Λιμενοδείκτης


Χάρτης του Λιμανιού της Σάντα Μαρία (El Puerto de Santa María) στην Κάδιθ της Ανδαλουσίας στην Ισπανία. (Χουάν ντε λα Κόσα, 1500 μ.Χ., Μαδρίτη, Ναυτικό Μουσείο).
Πορτολάνο του Βισκόντε Μαγιόλο (Visconte Maggiolo), 1541.

Ο Λιμενοδείκτης, κοινώς πορτολάνα, ή πορτολάνος, ή πορτουλάνος (εκ της ιταλικής portolano και portulan) είναι ένα ναυτιλιακό βοήθημα, βιβλίο, περισσότερο πλοηγικού χαρακτήρα, που περιέχει συνοπτικά λεπτομερείς ναυτικούς χάρτες όρμων, λιμένων, διαύλων κ.λπ. με ιδιαίτερες οδηγίες που ενδιαφέρουν τους ναυτιλλομένους.[1] Με τον χρόνο όμως οι λιμενοδείκτες περιορίστηκαν, κατ΄ αντικείμενο βιβλίου, και σήμερα ονομάζονται έτσι οι ειδικοί ναυτικοί χάρτες μεγάλης κλίμακας, που περιλαμβάνουν υποτύπωση ενός εκάστου λιμένος ή μίας και μόνης παραλίας ή όρμου.

Οι Λιμενοδείκτες (πορτολάνοι) εμφανίσθηκαν για πρώτη φορά, ως εξαιρετικά αναγκαίο ναυτιλιακό βοήθημα, κατά τον 13ο αιώνα από τους Ενετούς και ιδίως από τους Γενουάτες θαλασσοπόρους. Αυτοί ήταν μεμονωμένοι χάρτες επίπεδης προβολής με πολλές υπομνηματικές σημειώσεις και συμβολικά σκαριφήματα των ανωμαλιών του βυθού, με κακότεχνες ζωγραφικές παραστάσεις, για τις προσγειαλώσεις, αλλά και με κάποια αστρονομικά στοιχεία προσανατολισμού, καθώς και σημειώσεις για θαλάσσια ρεύματα. Σημειώνεται ότι κατά τον μεσαίωνα κυριαρχούσαν οι καλούμενοι χάρτες Τ.Ο. (εκ του λατινικού ) που παρουσίαζαν την υφήλιο με βαθύτατη θρησκευτική αντίληψη, βασισμένη στη Βίβλο, εμπνευστής των οποίων φέρεται ο επίσκοπος και μετέπειτα Άγιος Ισίδωρος της Σεβίλλης (560 - 630). Με δεδομένο αυτό όταν πλέον άρχισε η εκμετάλλευση του ανέμου ως κινητήρια δύναμη κίνησης των πλοίων με τη ναυπήγηση ιστιοφόρων όπου και επεκτάθηκε η ναυσιπλοΐα όπου η ρεαλιστική εκπόνηση χαρτών ιδιαίτερων περιοχών όπως της Μεσογείου κατέστη πλέον επιβεβλημένη, οι πρώτοι πορτολάνοι που εκπονήθηκαν ανέτρεψαν τη μέχρι τότε γεωγραφική αντίληψη του κόσμου.
Αρχαιότερος γνωστός πορτολάνος, με την ευρύτερη έννοια του όρου, είναι ο φερόμενος με την ονομασία "Χάρτα Πιζάνα" (= Πιζάνιος Χάρτης), που απεικονίζει τη Μεσόγειο με τους κυριότερους τότε γνωστούς λιμένες στην εποχή των Σταυροφοριών. Το όνομά του φέρεται από την πόλη Πίζα όπου και εκπονήθηκε το 1290[2]. Δεύτερος στη σειρά αρχαιότερος πορτολάνος ήταν του Ναπολιτάνου χαρτογράφου Αντζελίνο Ντουλτσέρτ ή Νταλόρτο (Angelino Dulcert ή Dalorto) που εκπόνησε το 1296 σε πληρέστερη απεικόνιση των ακτών, λιμένων και νήσων της Μεσογείου, ενώ ακολουθούν ο Γενουήσιος πορτολάνος του ιερέα Τζιοβάνι ντε Γκαρινιάνο, ο ενετικός πορτολάνος του γεωγράφου και χαρτογράφου Πιέτρο Βισκόντε (Εθνική βιβλιοθήκη Παρισιού) και του ιππότη και εικονογράφου Μαρίνου Σανούδου, απογόνου του Μάρκου Σανούδου (Δούκα της Νάξου και του Αρχιπελάγους) της ίδιας περίπου εποχής (1320), που φέρονται υπό τον τίτλο "Liber secretorum fidelium cruces" (Το Βιβλίο των Μυστικών των Πιστών του Σταυρού), καθώς και ο επίσης ενετικός του Λορετζιάνο Καντίνο (1351). Αξιοπρόσεκτο είναι ότι οι περισσότεροι από τους παλαιότερους εξ αυτών αφορούν τις ελληνικές σήμερα ακτές και νησιά και είχαν εκπονηθεί επί ενετοκρατίας, με βασικό στόχο τις σταυροφορίες στους Αγίους Τόπους.

Παράλληλα η ανακάλυψη της μαγνητικής πυξίδας, του εξάντα και αργότερα του διοπτρικού κανόνα απετέλεσαν σπουδαίοι σταθμοί στη χαρτογραφική ακρίβεια της υποτύπωσης των γεωγραφικών τόπων, ενώ ακόμα σπουδαιότερη υπήρξε η κατά τον 15ο αιώνα επανάκαμψη της αρχαίας Γεωγραφίας του Πτολεμαίου που επιμελήθηκε και εξέδωσε στη Φλωρεντία ο Έλληνας λόγιος Μανουήλ Χρυσολωράς. Έτσι και οι μετέπειτα γνωστοί λιμενοδείκτες υποδεικνύοντας τον μαγνητικό Βορρά πλαισιωμένο με το ανεμολόγιο των αρχαίων Ελλήνων συμπληρωμένο με επιπλέον 8 ενδιάμεσους, δηλαδή με 16 ανεμορόμβους που εκτείνονταν σε ευθείες γραμμές παρουσίαζαν ένα τεράστιο πλέγμα ανεμορομβικών κατευθύνσεων. Οι πορτολάνοι που ακολούθησαν έφεραν πλούσια διακόσμηση όπως εικόνες αγίων κυρίως στα περιθώρια, ιστιοφόρα και θαλάσσια τέρατα στον θαλάσσιο χώρο, ενώ επί ξηράς φρούρια και φανταστικά φυτά. Σπουδαίος επίσης υπήρξε ο καταλανικός Άτλας του 1375 που υποτυπώθηκε ως παγκόσμιος χάρτης του 14ου αιώνα, από τον Εβραίο χαρτογράφο Αβραάμ Κρέσκας (Abraham Cresques), της Σχολής Μαγιόρκα της Πάλμας, και ο οποίος προσφέρθηκε αρχικά στον βασιλέα της Αραγωνίας για να καταλήξει στον βασιλέα Κάρολο της Γαλλίας, αποτελώντας μέρος των βασιλικών συλλογών. Ο χάρτης αυτός φερόμενος επί εξάφυλλης αναδιπλούμενης περγαμηνής με βασική υποτύπωση τη λεκάνη της Μεσογείου, έχοντας περιέλθει σήμερα στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας όπου και φυλάσσεται, θεωρείται αριστούργημα της χαρτογραφίας της εποχής. Τούτου ακολούθησε ο ενετικός πορτολάνος του Αντρέα Μπιάνκο το 1435.

Κατά την εποχή των εξερευνήσεων λιμενοδείκτες άρχισαν να εκπονούν και άλλοι χαρτογράφοι όπως Ισπανοί, Πορτογάλοι, Άγγλοι, Ολλανδοί και Γερμανοί καλύπτοντας περιοχές των εξερευνήσεων, σύμφωνα με τις πληροφορίες που συγκέντρωναν οι θαλασσοπόροι. Σημειώνεται ότι την εποχή εκείνη οι διάφοροι πορτολάνοι εκπονούνταν υπό την αιγίδα των ηγεμόνων, καλυπτόμενοι με απόλυτη μυστικότητα, τη χρήση των οποίων είχαν μόνο οι θαλασσοπόροι και οι ναύαρχοι της εποχής. Παρά ταύτα όλοι οι πορτολάνοι που είχαν φιλόδοξα και με ιδιαίτερο μόχθο εκπονηθεί μέχρι το 1500 παρουσίαζαν τα ίδια βασικά προβλήματα ως προς την ακρίβεια των υποτυπώσεων όπως στρεβλώσεις και παραμορφώσεις ακτών και νήσων που προέρχονταν κυρίως από την επίπεδη υποτύπωση παραβλέποντας την καμπυλότητα της γήινης επιφάνειας. Μπορεί βέβαια οι ανεμορομβικές ευθείες να βοηθούσαν στην προτειθέμενη κατεύθυνση - πορεία των ιστιοόρων, πλην όμως η αδυναμία μέτρησης αποστάσεων αποτελούσε το κυρίαρχο ζήτημα των θαλασσοπόρων. Τούτο οφειλόταν στο γεγονός της αδυναμίας καθορισμού ενός γεωγραφικού σημείου αναφοράς. Στο πρόβλημα αυτό την πολυπόθητη λύση έφερε η ανάκαμψη της Γεωγραφίας του Πτολεμαίου στην οποία σημείο αναφοράς έφερε τον ένα και μοναδικό μεσημβρινό της Αλεξάνδρειας που χώριζε τον κόσμο σε ανατολικό και δυτικό. Μελετώντας αυτό το αρχαίο σύγγραμμα ο σπουδαίος Φλαμανδός μαθηματικός και χαρτογράφος Γεράρδος Μερκάτορ (Gerardus Mercator, 1512-1594) και με δεδομένο πλέον τη σφαιρικότητα της Γης δεν άργησε να συλλάβει την ιδέα της διαίρεσης της επιφάνειας σε 360 μεσημβρινούς, ανοίγοντας έτσι διάπλατα τον δρόμο του καθορισμού των γεωγραφικών συντεταγμένων, εκδίδοντας παράλληλα τον περίφημο παγκόσμιο χάρτη το 1569. Έτσι οι πορτολάνοι που ακολούθησαν χαρακτηρίζονταν περισσότερο ακριβείς, όπως π.χ. οι πορτολάνοι των Ολλανδών Ζαν Βαν Λουν και Νίκολας Γιανγκ Γουτ του 1698 που μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Τούτων ακολούθησε οι άριστοι για την εποχή τους πορτολάνοι του πορτογάλου Κολλιέ που εκδόθηκαν υπό τη μέριμνα του πρίγκιπα ντε Ζοανβίλ το 1844. Έκτοτε η εκπόνηση πορτολάνων άρχισε να μειώνεται δραματικά αφού τη σύνταξη και έκδοση των ναυτικών χαρτών ανέλαβαν ναυαρχεία και κρατικές υπηρεσίες των ναυτικών χωρών.

Πρώτοι ελληνικοί λιμενοδείκτες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τους παλαιότερους ελληνικούς ήταν εκείνος του Κερκυραίου Ιωάννη Δαφαράνα, και από τους μεταγενέστερους του Νικόλαου Κοτσοβίλλη, ο "Νέος Λιμενοδείκτης" (Ερμούπολις 1899), που περιείχε πολύ καλούς χάρτες και ναυτιλιακές οδηγίες. Πάντων όμως όλων αυτών υπερβαίνει ο οκτάτομος της Υδρογραφικής Υπηρεσίας του Πολεμικού Ναυτικού ο λεγόμενος "Πλοηγός" που πρωτοδημοσιεύτηκε υπό τις οδηγίες του ναυάρχου Αλέξανδρου Χρυσάνθη και είχε συνταχθεί από τους διακεκριμένους συνεργάτες του, Σπυρίδωνα Λαζαρίμο και Σπυρίδωνα Μαράτο, Πλοιάρχων του τότε Βασιλικού Ναυτικού.

Αλλά και ο λιμενοδείκτης που εκπόνησε ο Έλληνας πρόξενος Ι. Ζυγωμελάς, βασισμένο στον ρωσικό αυτοκρατορικό λιμενοδείκτη (1912) με τον τίτλο "Ναυτιλιακός οδηγός των θαλασσών Μαύρης και Αζοφικής" κρίθηκε πληρέστατος, χωρίς όμως να περιέχει εικόνες.

  1. «Αντώνιος Ηπίτης, Λεξικόν Ελληνογαλλικόν και Γαλλοελληνικόν - Τόμος Β΄ - σελ. 408». 
  2. Υπενθυμίζεται ότι η Πίζα την εποχή εκείνη αποτελούσε μία από τις τέσσερις ισχυρότερες ναυτικές δημοκρατίες στον χώρο της σημερινής Ιταλίας διατηρώντας πολεμικό στόλο με περισσότερα από 100 πλοία. Πιζάνοι, Ναπολιτάνοι, Γενουάτες και Ενετοί κυριαρχούσαν στις εμπορικές συναλλαγές στον χώρο της Μεσογείου. Μάλιστα στην Κωνσταντινούπολη, στην περιοχή του Πέρα διέμεναν 1000 Πιζάνοι με ιδιαίτερα προνόμια που τους είχε παραχωρήσει ο Αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός
  • Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια τόμος Κ΄, σ.582.