληλη κοινωνική δομή για να το επιτύχουν σε ικανοποιητικά επαρκείς αριθμούς[16]. Η χρήση περισσότερων από ενός κωπηλατών ανά κουπί μείωνε την ανάγκη για καλά εκπαιδευμένο προσωπικό που απαιτούνταν για κάθε πλοίο: Μόνο οι κωπηλάτες στην άκρη του κάθε κουπιού χρειαζόταν να είναι επαρκώς εκπαιδευμένοι. Οι άλλοι απλώς πρόσθεταν περισσότερη μυϊκή ισχύ[17]. Αυτό το σύστημα επίσης χρησιμοποιούνταν στις γαλέρες της εποχής της Αναγέννησης, αλλά αρχαία αγγεία παρέχουν ενδείξεις για συνέχιση της εκπαίδευσης πληρωμάτων από τους διοικητές τους και κατά την (ελληνιστική) εποχή των πολυηρών[18]. Ο αυξημένος αριθμός των κωπηλατών επίσης απαιτούσε φαρδύτερο σκάφος, γεγονός που βέβαια μείωνε την ταχύτητα του πλοίου, αλλά από την άλλη πρόσφερε αρκετά άλλα πλεονεκτήματα: Τα μεγαλύτερα σκάφη ήταν πιο δυνατά και άντεχαν περισσότερο στον εμβολισμό, αλλά και είχαν μεγαλύτερη χωρητικότητα, που επέτρεπε την φιλοξενία στο σκάφος περισσότερων επιβατών (δηλαδή πεζοναυτών), τη δυνατότητα για παρουσία καταπελτών ή και πύργων, αλλά και γενικότερα τη μεταφορά περισσότερων εφοδίων και άλλων χρήσιμων φορτίων, με μικρότερη αναγκαιότητα για επιπλέον μεταγωγικά ή και άλλα βοηθητικά σκάφη. Τα περισσότερο υπερυψωμένα τμήματα των καταστρωμάτων και η μεγαλύτερη σταθερότητα των μεγαλύτερων σκαφών τα έκανε πιο αποτελεσματικά ως βάσεις εκτόξευσης βλημάτων κάθε είδους κατά του εχθρού[19] και γενικά αύξανε τις δυνατότητες των πολεμικών πλοίων για ναυτικές και αμφίβιες επιχειρήσεις. Όλα αυτά ήταν σημαντικά σε μια εποχή που η έκβαση των ναυμαχιών αποφασίζονταν ολοένα λιγότερο από τον εμβολισμό και ολοένα περισσότερο από το ρεσάλτο[16]. Προτάθηκε από τον Λάιονελ Κάσσον (Lionel Casson) ότι (μερικές, τουλάχιστον, από τις) πεντήρεις που χρησιμοποιούνταν από τους Ρωμαίους στους Καρχηδονιακούς Πολέμους του 3ου αιώνα π.Χ. ήταν μονόκροτες, οπότε είχαν ένα κατάστρωμα με πέντε κωπηλάτες ανά κουπί και μεγάλο πλάτος, πλεονέκτημα που επέτρεπε τη μεγάλη (για την εποχή) τοπική συγκέντρωση 120 επιβατών σε ένα κατάστρωμα, γεγονός που (εικάζεται ότι ίσως) έπαιξε ζωτικό ρόλο για τη ρωμαϊκή νίκη (ειδικότερα) στη Ναυμαχία του Έκνομου[18][20].

Υπήρξαν δυο κύριες ναυτικές σχεδιαστικές παραδόσεις στη Μεσόγειο Θάλασσα, η Ελληνική και η Φοινικική - Καρχηδονιακή. Η δεύτερη αντιγράφτηκε, αργότερα, από τους Ρωμαίους. Χρησιμοποιώντας ως υπόδειγμα τις τριήρεις τους, οι Έλληνες συνήθιζαν να προεξέχει μόνο το πάνω επίπεδο κουπιών («παρεξειρεσία»), ενώ σύμφωνα με τη μεταγενέστερη Καρχηδονιακή ναυπηγική παράδοση προτιμούσαν να προσθέτουν ύψος στα σκάφη τους, έχοντας και τα τρία επίπεδα κουπιών να εξέχουν απευθείας από τα πλαϊνά των κυρίως σκαφών[21].

Με βάση τις εικονογραφικές ενδείξεις πάνω σε νομίσματα, οι Μόρρισον (Morrison) και Κόατς (Coates) καθόρισαν ότι οι καρχηδονιακές τριήρεις του 5ου και των αρχών του 4ου αιώνα π.Χ. ήταν σε μεγάλο βαθμό παρόμοιες με τις ελληνικές, περιλαμβάνοντας πιθανώς και την παρεξειρεσία[22]. Από τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., ωστόσο, δηλαδή περίπου την ίδια εποχή που η πεντήρης άρχισε να εμφανίζεται στη Φοινίκη, εμφανίστηκαν και ενδείξεις φοινικικών - καρχηδονιακών πλοίων χωρίς παρεξειρεσία. Αυτό απαιτούσε μια διαφορετική διάταξη κουπιών, με το μεσαίο επίπεδο να τοποθετείται περισσότερο προς τα μέσα, καθώς και μια διαφορετική κατασκευή του κύτους, με τα πλευρικά τμήματα των καταστρωμάτων να επισυνάπτονται σε αυτήν την (κατασκευή του κύτους). Από τα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ. και μετά, οι καρχηδονιακές πεντήρεις εμφάνιζαν ένα ξεχωριστό κωπηλατικό κουβούκλιο που περιείχε τους κωπηλάτες που ήταν (πριν) τοποθετημένοι στον κύριο χώρο του σκάφους. Αυτή η εξέλιξη των προγενέστερων μοντέλων εμπεριείχε επιπλέον τροποποιήσεις, με την έννοια ότι οι κωπηλάτες τοποθετούνταν πάνω από το κατάστρωμα και ουσιαστικά στο ίδιο επίπεδο.[23][24] Αυτό επέτρεπε την ενίσχυση του σκάφους και αύξανε τη χωρητικότητα σε προμήθειες, αλλά και βελτίωνε τις συνθήκες αερισμού των κωπηλατών, έναν ιδιαίτερα σημαντικό παράγοντα για τη διατήρηση της αντοχής τους και κατά συνέπεια βοηθούσε στη διατήρηση (για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σχετικά υψηλής) ταχύτητας για το σκάφος[25]. Είναι ασαφές, ωστόσο, αν αυτός ο σχεδιασμός εφαρμόζονταν και στις βαρύτερες (από τις πεντήρεις) πολυήρεις, και παρόλο που οι Ρωμαίοι αντέγραψαν τα καρχηδονιακά μοντέλα για τις πεντήρεις τους, υπάρχουν επίσης εικονογραφικές ενδείξεις για την ύπαρξη και πολυηρών με παρεξειρεσία (στο ρωμαϊκό ναυτικό) μέχρι και στην ύστερη αυτοκρατορική περίοδο.

Τουλάχιστον από την Αθηναϊκή Σικελική Εκστρατεία (415 - 413 π.Χ.), έγινε φανερό ότι οι θρανίτες (οι κωπηλάτες της ανώτερης σειράς κουπιών) της προεξοχής των αθηναϊκών τριηρών ήταν ευάλωτοι σε επιθέσεις με βέλη και άλλα βλήματα. Έχοντας υπόψη και τις επιθέσεις με ρεσάλτο (ιδιαίτερα) στα επόμενα χρόνια[15], (κάποια) σκάφη κατασκευάζονταν ως «κατάφρακτα», δηλαδή με κλειστούς χώρους για την προστασία των κωπηλατών και με ένα κλειστό άνω κατάστρωμα, ικανό να μεταφέρει (περισσότερους) επιβάτες και (αργότερα και) καταπέλτες[6][26].

Οι τετρήρεις (λατινικά: quadriremis) ήταν αρχαίες γαλέρες που εμφανίστηκαν στην ελληνιστική εποχή και σταδιακά εξαφανίστηκαν στην ρωμαϊκή αυτοκρατορική εποχή, με τέσσερις σειρές κωπηλάτες. Κάποιοι από τους βυζαντινούς δρόμωνες ανήκαν επίσης μάλλον στις τετρήρεις, με την αρχαία ορολογία, αλλά πλέον η ορολογία αυτή δεν ήταν σε χρήση. Επιπλέον, οι βυζαντινοί δρόμωνες, όπως όλα τα μεσαιωνικά πολεμικά πλοία, δεν έφεραν έμβολα, ενώ οι αρχαίες τετρήρεις έφεραν. Υπήρξαν τρεις τύποι τετρηρών:

  1. Τρίκροτες, δηλαδή με τρία επίπεδα κωπηλατών, με διάταξη κωπηλατών 2:1:1. Χρησιμοποιήθηκαν από τους ελληνικούς και ελληνιστικούς στόλους.
  2. Δίκροτες, δηλαδή με δύο επίπεδα κωπηλατών, με διάταξη κωπηλατών 2:2. Χρησιμοποιήθηκαν από τους φοινικικούς, καρχηδονιακούς και ρωμαϊκούς στόλους.
  3. Μονόκροτες, δηλαδή με ένα επίπεδο κωπηλατών, με τέσσερις κωπηλάτες ανά κουπί. Χρησιμοποιήθηκαν μόνο από τους Ρωμαίους.

Ο Πλίνιος ανέφερε ότι ο Αριστοτέλης είχε πιστώσει την εφεύρεση των τετρηρών στους Καρχηδόνιους[27]. Παρόλο που η ακριβής ημερομηνία της εφεύρεσης αυτής είναι άγνωστη, είναι πιθανότερο αυτά τα αρχαία πλοία είναι ενός τύπου που αναπτύχθηκε κατά το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π.Χ[28]. Η πρώτη γνωστή αναφορά χρήσης τους ήταν κατά την πολιορκία της Τύρου από το Μέγα Αλέξανδρο, το 332 π.Χ.[29]. Λίγα χρόνια μετά, τέτοια σκάφη αναφέρονται σε ναυτικές λίστες της Αθήνας (που διασώθηκαν)[6][30]. Στην περίοδο που ακολούθησε το θάνατο του μεγάλου στρατηλάτη (323 π.Χ.), οι τετρήρεις αποδείχθηκαν πολύ δημοφιλείς: Οι Αθηναίοι έκαναν σχέδια για ναυπήγηση 200 τετρηρών, ενώ ο στόλος του Αντίγονου Α΄ του Μονόφθαλμου (306-301 π.Χ.) περιείχε 240 πλοία από τα οποία τα 90 ήταν τετρήρεις. Ακολούθως, η τετρήρης έγινε ο κύριος τύπος πολεμικού πλοίου στο στόλο της Ρόδου, που είχε το μοναδικό πλήρως επαγγελματικό ναυτικό στην Ανατολική Μεσόγειο Θάλασσα[31]. Στη Ναυμαχία της Ναυλόχου (36 π.Χ.) οι τετρήρεις ήταν ο πιο συνηθισμένος τύπος πολεμικών πλοίων στο στόλο του Σέξτου Πομπήιου[32], ενώ αρκετά πλοία αυτού του τύπου αναφέρονται στους δυο πραιτοριανούς στόλους του αυτοκρατορικού ρωμαϊκού ναυτικού.

Είναι γνωστό από αναφορές, από τον Β΄ Καρχηδονιακό Πόλεμο και τη Ναυμαχία στις Μύλες, ότι οι τετρήρεις ήταν δίκροτες (οι μη ελληνικές) και γι' αυτό ήταν (συνήθως) χαμηλότερες από τις πεντήρεις, που ήταν (συνήθως) τρίκροτες[30]. Είχαν, όμως, περίπου το ίδιο πλάτος, δηλαδή περίπου 5,6 μέτρα[33]. Το εκτόπισμα του σκάφους πρέπει να ήταν περί τους 60 τόνους, ενώ η χωρητικότητά τους ήταν γύρω στους 75 επιβάτες[33]. Είχαν εξαιρετικά μεγάλη ταχύτητα και ευελιξία, ενώ ήταν σχετικά ρηχές και ιδανικές για παράκτιες (και αμφίβιες) επιχειρήσεις[30]. Οι τετρήρεις ταξινομούνταν στα κυρίως πολεμικά (maioris formae) από τους Ρωμαίους[30] , αλλά ως ελαφρά πολεμικά, μαζί με τις τριήρεις, στα ναυτικά των μεγάλων ελληνιστικών βασιλείων, όπως της Πτολεμαϊκής Αιγύπτου[34].

Οι πεντήρεις (λατινικά: quinqueremis) ήταν αρχαίες γαλέρες που εμφανίστηκαν στην ελληνιστική εποχή και σταδιακά εξαφανίστηκαν στην ρωμαϊκή αυτοκρατορική εποχή, με πέντε σειρές κωπηλάτες. Υπήρξαν τρεις τύποι πεντηρών:

  1. Τρίκροτες, δηλαδή με τρία επίπεδα κωπηλατών, με διάταξη κωπηλατών 2:2:1. Χρησιμοποιήθηκαν από όλους τους στόλους των ναυτικών κρατών της Μεσογείου.
  2. Δίκροτες, δηλαδή με δύο επίπεδα κωπηλατών, με διάταξη κωπηλατών 3:2. Χρησιμοποιήθηκαν από τους φοινικικούς, καρχηδονιακούς και ρωμαϊκούς στόλους.
  3. Μονόκροτες, δηλαδή με ένα επίπεδο κωπηλατών, με πέντε κωπηλάτες ανά κουπί. Χρησιμοποιήθηκαν μόνο από τους Ρωμαίους.

Οι πεντήρεις ήταν τα πιο διάσημα αλλά και τα πιο επιτυχημένα πολεμικά πλοία της ελληνιστικής εποχής, συνδυάζοντας την αυξημένη ισχύ πολυήρους, χωρίς να χάνουν μεγάλο μέρος από την ταχύτητα και την ευελιξία της τριήρους, όπως συνέβαινε με τις βαρύτερες πολυήρεις. Είχαν, επίσης, εκτεταμένη χρήση από τους Καρχηδόνιους και από τους Ρωμαίους. Εφευρέθηκαν το 399 π.Χ. από τον τύραννο Διονύσιο Α΄ των Συρακουσών (405 - 367 π.Χ.), ως τμήμα του μεγάλου ναυπηγικού προγράμματός του κατά των Καρχηδονίων[35]. Κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους του 4ου αιώνα π.Χ., οι πεντήρεις ήταν ο βαρύτερος τύπος πολεμικού πλοίου, και συχνά χρησιμοποιήθηκαν ως ναυαρχίδες στόλων που αποτελούνταν (κυρίως) από τριήρεις και τετρήρεις[36]. Η Σιδώνα απέκτησε τις πρώτες πεντήρεις της το 351 π.Χ., ενώ η Αθήνα ναυπήγησε κάποιες το 324 π.Χ.[6].

Στην Ανατολική Μεσόγειο, από τις τελευταίες δεκαετίες του 4ου αιώνα άρχισαν να κατασκευάζονται, επίσης, βαρύτερες πολυήρεις[6], αλλά στη Δυτική Μεσόγειο παρέμειναν ο κορμός του Καρχηδονιακού Ναυτικού. Όταν η Ρωμαϊκή Δημοκρατία, που αρχικά δεν είχε σημαντικό ναυτικό, εμπλέχθηκε στον Α΄ Καρχηδονιακό Πόλεμο κατά της Καρχηδόνας, η Ρωμαϊκή Σύγκλητος αποφάσισε την κατασκευή στόλου 100 πεντηρών και 20 τριηρών[37]. Σύμφωνα με τον Πολύβιο, οι Ρωμαίοι ανέλκυσαν ένα ναυάγιο καρχηδονιακής πεντήρους και το χρησιμοποίησαν ως πρότυπο για τα δικά τους πλοία[38], αλλά δήλωσε (ο Πολύβιος) ότι τα ρωμαϊκά αντίγραφα ήταν βαρύτερα από τα καρχηδονιακά, που ήταν καλύτερα κατασκευασμένα[36]. Οι πεντήρεις παρείχαν στους Ρωμαίους τον κύριο όγκο του στόλου τους, παρόλο που αναφέρεται η ύπαρξη σε αυτόν (το ρωμαϊκό στόλο) επίσης τετρηρών και τριηρών. Πράγματι, ο τύπος της πεντήρους φαίνεται ότι έγινε τόσο προφανής, ώστε συχνά ο Πολύβιος αναφέρεται συχνά σε αυτές ονομάζοντάς τες γενικά «πολεμικά πλοία»[39].

Σύμφωνα με τον Πολύβιο, στη Ναυμαχία του Έκνομου οι ρωμαϊκές πεντήρεις μετέφεραν συνολικό πλήρωμα από 420 άνδρες, από τους οποίους οι 300 ήταν κωπηλάτες, οι 100 επιβάτες και οι 20 ναύτες[40]. Στις τρίκροτες πεντήρεις (τουλάχιστον), το σκάφος είχε 90 κουπιά ανά πλευρά[36][41]. Οι πεντήρεις είχαν μήκος 45 μέτρα, πλάτος πάνω από το νερό γύρω στα 5 μέτρα, το κατάστρωμα βρίσκονταν γύρω στα 3 μέτρα πάνω από το επίπεδο της θάλασσας και εκτόπισμα γύρω στους 100 τόνους[15]. Ο Πολύβιος είχε σαφώς δίκιο αναφέροντας ότι η πεντήρης υπερείχε έναντι της παλαιότερης τριήρους[42], αλλά η τελευταία παρέμεινε σε χρήση σε σημαντικούς αριθμούς, ιδιαίτερα στους στόλους των μικρότερων ναυτικών κρατών της εποχής. Σύμφωνα με το Τίτο Λίβιο και το Διόδωρο Σικελώτη οι πεντήρεις αντιμετώπιζαν, επίσης, καλύτερα τη θαλασσοταραχή από τις τριήρεις[36].

Οι εξήρεις (λατινικά: hexaremis) ήταν αρχαίες γαλέρες που εμφανίστηκαν στην ελληνιστική εποχή και σταδιακά εξαφανίστηκαν στην ρωμαϊκή αυτοκρατορική εποχή, με έξι σειρές κωπηλάτες. Υπήρξαν δυο τύποι εξηρών:

  • Τρίκροτες, δηλαδή με τρία επίπεδα κωπηλατών, με διάταξη κωπηλατών 2:2:2. Χρησιμοποιήθηκαν από όλους τους στόλους των μεγάλων ναυτικών κρατών της Μεσογείου.
  • Δίκροτες, δηλαδή με δύο επίπεδα κωπηλατών, με διάταξη κωπηλατών 3:3. Χρησιμοποιήθηκαν από τους ρωμαϊκούς στόλους.

Ο Πλίνιος ο Πρεσβυτερος και ο Αιλιανός αναφέρουν ότι οι εξήρεις εφευρέθηκαν στις Συρακούσες[43]. Οι εξήρεις ήταν σίγουρα παρούσες στο στόλο του τυράννου Διονυσίου Β΄ των Συρακουσών (367 - 357 και 364 - 344 π.Χ.), αλλά μάλλον εφευρέθηκαν λίγο νωρίτερα, από το Διονύσιο Α΄[28]. Οι εξήρεις ήταν σπανιότερες από τις ελαφρύτερες πολυήρεις και φαίνεται να χρησιμοποιούνταν κυρίως ως ναυαρχίδες (από στόλους που δεν διέθεταν μεγαλύτερα πλοία): Στη Ναυμαχία του Έκνομου οι δυο Ρωμαίοι ύπατοι είχαν από μία εξήρη, ο Πτολεμαίος ΙΒ΄ (80 - 58 και 55 - 51 π.Χ.) είχε μία ως προσωπική ναυαρχίδα, όπως και ο Σέξτος Πομπήιος[28][33]. Στη Ναυμαχία του Ακτίου, οι εξήρεις βρίσκονταν και στους δυο στόλους, αλλά με μια αξιοσημείωτη διαφορά: στο στόλο του Οκταβιανού οι εξήρεις ήταν ο βαρύτερος διαθέσιμος τύπος πολεμικού πλοίου, ενώ στο στόλο του Μάρκου Αντωνίου ήταν ο δεύτερος ελαφρύτερος, μετά από τις πεντήρεις[44]. Μια μοναδική εξήρης, με την ονομασία Ops, αναφέρεται ως το βαρύτερο σκάφος που υπηρετούσε στον πραιτωριανό στόλο του Μιζένουμ.

Η ακριβής διάταξη των κωπηλατών στην εξήρη είναι (όσον αφορά τις πηγές) ασαφής. Εφόσον εξελίχθηκε απευθείας από τις ελληνικές τριήρεις, πρέπει να ήταν τρίκροτη γαλέρα με δύο κωπηλάτες ανά κουπί[45]. Η εναλλακτική κατασκευή, αν και λιγότερο πιθανή, ήταν η δίκροτη εξήρης, με τρεις κωπηλάτες ανά κουπί[28]. Ωστόσο, αναφορές του 1ου αιώνα π.Χ., στους ρωμαϊκούς εμφυλίους πολέμους, κατέγραψαν ότι οι εξήρεις είχαν το ίδιο ύψος με τις πεντήρεις (που οι ρωμαϊκές ήταν δίκροτες), αλλά είχαν πύργους στο κατάστρωμα, εξυπηρετώντας ως ναυαρχίδες για το Μάρκο Τζούνιο Βρούτο[28].

Οι επτήρεις (λατινικά: septiremis) ήταν αρχαίες γαλέρες που εμφανίστηκαν στην ελληνιστική εποχή και σταδιακά εξαφανίστηκαν στην ρωμαϊκή αυτοκρατορική εποχή, με επτά σειρές κωπηλάτες. Διάταξη κωπηλατών 3:2:2 ή 4:3.

Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος αποδίδει την εφεύρεση της επτήρους στον ίδιο το Μέγα Αλέξανδρο[46]. Ο Κούρτιος το υποστηρίζει, επίσης, αυτό, αναφέροντας ότι είχε διατάξει την κατασκευή 700 επτηρών στη Φοινίκη[47], για να υλοποιήσει τα σχέδιά του για περίπλου της Αραβικής Χερσονήσου και της Αφρικής. Ο Δημήτριος ο Πολυορκητής είχε επτά επτήρεις, κατασκευασμένες στη Φοινίκη, ενώ αργότερα, ο Πτολεμαίος Β΄ (283 - 246 π.Χ.) είχε κατασκευάσει 36 επτήρεις[48]. Ο Πύρρος της Ηπείρου (306 - 302 και 297 - 272 π.Χ.) είχε τουλάχιστον μία επτήρη, που αιχμαλωτίστηκε από τους Καρχηδόνιους και τελικά βυθίστηκε στη Ναυμαχία στις Μύλες[49].

Οι οκτήρεις (λατινικά: octiremis ) ήταν αρχαίες γαλέρες που εμφανίστηκαν στην ελληνιστική εποχή και σταδιακά εξαφανίστηκαν στην ρωμαϊκή αυτοκρατορική εποχή, με οκτώ σειρές κωπηλάτες. Διάταξη κωπηλατών 3:3:2 ή 4:4.

Πολύ λίγα είναι γνωστά για τις οκτήρεις. Τουλάχιστον δύο οκτήρεις υπήρχαν στο στόλο του Φιλίππου Ε΄ της Μακεδονίας (221 - 179 π.Χ.) στην Ναυμαχία της Χίου (201 π.Χ.), όπου εμβολίστηκαν στο πλάι. Η τελευταία εμφάνισή τους ήταν στη Ναυμαχία του Ακτίου, όπου ο Πλούταρχος ανέφερε ότι ο στόλος του Μάρκου Αντωνίου είχε πολλές οκτήρεις[48]. Με βάση τα σχόλια του Ορόσιου, τα μεγαλύτερα πλοία στο στόλο του Μάρκου Αντωνίου ήταν το ίδιο ψηλά όσο και οι πεντήρεις (οι ρωμαϊκές ήταν δίκροτες), οπότε υποθέτεται ότι οι οκτήρεις του, όπως επίσης και οι εννήρεις και οι δεκήρεις του, ήταν δίκροτες[50].

Μια εξαιρετικά μεγάλη οκτήρης ήταν η «Λεοντοφόρος», που κατασκευάστηκε από το Λυσίμαχο (306 - 281 π.Χ.), όπως καταγράφηκε από το Μέμνονα από την Ηράκλεια. Ήταν πλούσια διακοσμημένη και χρειάζονταν 1.600 κωπηλάτες, ενώ μετέφερε 1.200 επιβάτες. Ήταν ένα εκπληκτικό για το μέγεθός του πλοίο, με πολύ καλή απόδοση[48].

Σύμφωνα με αναφορές από τη Ναυμαχία του Ακτίου, οι οκτήρεις του Μάρκου Αντωνίου (ο Οκταβιανός είχε μέχρι και εξήρεις) μετέφεραν η καθεμιά τους περί τους 200 βαριά οπλισμένους πεζοναύτες και τοξότες, καθώς επίσης και τουλάχιστον από 6 βαλλίστρες.[51]

Οι εννήρεις (λατινικά: noniremis ) ήταν αρχαίες γαλέρες που εμφανίστηκαν στην ελληνιστική εποχή και σταδιακά εξαφανίστηκαν στην ρωμαϊκή αυτοκρατορική εποχή, με εννέα σειρές κωπηλάτες. Διάταξη κωπηλατών 3:3:3 ή 5:4.

Η ύπαρξη εννήρων καταγράφηκε από το 315 π.Χ.: Υπήρχαν τρεις εννήρεις στο στόλο του Αντίγονου του Μονόφθαλμου. Επίσης, αναφέρεται η παρουσία εννηρών στο στόλο του Μάρκου Αντωνίου στη Ναυμαχία του Ακτίου, όπως καταγράφηκε από τους Φλόρους και Κάσσιους Ντίο, ενώ ο Πλούταρχος αναφέρει την ύπαρξη μόνο οκτηρών και δεκηρών[52].

Οι δεκήρεις (λατινικά: deciremis ) ήταν αρχαίες γαλέρες που εμφανίστηκαν στην ελληνιστική εποχή και σταδιακά εξαφανίστηκαν στην ρωμαϊκή αυτοκρατορική εποχή, με δέκα (10) σειρές κωπηλάτες. Διάταξη κωπηλατών 4:3:3 ή 5:5.

Η εφεύρεση των δεκηρών, όπως και η εφεύρεση των επτηρών, αποδώθηκαν από τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο στον ίδιο το Μέγα Αλέξανδρο[46], και ήταν παρούσες, μαζί με τις εννήρεις, στο στόλο του Αντίγονου του Μονόφθαλμου το 315 π.Χ.. Πράγματι, οι δεκήρεις πιθανότατα προέκυψαν από τις εννήρεις, με την απλή προσθήκη μιας σειράς κωπηλατών. Μια δεκήρης αναφέρεται ως η ναυαρχίδα του Φιλίππου Ε΄ της Μακεδονίας στη Ναυμαχία της Χίου το 201 π.Χ., ενώ στη Ναυμαχία του Ακτίου ήταν ο βαρύτερος τύπος πολεμικού πλοίου του στόλου του Μάρκου Αντωνίου[52].

Βαρύτερες πολυήρεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η τάση της κατασκευής ολοένα και μεγαλύτερων πολεμικών πλοίων εμφανίστηκε από τις τελευταίες δεκαετίες του 4ου αιώνα π.Χ. και δεν σταμάτησε στις δεκήρεις. Ο Δημήτριος ο Πολιορκητής ναυπήγησε ενδεκήρεις, δεκατριήρεις, δεκατετρήρεις, δεκαπεντήρεις και δεκαεξήρεις, ενώ στο Ναυτικό του Πτολεμαίου Β΄ εντάχθηκαν (συνολικά) 222-224 τετρήρεις, τριήρεις ή και μικρότερα πολεμικά, 17 πεντήρεις, 5 εξήρεις, 36-37 επτήρεις, 30 εννήρεις, 14 ενδεκήρεις, 2 δωδεκήρεις, 4 δεκατριήρεις, μία εικοσήρη και δύο τριακοντήρεις[10][52][53]. Τελικά, ο Πτολεμαίος Δ΄ (221 - 204 π.Χ.) ναυπήγησε μία τεσσερακοντήρη, με μήκος 130 μέτρα, που χρειάζονταν 4.000 κωπηλάτες, 400 ναύτες και είχε 2.850 επιβάτες στα καταστρώματά της.[54] Ήταν (μάλλον) το μεγαλύτερο σε συνολικό πλήρωμα (7.250) πολεμικό πλοίο όλων των εποχών. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμιά ένδειξη ότι τελικά αυτά τα ναυτικά τέρατα πήραν μέρος σε κάποια ναυμαχία.[55] Ο βαρύτερος τύπος πολυήρους για τον οποίο έχει βρεθεί σαφής αναφορά ότι χρησιμοποιήθηκαν σε ναυμαχία ήταν η δεκήρης,[56] για παράδειγμα στη ναυμαχία του Ακτίου από το Μάρκο Αντώνιο.

Οι μεγαλύτερες πολυήρεις πιθανότατα (και μάλλον σίγουρα αυτές που ήταν βαρύτερες από εικοσιτετρήρη[57]) ήταν καταμαράν,[58] με την έννοια των πλοίων με περισσότερες από μιας (συνήθως δύο) τρόπιδες, που (μάλλον) προέκυψαν από τη συνένωση δυο (συνήθως, αλλά θεωρητικά ίσως και περισσότερων) μικρότερων πολυηρών με μια ενδιάμεση ενωτική εξέδρα. Προτάθηκε ότι, με την εξαίρεση της τεσσερακοντήρους, οι καταμαράν πολυήρεις ήταν δίκροτες, ως προς το κωπηλατικό σύστημα[52][59] (με το τρίτο εννιαίο κατάστρωμα να μη διαθέτει κουπιά, ως κατάστρωμα μάχης).

  • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τόμοι Δ΄ και Ε΄.
  • «Ναυτική Ιστορία», «Πεντήρης» του Δεληγιάννη Περικλή, τ.12, Εκδόσεις Περισκόπιο.
  1. Ιωαννίδου, Κρίστυ Εμίλιο (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2012). «Το αρχαίο πολεμικό πλοίο εξήρης». Περίπλους της Ναυτικής Ιστορίας (Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος) (80). https://perialos.blogspot.com/2013/03/blog-post_8.html. Ανακτήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2024. 
  2. Morrison (2004), p. 66.
  3. Goldsworthy (2000), p. 98.
  4. Σημείωση: Αυτές ήταν οι τρίκροτες τριήρεις. Τα ελληνικά και (αργότερα) τα ελληνιστικά κράτη χρησιμοποιούσαν μόνο αυτόν τον τύπο τριήρους. Άλλα ναυτικά κράτη, όμως, όπως οι Φοινικικές πόλεις-κράτη, η Καρχηδόνα και η Ρώμη, χρησιμοποίησαν και δίκροτες τριήρεις, δηλαδή με δύο καταστρώματα, δυο κωπηλάτες ανά κουπί στο πάνω κατάστρωμα και έναν κωπηλάτη ανά κουπί στο κάτω. Στο ρωμαϊκό στόλο, τουλάχιστον, εμφανίστηκαν και μονόκροτες τριήρεις, δηλαδή με ένα κατάστρωμα και τρεις κωπηλάτες ανά κουπί.
  5. Morrison (2004), pp. 66, 68.
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 de Souza (2008), p. 358.
  7. Casson (1995), p. 97.
  8. Casson (1995), pp. 78–79, 99.
  9. Casson (1995), p. 79.
  10. 10,0 10,1 de Souza (2008), p. 357.
  11. Σημείωση: Η ίδια διάταξη ίσχυε μεταγενέστερα και για το βυζαντινό δρόμωνα, που σύμφωνα με την αρχαία ορολογία ήταν επίσης τετρήρης.
  12. Casson (1995), p. 101.
  13. Goldsworthy (2000), p. 99.
  14. Casson (1995), p. 102.
  15. 15,0 15,1 15,2 Coates (2004), p. 138.
  16. 16,0 16,1 Goldsworthy (2000), p. 102.
  17. Casson (1995), p. 104.
  18. 18,0 18,1 de Souza (2008), p. 359.
  19. de Souza (2008), pp. 359–360.
  20. Casson (1995), p. 105.
  21. Casson (1995), pp. 94–95.
  22. Coates (2004), p. 137.
  23. Coates (2004), pp. 137–138.
  24. Morrison & Coates (1996), pp. 259–260, 270–272.
  25. Coates (2004), pp. 129–130, 139.
  26. Meijer (1986), p. 120.
  27. Pliny, Natural History, VII.207.
  28. 28,0 28,1 28,2 28,3 28,4 Morrison (2004), p. 70.
  29. Curtius, IV.3.14.
  30. 30,0 30,1 30,2 30,3 Morrison (2004), p. 71.
  31. Casson (1995), p. 306.
  32. Morrison (2004), pp. 70–71.
  33. 33,0 33,1 33,2 Coates (2004), p. 139.
  34. Morrison (2004), p. 75.
  35. Morrison (2004), p. 68.
  36. 36,0 36,1 36,2 36,3 Morrison (2004), p. 69.
  37. Goldsworthy (2000), p. 97.
  38. Polybius, The Histories, I.20–21.
  39. Goldsworthy (2000), p. 104.
  40. Polybius, I.26.7.
  41. Σημείωση: Οι τριήρεις είχαν 85 κουπιά ανά πλευρά, αλλά με 170 κωπηλάτες σύνολο, και όχι 300.
  42. Polybius, I.63.8.
  43. Pliny, Natural History, VII.207; Aelian, Various History, VI.12.
  44. Cassius Dio, Historia Romana, L.23.2.
  45. Meijer (1986), p. 119.
  46. 46,0 46,1 Pliny, Natural History, VII.206.
  47. Curtius, X.1.19.
  48. 48,0 48,1 48,2 Morrison (2004), p. 76.
  49. Goldsworthy (2000), p. 107.
  50. Coates (2004), p. 140.
  51. Dio Cassius 50:13 [1]
  52. 52,0 52,1 52,2 52,3 Morrison (2004), p. 77.
  53. Lahanas, Michael. Giant Hellenistic warships with more than 7000 crew members http://www.hellenicaworld.com/Greece/Technology/en/GiantShips.html.  Missing or empty |title= (βοήθεια)
  54. Casson (1995), p. 108.
  55. de Souza (2008), pp. 357–358.
  56. Rankov (2013), p. 82
  57. Σημείωση: Ο αριθμός 24 προκύπτει ως εξής: Ο μέγιστος αποτελεσματικός αριθμός σειρών κουπιών είναι 3 και ο μέγιστος αποτελεσματικός αριθμός κωπηλατών ανά κουπί είναι 8. Επομένως, ο μέγιστος αποτελεσματικός συνολικός αριθμός σειρών κωπηλατών είναι 3·8 = 24. Άρα η μέγιστη αποτελεσματική πολυήρης με μία μόνο καρίνα είναι η εικοσιτετρήρης.
  58. Casson (1995), p. 108
  59. Σημείωση: Η μέγιστη αποτελεσματική καταμαράν - πολυήρης είναι (θεωρητικά) η τριακονταδιήρης, προκύπτουσα από τη συνένωση με εξέδρα δύο δίκροτων δεκαεξηρών. Για το λόγο αυτό εξαιρείται η τεσσερακοντήρης από την πιθανότητα να ήταν δίκροτη ως προς το κωπηλατικό σύστημα, προκύπτουσα από τη συνένωση με εξέδρα δύο (αναγκαστικά) τρίκροτων εικοσηρών.