Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος

Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Χρονολογία1 Σεπτεμβρίου 1939, πριν 85 έτη (1939-09-01)2 Σεπτεμβρίου 1945, πριν 79 έτη (1945-09-02)
ΤόποςΕυρώπη, Ειρηνικός Ωκεανός, Νοτιοανατολική Ασία, Μέση Ανατολή, Μεσόγειος Θάλασσα και Αφρική
Έκβαση
Αντιμαχόμενοι

Συμμαχικές δυνάμεις:
Ηνωμένο Βασίλειο Ηνωμένο Βασίλειο
Σοβιετική Ένωση
Ηνωμένες Πολιτείες
Κίνα
Γαλλία
Ελλάδα
Νορβηγία Νορβηγία
Πολωνία
Βέλγιο
Γιουγκοσλαβία
Αυστραλία
Ολλανδία

Ινδία
Νότια Αφρική
Νέα Ζηλανδία
Καναδάς
Ηγετικά πρόσωπα
Απολογισμός
Στρατιώτες νεκροί:
Πάνω από 14.000.000
Πολίτες νεκροί:
Πάνω από 36.000.000
Σύνολο:
Πάνω από 50.000.000
Στρατιώτες νεκροί:
Πάνω από 8.000.000
Πολίτες νεκροί:
Πάνω από 4.000.000
Σύνολο:
Πάνω από 12.000.000
[ αναλυτικότερα ]

Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν παγκοσμίου κλίμακας πόλεμος που διήρκεσε από το 1939 έως το 1945, αν και σχετικές συγκρούσεις ξεκίνησαν νωρίτερα. Περιλάμβανε τη συντριπτική πλειονότητα των χωρών του κόσμου (συμπεριλαμβανομένων όλων των μεγάλων δυνάμεων της εποχής - τη Σοβιετική Ένωση, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία, την Ιαπωνία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ιταλία και τη Γαλλία) σχηματίζοντας δύο αντίπαλες στρατιωτικές συμμαχίες: τους Συμμάχους και τις Δυνάμεις του Άξονα. Αποτέλεσε την πιο εκτεταμένη γεωγραφικά και δαπανηρή σε πλουτοπαραγωγικούς πόρους ένοπλη σύγκρουση στην ιστορία της ανθρωπότητας, στην οποία έλαβαν μέρος περισσότεροι από 100 εκατομμύρια άνθρωποι από περισσότερες από 30 χώρες, που διέθεσαν όλες τις οικονομικές, βιομηχανικές και επιστημονικές ικανότητες τους στην παγκόσμια προσπάθεια, εξαλείφοντας τη διάκριση μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών πόρων.

Από την πλειονότητα των ιστορικών θεωρείται ως συνέχεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, διότι στην ουσία τα αίτια και οι δυνάμεις που τον προκάλεσαν ήταν οι ίδιες. Μερικές από τις βασικές αιτίες του πολέμου ήταν οι επαχθείς όροι που επιβλήθηκαν στην ηττημένη Γερμανία από τη συνθήκη των Βερσαλιών και η τάση των χωρών του φασιστικού Άξονα (Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία) να κυριαρχήσουν στον κόσμο. Στη Γερμανία κυβερνούσε από το 1933 ο Αδόλφος Χίτλερ, που επεδίωκε να ανορθώσει το γόητρο της καταρρακωμένης χώρας του και να πάρει εκδίκηση από τους Αγγλογάλλους για την ήττα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην Ιταλία εξουσίαζαν οι φασίστες του Μπενίτο Μουσολίνι από το 1922, ενώ η στρατοκρατική Ιαπωνία είχε ξεκινήσει και επιδίωκε τη συνέχιση της επεκτατικής της πολιτικής, που ονόμαζε «Μεγάλη Σφαίρα Ευημερίας της Ανατολής».

Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος σημαδεύτηκε από μαζικές εκτελέσεις και θανάτους στρατιωτών αλλά και πολιτών. Οι ναζιστικές δυνάμεις του Χίτλερ προχώρησαν σε μαζικούς θανάτους και πολιτών, κυρίως εβραϊκής καταγωγής, το ονομαζόμενο Ολοκαύτωμα, έγκλημα κατά της ανθρωπότητας από τους Γερμανούς του Χίτλερ. Συνολικά δολοφονήθηκαν περισσότεροι από 11 εκατομμύρια άνθρωποι. Κυριάρχησε η πρακτική των βομβαρδισμών βιομηχανικών κέντρων και κατοικημένων περιοχών σε πόλεις της Ευρώπης από τους Γερμανούς, τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς, κατά τη διάρκεια της οποίας περισσότεροι από 1 εκατομμύριο άνθρωποι σκοτώθηκαν. Συμπεριλαμβάνονται και όσοι σκοτώθηκαν από τη ρίψη των δύο ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι από τις Η.Π.Α., ως αντίποινα από τη σύναψη συμμαχίας της Ιαπωνίας με τον Χίτλερ και τη ναζιστική Γερμανία. Το Ολοκαύτωμα κατά των Εβραίων και οι επιθέσεις με ατομικές βόμβες κατατάσσονται συχνά ως εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.[7][8][9][10][11] Ο συνολικός αριθμός των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είναι συγκλονιστικός και υπολογίζεται σε 50 έως 85 εκατομμύρια. Τα δεδομένα αυτά έκαναν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο την πιο θανατηφόρα σύγκρουση στην ανθρώπινη ιστορία. Χρονολογικά, άρχισε στις 7 Ιουλίου 1937 στην Ασία και την 1 Σεπτεμβρίου 1939 στην Ευρώπη και τελείωσε στις 2 Σεπτεμβρίου 1945.

Σημαντικό ρόλο τόσο πριν από την έναρξη όσο και κατά τη διάρκεια του πολέμου διαδραμάτισαν και οι υπηρεσίες πληροφοριών, όπως η Άμπβερ στη Γερμανία και το Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ορισμένα από τα επιτεύγματά τους επηρέασαν σημαντικά την τελική έκβαση του Πολέμου.

«Καινοτομία» αυτού του πολέμου: η ατομική βόμβα. Με το τέλος του πολέμου άρχισε ο Ψυχρός Πόλεμος, εξαιτίας του ανταγωνισμού ΗΠΑ-Σοβιετικής Ένωσης για την παγκόσμια κυριαρχία, ενώ η Μεγάλη Βρετανία αν και βρίσκονταν στο στρατόπεδο των νικητών, έχασε το μεγαλύτερο μέρος των αποικιών της και την προηγούμενη ηγετική θέση της.

Αίτια – Μεσοπόλεμος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι νικητές επέβαλαν με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών στην ηττημένη Γερμανία σκληρότατους όρους, με σκοπό να τη γονατίσουν οικονομικά. Οι πολεμικές επανορθώσεις που επιβλήθηκαν στη Γερμανία ήταν τόσο υπέρογκες, που δημιούργησαν ένα κύμα αντιδράσεων στον Γερμανικό λαό, που πάντα πίστευε ότι δεν έχασε πραγματικά τον πόλεμο αλλά «προδόθηκε». Παράλληλα, ο κόσμος βρισκόταν σε μία οικονομική κρίση που ξεκίνησε με την κατάρρευση του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης το 1929, η οποία ακολουθήθηκε από μια ταχεία κάμψη της παραγωγής, απασχόλησης και εξωτερικού εμπορίου των ΗΠΑ. Αλυσιδωτά, οι επιπτώσεις ήταν σημαντικές: Το Ηνωμένο Βασίλειο θέσπισε στη διάσκεψη της Οττάβας, το σύστημα της προτίμησης στο εμπόριο με κράτη της Κοινοπολιτείας, ενώ η Φασιστική Ιταλία εφάρμοσε αυστηρούς ελέγχους στην παραγωγή και προχώρησε στη στρατιωτικοποίηση της χώρας.

Ο Χίτλερ προοικονομεί την έναρξη ενός παγκοσμίου πολέμου μέσω λόγου του, με σκοπό τον «εκμηδενισμό των Εβραίων», 30 Ιανουαρίου 1939.

Η απελπισία από την παγκόσμια οικονομική κρίση και το αίσθημα ότι οι Γερμανοί παρεμποδίζονταν να έχουν όλα αυτά που δικαιούνταν, οδήγησαν σε μια έξαρση του εθνικισμού και διευκόλυναν την άνοδο στην εξουσία του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος NSDAP με αρχηγό τον Χίτλερ. Η πολιτική του Χίτλερ ήταν να αναδημιουργήσει τη Γερμανία αποκτώντας τον αναγκαίο «ζωτικό χώρο» (Lebensraum) και να κάνει ένα «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» με όλους εκείνους, που θεωρούσε, ότι είχαν φέρει τη χώρα στην κακή αυτή κατάσταση. Το τελευταίο, πέρα από τη Γαλλία, περιελάμβανε και τους Εβραίους και ήταν και το βασικό επιχείρημα του αντισημιτισμού του.

Στο ξεκίνημα της διακυβέρνησής του, ο Χίτλερ βεβαίωνε για τις ειρηνικές διαθέσεις του, αλλά στις 14 Οκτωβρίου 1933 ανακοίνωσε ότι δεν αναγνώριζε πλέον τους περιορισμούς όσον αφορά στους εξοπλισμούς που είχαν επιβληθεί στη Γερμανία και ότι, ταυτόχρονα, αποσυρόταν από την Κοινωνία των Εθνών. Την παραπάνω εξαγγελία συνόδευσε με προσφορά για περιορισμό των εξοπλισμών βάσει διμερούς συμφωνίας με τη Γαλλία, πράγμα που προκάλεσε αβεβαιότητα για τις πραγματικές του προθέσεις. Μετά τη δολοφονία του Αυστριακού Καγκελάριου Ένγκελμπερτ Ντόλφους, εξερράγη στην Αυστρία φιλοχιτλερικό κίνημα και οι κινήσεις του γερμανικού στρατού δημιούργησαν υπόνοιες για ετοιμασίες επέμβασης στην Αυστρία, η οποία τελικά ματαιώθηκε από μια Ιταλική κινητοποίηση.

Το 1935 ο Χίτλερ, κατόπιν διενέργειας δημοψηφίσματος μεταξύ του τοπικού πληθυσμού, ανακατέλαβε την περιοχή του Σάαρ, ενώ το Μάρτιο του 1936 επανέλαβε την ενέργειά του και στη Ρηνανία. Το Νοέμβριο του ίδιου έτους συνέπηξε με τον αυτοκράτορα της Ιαπωνίας Χιροχίτο το Γερμανοϊαπωνικό Σύμφωνο. Λίγους μήνες αργότερα (1937) με τη σύμπραξη της Ιταλίας συγκροτήθηκε ο Άξονας Βερολίνου - Ρώμης. Στις 29 Σεπτεμβρίου του 1939 συνήφθη η Συμφωνία του Μονάχου, με την οποία ο ηγέτης των Ναζί πέτυχε την παραχώρηση άδειας των δυτικών συμμάχων να προβεί σε περαιτέρω επεκτατικές διπλωματικές κινήσεις, με αντάλλαγμα την τήρηση ειρηνικής στάσης εκ μέρους του. Όπως αποδείχθηκε όμως πολύ σύντομα, ο Χίτλερ εξαπάτησε τους υπόλοιπους συνέδρους κερδίζοντας ουσιαστικά, περισσότερο χρόνο για την αρτιότερη προετοιμασία της πολεμικής εκστρατείας που είχε προ πολλού, σχεδιάσει[12] σε βάρος τους.

Ο Φύρερ της Γερμανίας Αδόλφος Χίτλερ (δεξιά) δίπλα στο Ντούτσε της Ιταλίας Μπενίτο Μουσολίνι (αριστερά).

Σε αντίδραση προς τη Γερμανική επεκτατικότητα, η Γαλλία, μέσω του υπουργού της των Εξωτερικών, Λουί Μπαρτού, προσπάθησε να συνασπίσει όλα τα μέρη, των οποίων τα συμφέροντα, κινδύνευαν από την αναβίωση της γερμανικής ισχύος. Μετά τη δολοφονία του, ο διάδοχός του Πιέρ Λαβάλ προσανατολίστηκε σε μία τετραμερή συμφωνία μεταξύ Γαλλίας, Γερμανίας, Μεγάλης Βρετανίας και Ιταλίας. Αυτό, όμως, ευνοούσε τα ιταλικά σχέδια για επίθεση κατά της Αιθιοπίας. Ο ηγέτης της Ιταλίας, Μουσολίνι, πέτυχε γαλλοϊταλική συμφωνία που του έδινε ελευθερία δράσης στην Αιθιοπία[13].

Η Ιαπωνία από τα τέλη του 19ου αιώνα είχε ξεκινήσει επέκταση βασισμένη στη εκβιομηχάνιση και τον εκσυγχρονισμό της. Το 1905 νίκησε τη Ρωσία και το 1910 κατέλαβε την Κορέα και την έκανε αποικία της. Η πορεία εκδημοκρατισμού της χώρας ανακόπηκε τη δεκαετία του 1930 από την οικονομική κρίση η οποία ανέδειξε πολλούς στρατιωτικούς ηγέτες που ανέλαβαν τον έλεγχο της χώρας στο όνομα του Αυτοκράτορα Χιροχίτο. Το 1931, η Ιαπωνία εισέβαλε στη Μαντζουρία, και το 1937 έκανε μια νέα εισβολή, κατακτώντας και ολόκληρη τη χώρα αυτή. Γι' αυτό τον λόγο, πολλοί μελετητές θεωρούν ως σημείο έναρξης του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου το 1936/1937.

Παρόλο που τα παραπάνω οικονομικά και γεωπολιτικά αίτια έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην υποκίνηση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, θα ήταν λάθος να παραγνωρισθεί το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή διπλωματία στην περίοδο του Μεσοπολέμου έζησε τις χειρότερες στιγμές της, οι οποίες έδρασαν ως καταλύτης και επιταχυντής της καταστροφής που ακολούθησε. Τα προβλήματα στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου περιέπλεξαν πολύ τα ίδια συμφέροντα των νικητών. Η Γαλλία απαίτησε τη δια παντός εξασθένηση της Γερμανίας, τρομαγμένη και εξοργισμένη από τις καταστροφές που είχε υποστεί με τον συνεχή, πολεμικό, ανταγωνισμό μαζί της, τα τελευταία 20 χρόνια. Η Αγγλία όμως, δεν ευνοούσε (από την εποχή των Ναπολεόντειων πολέμων ακόμα) την επικράτηση μίας χώρας στην ηπειρωτική Ευρώπη, βλέποντας τη Γερμανία ως τον φυσικό «μετριαστή» της Γαλλικής επιρροής στην ήπειρο.

Η σημαία της Κοινωνίας των Εθνών.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, προσπάθησαν να εξασκήσουν έμμεσα τη διπλωματική τους επιρροή εναντίον των Αγγλο - Γάλλων, που ουσιαστικά ήταν οι δυο κύριες αποικιακές δυνάμεις στον κόσμο και είχαν υπό τον έλεγχό τους περιοχές, για τις οποίες η ίδια η Αμερική, διατηρούσε αντίστοιχο ενδιαφέρον, ειδικά στα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής και Αραβίας. Ιδιαίτερα η ιδέα των Αμερικανών για τη δημιουργία της Κοινωνίας των Εθνών απέδειξε την αμφίρροπη θέση τους, από τη στιγμή που οι ίδιοι απέφυγαν, τελικά, να συμμετάσχουν σε αυτήν. (Σημείωση: Οι Ηνωμένες Πολιτείες έμελλε να είναι το πέμπτο μόνιμο μέλος της ΚτΕ, αλλά η αμερικανική Γερουσία ψήφισε στις 19 Μαρτίου 1920 κατά της κύρωσης της Συνθήκης των Βερσαλλιών, εμποδίζοντας έτσι, την αμερικανική συμμετοχή στον Σύνδεσμο.)

Οι «μικροί» νικητές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Ιταλία και Ιαπωνία, αρχικά βρέθηκαν στο πλευρό των Αγγλο - Γάλλων με την ελπίδα να τους αναγνωριστούν μεταπολεμικά γεωπολιτικά κέρδη, τα οποία όμως δεν υλοποιήθηκαν, γιατί και οι δυο αυτές χώρες αναζητούσαν τον δικό τους «ζωτικό χώρο» στη Μεσόγειο και τον Ειρηνικό, περιοχές που όμως έλεγχαν σθεναρά Άγγλοι και Αμερικανοί αντίστοιχα. Όσο για τη Ρωσία, που τώρα ήταν η κοιτίδα των Σοβιέτ και είχε εμπειρίες από τις απόπειρες των Αγγλο - Γάλλων να σταματήσουν την επανάσταση της, αρχικά με στρατιωτική επέμβαση κι αργότερα με απόπειρα δολοφονίας του Λένιν, ένοιωθε την ανάγκη να εξασφαλίσει την επιρροή της στις γειτονικές χώρες. Μάλιστα το 1920 - 1921 ενεπλάκη σε πόλεμο με την Πολωνία. Ταυτόχρονα οι Αγγλο - Γάλλοι φοβήθηκαν ότι, πολύ εύκολα, μια σοβιετική επανάσταση θα μπορούσε να εξαχθεί και στις δικές τους χώρες, με την υποκίνηση της Ρωσίας. Οι Σοβιετικοί από την πλευρά τους, αν και θεωρούσαν τους Δυτικούς ως ιδεολογικούς τους εχθρούς, άλλοτε επιζήτησαν τη συμμαχία τους εναντίον του Χίτλερ και άλλοτε επιδίωξαν τον διαχωρισμό της θέσης τους από αυτούς.

Αυτοί οι πολύπλοκοι ανταγωνισμοί επέτρεψαν στους Χίτλερ και Μουσολίνι να ελιχθούν διπλωματικά μεταξύ των νικητών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και να αποκομίσουν τεράστια οφέλη και, κυρίως, ανοχή για μεγάλο διάστημα, πράγμα που τους επέτρεψε να οικοδομήσουν το περιβάλλον εκείνο, που θα τους επέτρεπε να εξαπολύσουν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Αγγλο - Γαλλική διπλωματία από τη μία μεριά έβλεπε στα πρόσωπα των δυο δικτατόρων ένα «αντισοβιετικό τείχος», έναν αντικομουνιστικό «χωροφύλακα» στην Ευρώπη, πράγμα που διευκόλυνε την ανοχή στο ναζιστικό καθεστώς, ενώ πεισματικά ήθελαν να πιστεύουν (και ειδικά οι Άγγλοι) ότι απέφευγαν μια βέβαια πολεμική σύγκρουση, που διαφορετικά θα έθετε τελικά σε κίνδυνο τις αποικίες τους ανά τον κόσμο, που απαιτούσαν χρήμα και μέσα για να διατηρήσουν.

Ο Φράνκο προελαύνει στην Ισπανία

Παράλληλα, οι Αμερικανοί παρακολουθούσαν ήδη από τη δεκαετία του 1920 τις κινήσεις της Ιαπωνίας στον Ειρηνικό και καταλάβαιναν ότι τελικά η σύγκρουση θα ήταν αναπόφευκτη αλλά οι πολιτικοί της είχαν υποσχεθεί να μην επιτρέψουν ξανά να πεθάνουν τα παιδιά τους για τα συμφέροντα των χωρών έξω από την ήπειρό τους, πράγμα που τους έκανε να κρατήσουν μια επιφανειακά ουδέτερη στάση, που και αυτή ευνόησε τους δυο δικτάτορες στην Ευρώπη. Επιπλέον, αμερικανικές εταιρείες είχαν επενδύσει στη μεσοπολεμική Γερμανία, που είχε πολύ φτηνά εργατικά χέρια, και υπήρξαν δηλώσεις υπέρ του χιτλερικού καθεστώτος, σε γνωστούς οικονομικούς κύκλους της χώρας.

Η στάση αυτή επέτρεψε και την απώλεια της δημοκρατικής Ισπανίας, όπου Χίτλερ και Μουσολίνι απεκόμισαν τα μέγιστα σε εντυπώσεις και διπλωματία, ενώ οι «ουδέτεροι» Αγγλο - Γάλλοι βρέθηκαν, τελικά, σε πολύ δύσκολη θέση, όταν με το τέλος του Ισπανικού Εμφυλίου το 1939, η Ισπανία υπέκυψε στον Φράνκο και βρέθηκαν περικυκλωμένοι από φιλοναζιστικά καθεστώτα, απέχοντας μόνο λίγους μήνες από τον αναπόφευκτο πλέον πόλεμο. Αυτή η πολύπλοκη και παράλογη διπλωματική κατάσταση έφτασε μάλιστα μέχρι το σημείο να γεννήσει και το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη Επίθεσης, σχεδόν την ίδια ώρα που αποφασιζόταν από τον Χίτλερ η μοιραία επέκταση ανατολικά. Εν πολλοίς, η διπλωματία εκείνη. όχι μόνο προσέφερε έδαφος για τη δημιουργία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά ως ένα βαθμό, επηρέασε και τον Ψυχρό Πόλεμο και ίσως ακόμα και σήμερα τις τύχες ορισμένων περιοχών της υφηλίου.[14]

Προπολεμικές συγκρούσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιταλική εισβολή στην Αιθιοπία (1935)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Μπενίτο Μουσολίνι κατά τη διάρκεια της εισβολής στην Αιθιοπία (1935).

Τον Οκτώβριο του 1935, ξεκινά Β' Ιταλο-Αιθιοπικός Πόλεμος ο οποίος έληξε σύντομα, τον Μάιο του 1936. Ο πόλεμος ξεκίνησε με την εισβολή των Ιταλικών ενόπλων δυνάμεων στην Αιθιοπική Αυτοκρατορία (επίσης γνωστή ως Αβυσσινία), που είχαν ως βάση τις τότε Ιταλικές κτήσεις της Σομαλιλάνδης και της Ερυθραίας.[15] Ο πόλεμος είχε ως αποτέλεσμα τη στρατιωτική κατοχή της Αιθιοπίας και την προσάρτησή της στη νεοσύστατη αποικία της Ιταλικής Ανατολικής Αφρικής. Μέσω του γεγονότος αυτού, φάνηκε και η αδυναμία της Κοινωνίας των Εθνών να διατηρήσει την ειρήνη. Τόσο η Ιταλία όσο και η Αιθιοπία ήταν έθνη-μέλη, όμως η Κοινωνία των Εθνών δεν έδρασε, ενώ η Ιταλία παραβίαζε σαφώς το Άρθρο Χ του Συμφώνου της Κοινωνίας.[16] Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία υποστήριξαν την επιβολή κυρώσεων στην Ιταλία για την εισβολή, αλλά οι κυρώσεις δεν επιβλήθηκαν ποτέ πλήρως και δεν απέτρεψαν την εισβολή.[17] Μέσω αυτής της εισβολής η Ιταλία κατάφερε να εδραιωθεί στην Αφρική.

Ισπανικός εμφύλιος πόλεμος (1936-1939)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο βομβαρδισμός της Γκέρνικα (1937).

Τον Ιούλιο του 1936 στην Ισπανία, στρατιωτικοί με επικεφαλής τον στρατηγό και αρχηγό του κόμματος "Φάλαγγα" Φρανθίσκο Φράνκο αποφάσισαν να κινηθούν κατά της εκλεγμένης κυβέρνησης και να καταλάβουν πραξικοπηματικά την εξουσία. Από την μεριά των υποστηρικτών του Φράνκο δημιουργείται η Εθνικιστική Παράταξη ενώ οι αντίπαλοί τους και υποστηρικτές της νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης, συγκροτούν τη Δημοκρατική Παράταξη. Ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι έδωσαν στρατιωτική υποστήριξη στον Φράνκο, με την Ιταλία να υποστηρίζει τους πραξικοπηματίες σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι έκαναν οι Γερμανοί: συνολικά ο Μουσολίνι έστειλε στην Ισπανία περισσότερα από 70.000 επίγεια στρατεύματα και 6.000 προσωπικό αεροπορίας, καθώς και περίπου 720 αεροσκάφη.[18] Η Σοβιετική Ένωση υποστήριξε την υπάρχουσα κυβέρνηση της Ισπανικής Δημοκρατίας. Περισσότεροι από 30.000 ξένοι εθελοντές, γνωστοί ως Διεθνείς Ταξιαρχίες, πολεμούσαν επίσης ενάντια στους Εθνικιστές. Η Γερμανία χρησιμοποίησε αυτόν τον πόλεμο, ως ευκαιρία να δοκιμάσει τα πιο προηγμένα όπλα και τακτικές τους. Η Εθνικιστική Παράταξη κέρδισε τελικά τον εμφύλιο πόλεμο, τον Απρίλιο του 1939. Ο Φράνκο, πλέον δικτάτορας, θα παραμείνει επίσημα ουδέτερος κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά γενικά θα ευνοήσει τον Άξονα, με μεγαλύτερη συνεργασία του την αποστολή εθελοντών για τη μάχη στο Ανατολικό Μέτωπο.[18]

Ιαπωνική εισβολή στην Κίνα (1937)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Ιούλιο του 1937, η Ιαπωνία κατέλαβε την πρώην κινεζική αυτοκρατορική πρωτεύουσα του Πεκίνου αφού υποκίνησε το περιστατικό της Γέφυρας του Μάρκο Πόλο, που κατέληξε στην εκστρατεία της Ιαπωνίας εναντίον της Κίνας.[19] Από τον Σεπτέμβριο έως τον Νοέμβριο, οι Ιάπωνες επιτέθηκαν στο Ταϊγιουάν, δέσμευσαν τον στρατό των Κινέζων Εθνικιστών γύρω από το πεδίο της μάχης[20] και πολέμησαν τον στρατό των Κινέζων Κομμουνιστών.[21][22] Ο στρατηγός Τσιανγκ Κάι Σεκ ανέπτυξε τα στρατεύματά του για να υπερασπιστεί τη Σαγκάη, αλλά μετά από τρεις μήνες μάχης, η Σαγκάη έπεσε. Οι Ιάπωνες συνέχισαν να απωθούν τις κινεζικές δυνάμεις, καταλαμβάνοντας την πρωτεύουσα Νανκίνγκ τον Δεκέμβριο του 1937. Μετά την πτώση του Νανκίνγκ, δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες Κινέζοι πολίτες και αφοπλισμένοι μαχητές δολοφονήθηκαν από τους Ιάπωνες.[23][24]

Κινέζοι αιχμάλωτοι θάβονται ζωντανοί από Ιάπωνες στρατιώτες στη σφαγή της Ναντσίνγκ.

Τον Μάρτιο του 1938, οι εθνικιστικές κινεζικές δυνάμεις κέρδισαν την πρώτη τους μεγάλη νίκη στο Τάιχερχουάνγκ, αλλά δυο μήνες αργότερα η πόλη Ξουτσόου καταλήφθηκε από τους Ιάπωνες.[25] Τον Ιούνιο του 1938, οι κινεζικές δυνάμεις καθυστέρησαν την ιαπωνική πρόοδο πλημμυρίζοντας τον Κίτρινο Ποταμό. Αυτός ο ελιγμός αγόρασε χρόνο για τους Κινέζους να προετοιμάσουν την άμυνά τους στη Γουχάν, αλλά η πόλη καταλήφθηκε τελικά τον Οκτώβριο.[26] Οι Ιαπωνικές στρατιωτικές νίκες δεν επέφεραν την κατάρρευση της κινεζικής αντίστασης που η Ιαπωνία ήλπιζε να επιτύχει. Αντ 'αυτού, η κινεζική κυβέρνηση μετεγκαταστάθηκε εσωτερικά στο Τσονγκκίνγκ και συνέχισε τον πόλεμο.[27][28]

Συγκρούσεις Σοβιετικής Ένωσης - Ιαπωνίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μονάδα πυροβολικού του Κόκκινου Στρατού κατά τη διάρκεια μάχης με τους Ιάπωνες (1938).

Στα μέσα έως τα τέλη της δεκαετίας του 1930, οι Ιαπωνικές δυνάμεις στη Μαντζουρία είχαν σποραδικές συνοριακές συγκρούσεις με τη Σοβιετική Ένωση και τη Μογγολία. Το ιαπωνικό δόγμα του Χοκουσίν-Ρον, το οποίο είχε στόχο την επέκταση της Ιαπωνίας προς τα βόρεια, υιοθετήθηκε από τον αυτοκρατορικό στρατό κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Με την ήττα της Ιαπωνίας στο Μάχη του Χαλχίν Γκολ το 1939, τον πόλεμο με την Κίνα να διεξάγεται ταυτόχρονα[29] και τους Γερμανούς να επιδιώκουν ουδετερότητα με τους Σοβιετικούς, αυτή η πολιτική θα αποδειχθεί δύσκολο να διατηρηθεί. Η Ιαπωνία και η Σοβιετική Ένωση υπέγραψαν τελικά ένα Σύμφωνο Ουδετερότητας τον Απρίλιο του 1941. Η Ιαπωνία όμως εξακολούθησε να υιοθετεί επεκτατικό δόγμα, το οποίο πήρε πλέον κατεύθυνση προς τα νότια και τον Ειρηνικό, οδηγώντας τελικά στον πόλεμο με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους Συμμάχους.[30][31]

Προσάρτηση Αυστρίας (1938) και Τσεχοσλοβακίας (1939) στη Γερμανία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Χίτλερ, περιτριγυρισμένος από στρατιώτες, μιλάει μπροστά από μικρόφωνο πάνω από ένα μεγάλο πλήθος ακροατών
Ο Χίτλερ ανακοινώνει στον αυστριακό λαό το "Anschluss" (15 Μαρτίου 1938).

Στις 12 Μαρτίου του 1938, η Γερμανία εξανάγκασε σε άνευ όρων συνθηκολόγηση την Αυστρία και την προσάρτησε, σε μια κίνηση που ονομάστηκε Anschluss (Άνσλους). Η Ιταλία περίμενε να δει την αντίδραση της Βρετανίας, που τελικά δεν υπήρξε, κι έτσι προτίμησε να δεχτεί την ενέργεια, σφίγγοντας περισσότερο τον δεσμό του άξονα Ρώμης-Βερολίνου. Τον Σεπτέμβριο, υπό την απειλή πολέμου, ο Χίτλερ προσάρτησε στη Γερμανία και τη Σουδητία, περιοχή της δυτικής Τσεχοσλοβακίας, με συμπαγή γερμανική μειονότητα 3.500.000 ατόμων. Ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Νέβιλ Τσάμπερλεν, σαφής υποστηρικτής της πολιτικής του «κατευνασμού» (appeasement), υπέγραψε με τη Γερμανία τη Συμφωνία του Μονάχου, σύμφωνα με την οποία η Σουδητία αποδιδόταν στη Γερμανία, με αντάλλαγμα την υπόσχεση να μην προσαρτηθεί περισσότερο τσεχικό έδαφος, πράγμα που καταστρατηγήθηκε έξι μήνες αργότερα, όταν τον Μάρτιο του 1939 ο Χίτλερ κατέλαβε ολόκληρη την Τσεχοσλοβακία.

Αλλά και τότε ακόμα, η Αγγλία δεν τόλμησε να απαιτήσει από τον Χίτλερ τον σεβασμό των συμφωνημένων. Η αγγλική διπλωματία, έρμαιο μιας πολιτικής των προηγουμένων κυβερνήσεων, που έβλεπαν με συμπάθεια τον Χίτλερ - βλέπε δηλώσεις του πρώην πρωθυπουργού της Ντέιβιντ Λόυντ Τζωρτζ (David Lloyd George) και του Υπουργού Εξωτερικών Λόρδου Χάλιφαξ υπέρ του Χίτλερ - ήθελαν να πιστεύουν μέχρι την τελευταία στιγμή ότι δεν έσφαλαν και μπορούσαν να ελέγξουν τον Χίτλερ. Κατ' άλλους, η στάση αυτή ήταν αποτέλεσμα της αδύναμης ακόμα πολεμικής μηχανής της Αγγλίας για μια μακρόχρονη και μεγάλη πολεμική εμπλοκή και απλά κέρδιζε χρόνο, αλλά κατ' άλλους επρόκειτο απλά για μια διπλωματική γκάφα ολκής, η οποία ως μόνη εγγύηση δεν είχε άλλο, πέραν της καλής θέλησης του Γερμανού δικτάτορα.

Στοιχεία Γερμανικού επεκτατισμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο επεκτατισμός της Γερμανίας φάνηκε ξεκάθαρα με τις επόμενες απειλές του Χίτλερ προς την Πολωνία για τα θέματα του Ντάντσιχ και της ανατολικής Πρωσίας. Οι Άγγλοι αναγκάστηκαν τότε να δεσμευτούν με δική τους επέμβαση, αν προσβαλλόταν η ανεξαρτησία της Πολωνίας. Στις 23 Μαρτίου 1939 η Βρετανία και η Γαλλία είχαν εγγυηθεί μονομερώς την ακεραιότητα του Βελγίου, της Ολλανδίας και της Ελβετίας. Την ίδια εγγύηση έδωσαν στις 31 Μαρτίου και στην Πολωνία. Μετά την κατάληψη της Αλβανίας από την Ιταλία στις 7 Απριλίου 1939, έδωσαν ανάλογες εγγυήσεις στην Ελλάδα και τη Ρουμανία.

Κατά την κρίση της Σουδητίας το 1938, ο Στάλιν, είχε προσφέρει βοήθεια στην Τσεχοσλοβακία, αλλά δεν κλήθηκε να συμμετάσχει στη Συμφωνία του Μονάχου. Ο Χίτλερ του υπέβαλε μια πρόταση για ειρήνη ώστε να αποφευχθεί η σύγκρουση και, τελικά, στις 23 Αυγούστου 1939 υπεγράφη στη Μόσχα το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη Επίθεσης. Με μυστικό πρωτόκολλο δόθηκε στον Στάλιν η ελευθερία να προσαρτηθούν στην ΕΣΣΔ η Φινλανδία, η Εσθονία, η Λετονία, η ανατολική Πολωνία και η ανατολική Ρουμανία, σε περίπτωση που η Γερμανία εισβάλει σε αυτές.

Το ιστορικό του Πολέμου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έναρξη του πολέμου (1939-1940)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Ευρώπη και οι κύριοι συνασπισμοί κρατών τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Τα ξημερώματα της 1ης Σεπτεμβρίου 1939, η Γερμανία εξαπέλυσε επίθεση στην Πολωνία.[32][33] Ο γερμανικός στρατός, εφαρμόζοντας νέα και πρωτοποριακή τακτική που περιλάμβανε τη συνδυασμένη δράση αεροπορίας, τεθωρακισμένων και μηχανοκίνητων δυνάμεων,[32] αιφνιδίασε τους Πολωνούς και σε πολύ σύντομο διάστημα κατέλαβε τη χώρα. Η τακτική αυτή έμεινε γνωστή σαν «Κεραυνοβόλος Πόλεμος» (Blitzkrieg).[32] Στις 17 Σεπτεμβρίου, η Σοβιετική Ένωση εισέβαλε στην Πολωνία από τα ανατολικά[34] και προσάρτησε τις περιοχές της τότε Πολωνίας στις οποίες κατοικούσαν Ουκρανοί και Λευκορώσοι[35] (σύμφωνα με το μυστικό πρωτόκολλο του Γερμανοσοβιετικού συμφώνου[36]).[37] Η Βαρσοβία δέχθηκε ανηλεείς βομβαρδισμούς από τη Luftwaffe και το γερμανικό πυροβολικό.[38][39][40] Τελικά παραδόθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου,[41][42] ενώ στις 8 Οκτωβρίου προσαρτήθηκαν στο Ράιχ μεγάλες περιοχές της χώρας.[43] Λίγες ημέρες αργότερα συγκροτήθηκε το Γενικό Κυβερνείο.[43] Η Πολωνία, παρά την πεισματική άμυνα του στρατού της και τις τοπικές επιτυχίες, είχε καταληφθεί και διαμελισθεί.

Η Αγγλία και η Γαλλία αναγκάστηκαν να κηρύξουν τον πόλεμο στη Γερμανία, αλλά χωρίς ακόμα να κινητοποιήσουν όλες τους τις δυνάμεις για πλήρη εμπλοκή. Ακολούθησε μια περίοδος που έμεινε γνωστή ως ο «Γελοίος Πόλεμος» (Drôle de Guerre) γιατί, παρά την κήρυξη πολέμου, η μια μερίδα των εμπολέμων δεν έπαιρνε ακόμα μέρος σε γενικό πόλεμο εναντίον της Γερμανίας. Από τις 3 Σεπτεμβρίου 1939 (Κήρυξη του πολέμου από την Μεγάλη Βρετανία στη Γερμανία) έως και τις 10 Μαΐου 1940 (Έναρξη της Γερμανικής επίθεσης στο Δυτικό Μέτωπο), διεξάγονταν πολύ περιορισμένες χερσαίες ή εναέριες εχθροπραξίες. Μοναδική κινητικότητα υπάρχει στις ναυτικές επιχειρήσεις. Ο Γερμανικός Στρατός αναδιοργανώνεται στο Δυτικό Μέτωπο και συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος του δυναμικού του σε αυτό.

Στις 30 Νοεμβρίου η ΕΣΣΔ κήρυξε τον πόλεμο στη Φινλανδία,[44][45] μετά την άρνησή της να δεχτεί στο έδαφός της σοβιετικά στρατεύματα όπως αυτά που είχαν εγκατασταθεί στη Λιθουανία, τη Λετονία και την Εσθονία. Οι Φινλανδοί πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση, και προκάλεσαν μεγάλες απώλειες στους Σοβιετικούς.[45][46][47] Ο πόλεμος τερματίστηκε επισήμως με τη Συνθήκη της Μόσχας στις 13 Μαρτίου 1940, με την ΕΣΣΔ να λαμβάνει σημαντικά εδαφικά ανταλλάγματα.[46][48][49]

Επιχείρηση Βεζερύμπουνγκ (1940)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χάρτης αλλαγών στην κατάσταση στο πεδίο της μάχης στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου.
Κύριο λήμμα: Επιχείρηση Weserübung

Οι Γερμανοί είχαν ήδη προετοιμάσει τη λεγόμενη Επιχείρηση Βεζερύμπουνγκ με σκοπό να καταλάβουν την αποκαλούμενη «οδό του σιδήρου» και έτσι να εκμεταλλευθούν τα λιμάνια της και για να εξασφαλίσουν τη ροή Σουηδικού σιδηρομεταλλεύματος. Στις 9 Απριλίου 1940 οι Γερμανοί, εισέβαλαν στη Δανία, η οποία παραδόθηκε την ίδια μέρα μετά από εντελώς συμβολική αντίσταση.

Στη συνέχεια εισέβαλαν στη Νορβηγία, όπου συνάντησαν αυτή τη φορά αντίσταση, με τις Βρετανικές και τις Γαλλικές δυνάμεις κάνουν επίσης απόβαση για να βοηθήσουν τους Νορβηγούς. Οι Νορβηγοί κηρύσσουν επιστράτευση και παρόλο που τα λιμάνια της χώρας καταλήφθηκαν άμεσα από τους Γερμανούς, προβάλουν σθεναρή αντίσταση, με τους συμμάχους τους Βρετανούς όμως να προβαίνουν συνεχώς σε στρατηγικά λάθη. Τελικά οι Βρετανοί και οι Γάλλοι αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν μετά την κατάρρευση του μετώπου στη Γαλλία, και οι Νορβηγοί υπέγραψαν ανακωχή στις 9 Ιουνίου. Παρά την επιτυχία της, η εισβολή στη Νορβηγία στοίχισε ακριβά στον ήδη πενιχρό, σε σκάφη επιφανείας, Γερμανικό στόλο (Kriegsmarine), ο οποίος έχασε περισσότερα από 10 πολεμικά σκάφη,, στην πλειονότητα τους αντιτορπιλικά.

Πόλεμος στη Δυτική Ευρώπη (1940-1941)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Γερμανικά στρατεύματα στην Γκραν Πλας (Grande Place) των Βρυξελλών. 1940. Φωτ. Γερμανικού Ομοσπονδιακού Αρχείου

Μετά την εξασφάλιση της Νορβηγίας οι Γερμανοί στράφηκαν προς τη Γαλλία και για να υπερκεράσουν τη Γραμμή Μαζινό, σχεδίασαν έναν ελιγμό μέσω του Βελγίου, και επίθεση μέσω Λουξεμβούργου και του δάσους των Αρδεννών (ελιγμός του Σεντάν). Στις 10 Μαΐου ξεκίνησε η εισβολή στο Βέλγιο και την Ολλανδία. Στις 14 Μαΐου η Ολλανδία παραδόθηκε, και την ίδια στιγμή ξεκινούσε επίθεση μέσω των Αρδεννών προς τα μετόπισθεν των Βρετανικών και Γαλλικών γραμμών. Ως τις 26 Μαΐου οι Βρετανικές δυνάμεις είχαν εγκλωβιστεί στη Δουνκέρκη, από όπου κατορθώθηκε με επιτυχία να γίνει εκκένωση και να περάσουν στη Βρετανία 338.226 στρατιώτες, εγκαταλείποντας τεράστιες ποσότητες υλικού στα χέρια της Βέρμαχτ. Στις 27 Μαΐου συνθηκολόγησε το Βέλγιο, στις 5 Ιουνίου ξεκίνησε νέα επίθεση των Γερμανών κατά της Γαλλίας, και στις 10 Ιουνίου η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Βρετανίας και της Γαλλίας. Η Γαλλία ζήτησε ανακωχή, η οποία υπογράφηκε στις 25 Ιουνίου. Η Βόρεια Γαλλία κατελήφθη από τη Γερμανία και στη Νότια δημιουργήθηκε το κράτος της Γαλλίας (Γαλλία του Βισύ), που ακολούθησε ως το τέλος του φιλοχιτλερική στάση.

Η Μεγάλη Βρετανία είχε μείνει η μοναδική δύναμη που συνέχιζε τον πόλεμο κατά της Γερμανίας. Οι ΗΠΑ μετά την πτώση της Γαλλίας κλονίστηκαν, αλλά παρ’ όλη τη συμπάθεια προς τη Βρετανία διατήρησαν την ουδετερότητά τους, ξεκινώντας όμως στρατολογία (για πρώτη φορά σε καιρό ειρήνης) και αυξάνοντας τον στρατιωτικό προϋπολογισμό. Η Βρετανία εφοδιαζόταν από τις ΗΠΑ, και για να διακοπεί αυτός ο εφοδιασμός οι Γερμανοί ξεκίνησαν τη Μάχη του Ατλαντικού, χρησιμοποιώντας τον στόλο υποβρυχίων που είχαν κατασκευάσει, βυθίζοντας πολλά εμπορικά πλοία. Οι ΗΠΑ επέκτειναν τη γραμμή επέμβασής τους μέχρι τη μέση του Ατλαντικού οπότε, μοιραία, συνάντησαν και γερμανικά υποβρύχια που επιτέθηκαν στις νηοπομπές. Αμερικανικά πλοία ενεπλάκησαν σε πολεμικές επιχειρήσεις συχνά με τα γερμανικά υποβρύχια, αρκετά πριν κηρυχθεί πόλεμος μεταξύ των δύο χωρών, με θύματα και από τις δύο πλευρές.

Κύριο λήμμα: Μάχη της Αγγλίας

Ο Χίτλερ γνώριζε ότι ο μόνος τρόπος για να υποτάξει τη Βρετανία ήταν να εισβάλει στο έδαφός της (είχε, έστω και καθυστερημένα, καταρτιστεί το ανάλογο σχέδιο με το προσωνύμιο «Θαλάσσιος Λέων» (Seelöwe)), αλλά δεν τολμούσε απόβαση όσο δεν είχε εξουδετερωθεί η Βρετανική Αεροπορία (RAF). Έτσι, ξεκίνησε τον Αύγουστο του 1940 τη λεγόμενη Μάχη της Αγγλίας, με αεροπορικές επιδρομές κατά των αεροδρομίων και λιμανιών της Αγγλίας, που συνεχίστηκαν τον Σεπτέμβριο με επιδρομές κατά πόλεων στο εσωτερικό της χώρας. Η αποτελεσματικότητα του ραντάρ, της αντιαεροπορικής άμυνας και των βρετανικών μαχητικών, προκάλεσαν υψηλές απώλειες στη Γερμανική αεροπορία, που εξαναγκάσθηκε έτσι να πραγματοποιεί μόνον νυκτερινούς βομβαρδισμούς. Στις 17 Σεπτεμβρίου 1940 ο Χίτλερ ανέβαλε την εισβολή για να προετοιμάσει την εκστρατεία κατά της Σοβιετικής Ένωσης, για την οποία οι στρατηγοί του τελικά τον έπεισαν να ξεκινήσει την άνοιξη αντί του φθινόπωρου, όπως αρχικά σχεδίαζε, ώστε να αποφύγουν τον επερχόμενο χειμώνα. Ο Χίτλερ πίστευε ότι, καταβάλλοντας την ΕΣΣΔ, θα έκαμπτε και τη βρετανική αντίσταση, αν και σύμφωνα με άλλους ήθελε να εξουδετερώσει τη Σοβιετική Ένωση, να εξαλείψει τον κίνδυνο από ανατολικά και, ισχυροποιώντας το ναυτικό και την αεροπορία του να καταβάλει στη συνέχεια τη Μεγάλη Βρετανία.[50] Ωστόσο, στις 11 Μαρτίου του 1941, οι ΗΠΑ, τηρώντας πάντα την αυστηρή ουδετερότητά τους, ψηφίζουν στο Κογκρέσο ένα πολύ σημαντικό νόμο (HR 1776), τον Νόμο Εκμισθώσεως και Δανεισμού (Lend Lease Act), με τον οποίο ο Πρόεδρος (Ρούζβελτ) μπορεί να παραχωρεί σε όποια χώρα κρίνει σκόπιμο και με όποιο αντάλλαγμα κρίνει εύλογο οποιουδήποτε είδους υλικά. Ο Νόμος αυτός ανατρέπει ολοσχερώς τα σχέδια του Χίτλερ.

Ελληνικό Μέτωπο (1940-1941)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ελληνίδα μάνα αποχαιρετά τον γιο της πριν την αναχώρησή του για το μέτωπο.
Η ελληνική προέλαση (Νοέμβριος 1940 - Απρίλιος 1941).

Η Ελλάδα εισήλθε στον πόλεμο, αφού ο Έλληνας πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς απέρριψε τελεσίγραφο των Ιταλών, σύμφωνα με το οποίο ζητούσαν ελεύθερη διέλευση στη χώρα και κατάληψη στρατηγικών της σημείων. Οι Ιταλοί επιτέθηκαν στην χώρα (μέσω της Αλβανίας) το πρωί της 28ης Οκτωβρίου προελαύνοντας προς το εσωτερικό της, αλλά συνάντησαν σημαντικές δυσκολίες στην προώθηση τους, λόγω των καταστροφών στο οδικό δίκτυο και των καιρικών συνθηκών. Την 1η Νοεμβρίου, οι Ιταλοί έδιναν και επίσημα προτεραιότητα στο μέτωπο της Αλβανίας έναντι αυτού της Αφρικής.[51] Οι Ιταλοί αρχικά σημείωσαν επιτυχίες, καθώς κατάφεραν να απωθήσουν τις λιγοστές δυνάμεις του Ελληνικού στρατού κατευθυνόμενοι από την Πίνδο προς το Μέτσοβο, με την κατάσταση για τις ελληνικές δυνάμεις έγινε απελπιστική. Εξαιτίας της κατάστασης, οι κάτοικοι της περιοχής επιστρατεύονται να βοηθήσουν στον ανεφοδιασμό των Ελλήνων, οι οποίοι διέγνωσαν έγκαιρα την απειλή και κατηύθυναν αμέσως όλες τις μονάδες που επιστρατεύονταν στην απειλούμενη περιοχή. Από τις 31 Οκτωβρίου εκδηλώνεται η αντεπίθεση των Ελλήνων, οι οποία έχει μεγάλη επιτυχία. Περί την 16η Νοεμβρίου έχουν ανακαταλάβει τις συνοριακές διαβάσεις της Πίνδου[52], ενώ με την άφιξη των εφεδρειών που διέταξε ο αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, κατόρθωσαν να επιτύχουν αριθμητική υπεροχή έναντι των Ιταλών ως τα μέσα Νοεμβρίου.[53] Μετά από σκληρή μάχη στην οχυρωμένη μεθόριο, οι Έλληνες προχωρούν στην Κορυτσά και το Αργυρόκαστρο. Παρόλο που οι Ιταλοί βρήκαν χρόνο ώστε να αναδιοργανωθούν,[54] οι Έλληνες συνέχισαν την προέλαση και κατόρθωσαν να καταλάβουν ουσιαστικά ολόκληρη τη Βόρεια Ήπειρο μέχρι τα Χριστούγεννα. Στις 10 Ιανουαρίου 1941, πριν την έλευση της βαρυχειμωνιάς, καταλήφθηκε και το στρατηγικής σημασίας οχυρωμένο πέρασμα της Κλεισούρας.[55] Αυτό ήταν και το τέλος της «Μάχης της Πίνδου», καθώς ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι η ιταλική εισβολή είχε λήξει. Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος, θεωρείται η πρώτη νίκη των Συμμάχων στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και έχει μείνει γνωστός ως «το Έπος του 40'».

Έλληνες στρατιώτες, στη μάχη της Κλεισούρας (1941).

Εν τω μεταξύ, τον Μάρτιο του 1941 και με την απειλή της γερμανικής επέμβασης έκδηλη, οι Βρετανοί έστειλαν τις πρώτες τους ενισχύσεις και πολεμοφόδια στους Έλληνες. Και ενώ, λίγες ημέρες μετά την έναρξη των εχθροπραξιών, με εντολή του Βρετανού πρωθυπουργού Ουίνστον Τσώρτσιλ, η ελληνική αεροπορία είχε ενισχυθεί με λίγα αεροσκάφη (τα οποία οι Βρετανοί απέσπασαν από το μέτωπο της Μέσης Ανατολής) τώρα έφταναν στην Ελλάδα Βρετανικά αποικιακά στρατεύματα, αποτελούμενα από 34.000 Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς. Επιπλέον, ήρθαν 24.000 Βρετανοί στρατιώτες, 5.000 Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, καθώς και Άραβες, Εβραίοι και Παλαιστίνιοι εθελοντές.[56] Συγκεκριμένα, στάλθηκαν στρατεύματα[57], καθώς και πολεμοφόδια και δύο πλοία[58].

Ο πόλεμος στα Βαλκάνια (1941)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Γερμανικά πολεμικά αεροσκάφη, πάνω από το Μαυροβούνιο (1941).

Στο μεταξύ, με την Ιταλία να αποτυγχάνει σε Αίγυπτο και Ελλάδα και τους Βρετανούς να προσφέρουν βοήθεια στη δεύτερη, ο Άξονας έπρεπε να δράσει στα Βαλκάνια. Τον Νοέμβριο, η Ρουμανία και η Ουγγαρία συμμάχησαν με τον Άξονα και το ίδιο έκανε η Βουλγαρία τον Μάρτιο του 1941.

Στις 6 Απριλίου 1941 ξεκίνησε η εισβολή των Γερμανών στα Βαλκάνια (επίσης γνωστή ως Επιχείρηση 25), στο Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας. Η εισβολή άρχισε με συντριπτική αεροπορική επίθεση στο Βελιγράδι και στις εγκαταστάσεις της Βασιλικής Γιουγκοσλαβικής Πολεμικής Αεροπορίας (VVKJ) από τη Λουφτβάφε (γερμανική Πολεμική Αεροπορία) και με επιθέσεις από δυνάμεις της Βέρμαχτ από τη νοτιοδυτική Βουλγαρία (σύμμαχο του Άξονα). Οι επιθέσεις αυτές ακολουθήθηκαν από προωθήσεις δυνάμεων του γερμανικού στρατού, από τη Ρουμανία, την Ουγγαρία και την Αυστρία (τότε προσαρτημένη στη Γερμανία). Η Γιουγκοσλαβική επίθεση στα βόρεια εδάφη του Ιταλικού προτεκτοράτου της Αλβανίας, σημείωσε, αρχικά, μικρές επιτυχίες αλλά απέτυχε λόγω της κατάρρευσης των υπολοίπων γιουγκοσλαβικών δυνάμεων. Η εισβολή τελείωσε όταν υπογράφηκε ανακωχή, στις 17 Απριλίου 1941, με βάση την άνευ όρων παράδοση του Βασιλικού Γιουγκοσλαβικού Στρατού, η οποία τέθηκε σε ισχύ το μεσημέρι της 18ης Απριλίου. Η Γιουγκοσλαβία στη συνέχεια καταλήφθηκε και διαμοιράστηκε από τις δυνάμεις του Άξονα. Κάποιες περιοχές ενσωματώθηκαν σε γειτονικές χώρες-μέλη του Άξονα, ενώ σε άλλες περιοχές δημιουργήθηκαν κράτη-μαριονέτες του Άξονα, όπως το Ανεξάρτητο Κράτος της Κροατίας.

Τα Γερμανικά στρατεύματα στην Αθήνα (1941).

Ο Γερμανικός Στρατός, μέσω Βουλγαρίας, επιτέθηκε στην Ελλάδα στις 6 Απριλίου 1941. Μέσω του εδάφους της Γιουγκοσλαβίας, η οποία σαρώθηκε ήδη από τις 6 και 7 Απριλίου από τα γερμανικά στρατεύματα, υπερφαλαγγίστηκε η Γραμμή Μεταξά, η οποία όμως, κράτησε τις αμυντικές θέσεις της χωρίς να διασπασθεί.[59] Η 2η Μεραρχία Θωρακισμένων, με διοικητή τον Ρούντολφ Φάιελ (Rudolf Veiel), διεισδύει μέσω της λίμνης Δοϊράνης και προελαύνει ταχύτατα, μη συναντώντας αντίσταση (αφού η μοναδική ελληνική Μεραρχία που τύχαινε να τελεί σε κοντινή τοποθεσία σε εφεδρεία, η 19η, δεν έχει τα μέσα να τη σταματήσει) και καταλαμβάνει τη Θεσσαλονίκη.[60] Ενώ το μέτωπο δεν είχε καταρρεύσει, στις 9 Απριλίου, στη Θεσσαλονίκη, υπογράφεται συνθηκολόγηση, καθώς η γραμμή Μεταξά είναι πλέον περικυκλωμένη. Στην Ελλάδα συνέχισαν να μάχονται οι Βρετανικές δυνάμεις μέχρι τις 27 Μαΐου - κυρίως θέλοντας να βρουν διέξοδο για να διαφύγουν. Η δραστηριότητα των Βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα έληξε με τη Μάχη της Κρήτης, ενώ οι Έλληνες συνέχισαν να πολεμούν τις δυνάμεις του Άξονα μέχρι και την απελευθέρωσή τους μέσω της Ελληνικής Εθνικής Αντίστασης.

Ιαπωνικός επεκτατισμός (1940-1941)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ΗΠΑ εγκατέλειψαν την πολιτική ουδετερότητας που ακολουθούσαν και προσπάθησαν να αντιπαλέψουν την επεκτατικότητα της Ιαπωνίας στον Ειρηνικό. Το αμερικανικό Κογκρέσο διέθεσε, τον Μάρτιο του 1941, 7 δις δολάρια για να χορηγηθούν σε χώρες που θα υποδείκνυε ο πρόεδρος (όπως υπαγόρευε ο Νόμος Εκμισθώσεως και Δανεισμού), ενώ τον Ιούλιο αμερικανικές δυνάμεις εγκαταστάθηκαν στην Ισλανδία (που είχε καταληφθεί από τους Βρετανούς το 1940) με αντάλλαγμα 50 παλαιά αντιτορπιλικά, που παραχώρησαν στη Βρετανία και το ναυτικό των ΗΠΑ, ανέλαβε την προστασία των νηοπομπών στα χωρικά τους ύδατα.

Η Ιαπωνική Αεροπορία βομβαρδίζει το Βρετανικό Χονγκ Κονγκ (1941).

Τον Σεπτέμβριο του 1940, η Ιαπωνία είχε αναγκάσει την Κυβέρνηση του Βισύ, της Γαλλίας, να αποχωρήσει, ουσιαστικά, από την Ινδοκίνα. Οι ΗΠΑ σε αντίδραση απαγόρευσαν την εξαγωγή χάλυβα, σιδήρου και αεροπορικών καυσίμων στην Ιαπωνία. Η Ιαπωνία υπέγραψε συνθήκη ουδετερότητας με τη Σοβιετική Ένωση τον Απρίλιο του 1941. ώστε να είναι ασφαλής σε περίπτωση πολέμου με τη Μεγάλη Βρετανία ή τις ΗΠΑ, και, όταν η Γερμανία εισέβαλε στη Σοβιετική Ένωση, η Ιαπωνία κατέλαβε τη νότια Ινδοκίνα. Η Ιαπωνία, κατά κάποιο τρόπο, εκμεταλλεύεται τις μεταβαλλόμενες παγκόσμιες συγκυρίες. Η Ολλανδία είχε καταληφθεί από τους Γερμανούς, ενώ Γαλλία και Βρετανία βρίσκονται σε πόλεμο με τους Γερμανούς. Παρουσιάζονται, λοιπόν, πρώτης τάξεως και εύκολες ευκαιρίες στους Ιάπωνες, να καταλάβουν τη Γαλλική Ινδοκίνα, σημαντική για τον πόλεμο με την Κίνα, καθώς και τις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες, που ήταν πλούσιες σε φυσικούς πόρους και πετρέλαιο.

Στην περίοδο 1932-39 η Ιαπωνία είχε αναπτύξει με αξιοθαύμαστη επιμονή και εφευρετικότητα μια τεχνολογική πρόοδο, που την έφερνε σε πολύ προνομιούχο θέση απέναντι στις ΗΠΑ, οι οποίες είχαν δοκιμαστεί από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929, έχοντας ελαττώσει κατά πολύ τις στρατιωτικές τους δαπάνες. Ειδικά στον τομέα της αεροπορίας και του στόλου διέθετε δυνάμεις αριθμητικά και ποιοτικά υπέρτερες των ΗΠΑ, οι οποίες απέκτησαν και πολεμική πείρα στις ως τότε εκστρατείες στην Κίνα. Αλλά, καθώς της έλειπαν το πετρέλαιο και ο χάλυβας από το έδαφός της, γνώριζε ότι τα αποθέματά της δεν θα άντεχαν παρά έξι μήνες έως ένα έτος (το μέγιστο) σε μια μεγάλη σύρραξη, ενώ εκείνα των ΗΠΑ ήταν απείρως μεγαλύτερα. Γι' αυτό και το σχέδιο του Επιτελείου της υπέθετε ότι, με ένα αστραπιαίο πόλεμο έξι μηνών, θα μπορούσαν να λυγίσουν τις ΗΠΑ, ώστε να αποδεχτούν μια συνθηκολόγηση ως διπλωματική λύση, με την οποία οι ΗΠΑ θα αποδέχονταν την κυριαρχία της Ιαπωνίας στον Ειρηνικό. Οι ΗΠΑ από την πλευρά τους, αν και τεχνικά δεν διέθεταν προς το παρόν ισάξιο τεχνικό δυναμικό στον Ειρηνικό, γνώριζαν από καιρό τα ιαπωνικά σχέδια, έχοντας καταφέρει να παραβιάσουν τους κώδικες επικοινωνίας του ιαπωνικού ναυτικού, κατάσταση που συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια της σύρραξης χωρίς να γίνει αντιληπτή από τους Ιάπωνες. Εντούτοις, η Αμερικανική κυβέρνηση για πολιτικούς λόγους - κυρίως φοβούμενη την αντίδραση από τον αμερικανικό πληθυσμό - δεν θέλησε να δώσει εκείνη το πρώτο πολεμικό χτύπημα στην Ιαπωνία, αλλά γνώριζε ότι θα είχε το πλεονέκτημα σε ένα μακροχρόνιο πόλεμο.

Για τον λόγο αυτό, μεταξύ 1941 και 1942, οι επιτυχίες των Ιαπώνων στην περιοχή της Νότιας Ασίας και στον Ειρηνικό Ωκεανό ήταν σημαντικές και θεαματικότερες απ' ό,τι οι αντίστοιχες γερμανικές στην Ευρώπη, αλλά παρέμεναν εύθραυστες. Στα τέλη του 1942, οι Ιάπωνες θα χάσουν το μεγαλύτερο μέρος από το πλέον αξιόμαχο ανθρώπινο υλικό τους, το οποίο δεν μπορούσαν πια να αντικαταστήσουν, ενώ αντίθετα οι ΗΠΑ αναγκάστηκαν, να κινητοποιήσουν το ανθρώπινο και βιομηχανικό τους δυναμικό, το οποίο τελικά αποδείχτηκε, όπως αναμενόταν, πολλαπλά ισχυρότερο σε σχέση με το ιαπωνικό.

Μέτωπο της Βόρειας Αφρικής (1941-1942)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Αυστραλοί στρατιώτες κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Τομπρούκ (1941).

Στο μεταξύ, οι Βρετανοί απώθησαν την ιταλική επίθεση στην Αίγυπτο τον Νοέμβριο του 1941 και ανάγκασαν τις ιταλικές δυνάμεις να υποχωρήσουν στη Λιβύη, μέσω της Επιχείρησης "Σταυροφορία"[61]. Για να βοηθήσει του συμμάχους του, ο Χίτλερ, έστειλε στην Αφρική στρατεύματα με διοικητή τον στρατηγό Έρβιν Ρόμελ. Ο Ρόμελ με τις επιθέσεις του, τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο, καθώς και τον Ιούνιο του 1942, προέλασε ως το Ελ Αλαμέιν. Συγκεκριμένα, ξεκίνησε με επιτυχία μια επίθεση από τη Λιβύη αναγκάζοντας τις Συμμαχικές δυνάμεις να υποχωρήσουν στην Αίγυπτο. Πείθοντας τους Χίτλερ και Μουσολίνι να αποφύγουν την επίθεση στη Μάλτα, κέντρο ανεφοδιασμού των Συμμάχων, ο Ρόμελ φτάνει στις 29 Ιουνίου 1942 στο Ελ Αλαμέιν (72 μόλις χιλιόμετρα από την Αλεξάνδρεια).

Εν τω μεταξύ, οι Βρετανοί έχουν αποκρυπτογραφήσει μεγάλο ποσοστό των μηνυμάτων που απέστελλαν οι Γερμανοί, με αποτέλεσμα από εδώ και πέρα ο Μπέρναρντ Μοντγκόμερυ, να αντιμετωπίζει με μεγαλύτερη επιτυχία τις δυνάμεις του Άξονα στη Β. Αφρική. Τον Οκτώβριο του 1942, ο Μοντγκόμερυ, κατάφερε να απωθήσει τα γερμανοϊταλικά στρατεύματα από την Αίγυπτο και τη Λιβύη, αναγκάζοντας τα να οπισθοχωρήσουν κατά 2.400 χιλιόμετρα. Στις 4 Νοεμβρίου βρίσκονταν πλέον πίσω στην Τυνησία.

Μάχη της Μαδαγασκάρης (1942)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μάχη κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων στη Μαδαγασκάρη.

Η Μαδαγασκάρη, τότε Γαλλική αποικία, ήταν νησί στρατηγικής σημασίας για τις μεγάλες δυνάμεις. Μετά την ήττα της Γαλλίας από τη Γερμανία και την διχοτόμησή της στη Γερμανοκρατούμενη Γαλλία (βόρεια και δυτικά) και το Γαλλικό Κράτος (του Βισύ, νότια), η αποικία της Μαδαγασκάρης πέρασε στα χέρια του δεύτερου. Ουσιαστικά, η Γαλλία του Βισύ ήταν κράτος-μαριονέτα του Άξονα, οπότε ο έλεγχος στα λιμάνια της Μαδαγασκάρης πέρασε στα χέρια της Ιαπωνίας, κάτι που αποτέλεσε μεγάλη απώλεια για τις Συμμαχικές δυνάμεις.

Στις 5 Μαΐου 1942, οι Βρετανοί ξεκίνησαν μια εκστρατεία για την κατάληψη της Μαδαγασκάρης. Ο λόγος ήταν για να απωθήσουν το αυτοκρατορικό Ιαπωνικό Ναυτικό, από λιμάνια της Μαδαγασκάρης και να αποτραπεί η απώλεια ή μείωση των συμμαχικών ναυτιλιακών διαδρομών προς την Ινδία, την Αυστραλία και τη Νοτιοανατολική Ασία. Ξεκίνησε με την Επιχείρηση "Ironclad" και την κατάληψη του λιμανιού Diego-Suarez (τώρα Αντσιρανάνα) κοντά στο βόρειο άκρο του νησιού.[62]

Μια επόμενη εκστρατεία για την κατάληψη ολόκληρου του νησιού, η Επιχείρηση "Stream Line Jane", ξεκίνησε στις 10 Σεπτεμβρίου. Οι Σύμμαχοι μπήκαν στο εσωτερικό, ενώθηκαν με δυνάμεις στην ακτή και εξασφάλισαν όλο το νησί μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου. Οι μάχες σταμάτησαν και υπογράφθηκε ανακωχή στις 6 Νοεμβρίου. Αυτή ήταν η πρώτη επιχείρηση μεγάλης κλίμακας από τους Συμμάχους που συνδύαζε θαλάσσιες, χερσαίες και αεροπορικές επιχειρήσεις. Το νησί τέθηκε υπό τον έλεγχο της Ελεύθερης Γαλλίας.[63][64]

Εισβολή στη Σοβιετική Ένωση (1941-1943)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οι Γερμανοί στο Καρκόβ (1941).

Ο Χίτλερ, έχοντας εξασφαλίσει το δυτικό μέτωπο και τα Βαλκάνια, στις 22 Ιουνίου 1941, εισέβαλε στη Σοβιετική Ένωση, η οποία αιφνιδιάστηκε αρχικά, πιστεύοντας ότι ο κεραυνοβόλος πόλεμος, δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στην περίπτωσή της. Ενώ οι Σοβιετικοί διέθεταν υπεροπλία σε άρματα μάχης και αεροπλάνα, αυτά ήταν παλαιάς τεχνολογίας, με ανεπαρκή θωράκιση και οπλισμό, ανίκανα να αντιμετωπίσουν τα αντίστοιχα γερμανικά. Προσπάθησαν να εξαπολύσουν αντεπίθεση, ωστόσο, κυρίως λόγω της έλλειψης ικανών στρατιωτικών ηγετών, η αντεπίθεση συνετρίβη και ο Σοβιετικός Στρατός εξαναγκάσθηκε σε οπισθοχώρηση.

Η εισβολή σχεδιάστηκε σε τρεις άξονες: προς Λένινγκραντ στον βορρά, προς Μόσχα ανατολικά και προς Κίεβο στο νότο, ώστε να καθηλωθεί ο Σοβιετικός στρατός, αλλά και να καταληφθούν οι σημαντικοί πόροι της Ουκρανίας και τα πετρέλαια του Καυκάσου. Το σημαντικό για τους Γερμανούς στρατηγούς ήταν να επιτύχουν νίκη μέσα σε δέκα εβδομάδες, πριν από την έναρξη του ρωσικού χειμώνα, καθώς είχαν ήδη καθυστέρηση τριών εβδομάδων λόγω της εκστρατείας στα Βαλκάνια.

Το Στάλινγκραντ μετά την απελευθέρωσή του (1943).

Από την αρχή της εισβολής, οι Σοβιετικοί, υπερασπίστηκαν τη Μόσχα, χάνοντας σημαντικές δυνάμεις, αλλά ο Χίτλερ διέταξε τις δυνάμεις του κεντρικού μετώπου να στραφούν προς Βορρά και Νότο για να βοηθήσουν τα άλλα δύο. Στον Βορρά σε συνεργασία με Φινλανδικές δυνάμεις πολιορκήθηκε το Λένινγκραντ, και στον Νότο μια επιτυχής κυκλωτική κίνηση στο Κίεβο αιχμαλώτισε 665.000 σοβιετικούς στρατιώτες. Αργότερα επαναλήφθηκε επίθεση εναντίον της Μόσχας με νέες σοβιετικές απώλειες και, παρόλο που είχε αρχίσει πλέον ο ρωσικός χειμώνας, οι επιχειρήσεις συνεχίστηκαν, με αρκετές βέβαια δυσκολίες. Ο Γερμανικός στρατός καθηλώθηκε μόλις 22 χλμ. πριν φθάσει στη Μόσχα και δέχτηκε την αντεπίθεση των Ρώσων, και τότε, ενώ οι στρατηγοί του Χίτλερ πρότειναν να υποχωρήσουν, ο Χίτλερ διέταξε να κρατήσουν τις θέσεις τους και να αμυνθούν επί τόπου (Haltbefehl). Η απόφαση αυτή του Χίτλερ, σε αυτή τη φάση του πολέμου, είχε θετικά αποτελέσματα αφού, παρά την ισχυρή αντεπίθεση των Ρώσων, τα εδάφη που χάθηκαν ήταν λιγοστά σε σχέση με αυτά που θα χάνονταν σε περίπτωση σύμπτυξης. Ωστόσο ένα χρόνο αργότερα, η ίδια διαταγή, θα είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή και την αιχμαλωσία της 6ης Γερμανικής Στρατιάς (290.000 στρατιώτες) του Φρίντριχ Πάουλους στο νότιο μέτωπο (Στάλινγκραντ), κάτι που ουσιαστικά σήμαινε την αντίστροφη μέτρηση για την ήττα του Χίτλερ στο έδαφος της Σοβιετικής Ένωσης.

Πόλεμος στον Ειρηνικό (1941-1943)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Φωτογραφία τραβηγμένη από ιαπωνικό αεροπλάνο κατά την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, στις 7 Δεκεμβρίου 1941.

Η Ιαπωνία μέχρι τον Δεκέμβριο του 1941 προσπαθούσε να άρει το εμπάργκο που της είχαν επιβάλει οι ΗΠΑ, αλλά και να καταλάβει όσο περισσότερα εδάφη της Νοτιοανατολικής Ασίας μπορούσε, για να εκμεταλλευθεί το πετρέλαιο και τους υπόλοιπους πόρους που διέθεταν. Από την άλλη πλευρά οι ΗΠΑ ανησυχούσαν για την ιαπωνική επεκτατικότητα, αλλά δίσταζαν να μπουν στον πόλεμο τη συγκεκριμένη στιγμή. Εντούτοις, απαίτησαν να αποσυρθούν οι Ιάπωνες από την Κίνα και την Ινδοκίνα.

Ιαπωνικά στρατεύματα εισβάλλουν στη Κουάλα Λουμπούρ (1942).

Στις 7 Δεκεμβρίου 1941 εξαπολύθηκε ιαπωνική αεροπορική επίθεση στον αμερικανικό στόλο που βρισκόταν στο Περλ Χάρμπορ της Χαβάης, καταστρέφοντας μεν τα περισσότερα βαριά θωρηκτά του αντιπάλου, αλλά κανένα από τα αεροπλανοφόρα του, καθώς απουσίαζαν από τη βάση τη στιγμή της επίθεσης. Την επόμενη μέρα οι ΗΠΑ κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον της Ιαπωνίας και στις 11 Δεκεμβρίου εναντίον της Γερμανίας και της Ιταλίας. Αμέσως μετά την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, οι Ιάπωνες κατέλαβαν τη νήσο Γουαίηκ, τη νήσο Γκουάμ, και το Χονγκ Κονγκ. Ακολούθησε εισβολή στη Μαλαισία και τη Βιρμανία, που καταλήφθηκε μέχρι τα τέλη Μαΐου 1942. Η Σιγκαπούρη, την οποία κατείχαν οι Βρετανοί, κατακτήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 1942 και το ίδιο έγινε τον Μάρτιο με τις Ανατολικές Ολλανδικές Ινδίες (Ινδονησία) και τη Νέα Γουινέα.

Οι αμερικανικές δυνάμεις είχαν συγκεντρωθεί στη νήσο Λουσόν των Φιλιππίνων, υπό τον στρατηγό Μακ Άρθουρ, με σκοπό την άμυνα των χερσονήσων Μπαταάν και Κορρέτζιντορ, που δεν έγινε δυνατή και καταλήφθηκαν από τους Ιάπωνες (η Μπαταάν στις 9 Απριλίου και η Κορρέτζιντορ στις 6 Μαΐου) κάτι που σήμανε την ολοκληρωτική κατάληψη των Φιλιππίνων. Προσπαθώντας να εκτείνουν την αμυντική τους περίμετρο οι Ιάπωνες κινήθηκαν προς το νότο, καταλαμβάνοντας την Γκουανταλκανάλ στις Νήσους του Σολομώντος. Το σημείο αυτό θεωρήθηκε το νοτιότερο σημείο ενός τεράστιου τόξου στον Ειρηνικό που περιόριζε επέκταση της Αμερικής, ενώ αντίστοιχα επέτρεπε στους Ιάπωνες να ευελπιστούν και σε μια απόβαση στην Αυστραλία. Αλλά στη Ναυμαχία της Θάλασσας των Κοραλλίων (7-8 Μαΐου 1942), η οποία διεξήχθη για πρώτη φορά μόνο με αεροπλανοφόρα, οι Ιάπωνες αναχαιτίστηκαν και σε ένα μήνα στη ναυμαχία του Μίντγουεϊ (4 Ιουνίου 1942), έχασαν τέσσερα αεροπλανοφόρα, πράγμα που τους στοίχισε ακριβά, ενώ σε λίγο, αμερικανικές δυνάμεις, αποβιβάστηκαν στην Γκουανταλκανάλ και κατέλαβαν το νησί και κυρίως το κράτησαν υπό τον έλεγχό τους παρά τις συστηματικές ιαπωνικές αντεπιθέσεις. Στις 5 Ιουνίου διατάχθηκε από το ιαπωνικό στρατηγείο η εγκατάλειψη της Γκουανταλκανάλ αν και η Ιαπωνία εξακολουθούσε να κυριαρχεί έντονα στον υπόλοιπο Ειρηνικό, έχοντας όμως δεχτεί ήδη ένα ισχυρό πλήγμα.

Από αριστερά: Τσανγκ Κάι Σεκ, Φράνκλιν Ρούζβελτ, και Ουίνστον Τσώρτσιλ στη Διάσκεψη του Καΐρου (25-11-1943).

Στη Ναυμαχία της Σάντα Κρουζ στις 26-27 Οκτωβρίου 1942 οι Αμερικανοί αν και μένουν με ένα μόνο ακέραιο και ένα βαριά λαβωμένο αεροπλανοφόρο σε όλο τον Ειρηνικό ανάγκασαν τον -ακόμα ως τότε- ισχυρότερο ιαπωνικό στόλο, να αποσυρθεί ντροπιασμένος στη βάση του, στο Τρουκ. Αυτή η αεροναυμαχία, αν και όχι τόσο διάσημη όσο οι προηγούμενες, είχε εντούτοις σημαδέψει την αναστροφή της τύχης του πολέμου στον Ειρηνικό. Παρόλο που οι ΗΠΑ βρέθηκαν στιγμιαία σε πολύ αδύνατο σημείο, η Ιαπωνία είχε χάσει σχεδόν το 80% των πεπειραμένων πληρωμάτων της, χωρίς να πετύχει τον αντικειμενικό της στόχο και χωρίς να έχει τη δυνατότητα να αντικαταστήσει τις απώλειες της, αντίθετα με τις ΗΠΑ, που τότε ακριβώς έφταναν στο σημείο της ακμής της πολεμικής τους μηχανής. Από το 1943, η Αμερική σχεδιάζει μια σταδιακή ανακατάληψη όλων των σημαντικών βάσεων της Ιαπωνίας στα νησιά του Ειρηνικού με δύο σκέλη δράσεων: α) Τον στρατηγό Ντάγκλας Μακάρθουρ, να επιτίθεται κατά μήκος του άξονα των νήσων της Νέας Γουινέας και Φιλιππίνων και β) τον Ναύαρχο Τσέστερ Νίμιτς, να επιτίθεται κατά μήκος των νήσων Μάρσαλ και Μαριαννών, με στόχο την ίδια την Ιαπωνία. Έκτοτε η Ιαπωνία περιέρχεται σε μια κατάσταση άμυνας, όπου προσπαθεί απεγνωσμένα να κρατήσει ένα αμυντικό τόξο γύρω από το μητροπολιτικό της έδαφος.

Επιχείρηση Πυρσός - Βόρεια Αφρική (1942-1943)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Κύριο λήμμα: Επιχείρηση Πυρσός

Στις 9 Νοεμβρίου 1942, Βρετανικά και Αμερικανικά στρατεύματα, αποβιβάζονται στις Γαλλικές κτήσεις της Βόρειας Αφρικής. Συγκεκριμένα οι Αμερικανοί, ερχόμενοι απευθείας από τις ΗΠΑ, αποβιβάζονται στο Μαρόκο και οι Βρετανοί στο Οράν της Αλγερίας. Η επιχείρηση αυτή των Συμμάχων είχε το κωδικό όνομα «Επιχείρηση Πυρσός» (Operation Torch). Οι διαφωνίες, βέβαια, ανάμεσα στους Συμμάχους δεν έλειπαν. Οι Αμερικανοί που βρίσκονταν στο Μαρόκο φοβούνταν μια συμμαχία της Ισπανίας του Φράνκο με τις δυνάμεις του Άξονα. Επέμεναν να παραμείνουν στη Δυτική πλευρά της Β. Αφρικής για να αποφύγουν μια πιθανή κατάληψη του Στενού του Γιβραλτάρ από τους Ισπανούς. Από την άλλη, οι Άγγλοι επέμεναν να οργανώσουν τις δυνάμεις τους όσο πιο ανατολικά ήταν δυνατό. Φοβόντουσαν την αναδιοργάνωση των γερμανοϊταλικών δυνάμεων που βρίσκονταν στην Τυνησία.

Αμερικανοί στρατιώτες αποβιβάζονται σε ακτή κοντά στο Αλγέρι.

Όντως, η αντεπίθεση των δυνάμεων του Άξονα δεν άργησε να έρθει. Στις 12 Νοεμβρίου 1942, έχοντας ανεφοδιαστεί μέσω Σικελίας, επιτέθηκαν στους Συμμάχους. Η επίθεση αρχικά και η αντίσταση, στη συνέχεια, των Γερμανών και των Ιταλών κράτησε για έξι μήνες. Ο ανεφοδιασμός τους κατά το διάστημα αυτό γινόταν ολοένα και δυσχερέστερος, καθώς εμποδιζόταν από τα Συμμαχικά πολεμικά πλοία και αεροπλάνα. Αν και ο Χίτλερ είχε διατάξει πόλεμο μέχρις εσχάτων, στις 4 Μαΐου 1943, κυρίως εξαιτίας της έλλειψης καυσίμων, οι γερμανοϊταλικές δυνάμεις παραδόθηκαν: Έχοντας πρώτα καταστρέψει τον οπλισμό τους, 150.000 Γερμανοί και 90.000 Ιταλοί παραδόθηκαν σε Βρετανούς και Αμερικανούς.

Έτσι, το καλοκαίρι του 1943, ο πόλεμος στη Βόρεια Αφρική έλαβε τέλος, με τους Συμμάχους να εκκαθαρίζουν τα νότια παράλια της Μεσογείου. Η επιτυχία ήταν μεγάλη, καθώς κατάφεραν να αποσπάσουν μεγάλο αριθμό ικανών Γερμανών στρατιωτών και ηγετών από το ρωσικό μέτωπο. Παράλληλα, το αποτέλεσμα του πολέμου στη Β. Αφρική ήταν ικανοποιητικό και για τους Γερμανούς: Είχε σχεδόν αποκλειστεί πια η πιθανότητα επίθεσης εντός του 1943 στη Γαλλία. Η εξάμηνη αντίσταση των δυνάμεων του Χίτλερ είχε, επίσης, καταδείξει τις ικανότητες και το υψηλό ηθικό του στρατού του. Συγκριτικά πάντως, οι Σύμμαχοι, μακροπρόθεσμα, κατάφεραν να βρεθούν σε πλεονεκτικότερη θέση, αφού με την κατάληψη των παραλίων της Β. Αφρικής και την εξουδετέρωση των δυνάμεων του Άξονα μπορούσαν πλέον να προετοιμαστούν για την επικείμενη απόβαση στη Σικελία.

Η Αντίσταση κατά τoυ Άξovα στηv κατεχόμεvη Ευρώπη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα σημαντικό γεγονός, που έπληξε τον Άξονα και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην τελική έκβαση του πολέμου, ήταν οι διάφορες Αντιστάσεις που δημιουργήθηκαν στις χώρες που κατακτούσε ο Άξονας, οι οποίες ξεκινούσαν από τις πρώτες κιόλας μέρες της κατοχής των διάφορων περιοχών, με κορύφωση όσο συνεχιζόταν ο πόλεμος. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ήταν σε μορφή μποϊκοτάζ, όμως υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις που πήρε μορφή κανονικού πολέμου με πολλές επιτυχίες, όπως στην Πολωνία, στην Ελλάδα, στη Γιουγκοσλαβία, στη Σοβιετική Ένωση και στην Ιταλία.

Πολωνική Αντίσταση (1939-1944)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Πολωνός αντάρτης.

Η Πολωνική Αντίσταση, με τον Πολωνικό Στρατό Εσωτερικών, θεωρείται από τις μεγαλύτερες - αν όχι η μεγαλύτερη- σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη[a]. Η Πολωνική Αντίσταση είναι πιο αξιοσημείωτη για τη διακοπή των γερμανικών γραμμών εφοδιασμού στο Ανατολικό Μέτωπο (καταστρέφοντας ή καταστρέφοντας το 1/8 όλων των σιδηροδρομικών μεταφορών), παρέχοντας στις Βρετανικές υπηρεσίες πληροφοριών (παρέχοντας το 43% όλων των αναφορών από την κατεχόμενη Ευρώπη) και για σώζοντας περισσότερες εβραϊκές ζωές στο Ολοκαύτωμα από οποιονδήποτε άλλη οργάνωση ή κυβέρνηση των Συμμάχων [65] Ήταν μέρος του αντιστασιακού Πολωνικού Υπογείου Κράτους, που υποστηριζόταν από την εξόριστη Πολωνική κυβέρνηση. Η μεγαλύτερη από όλες τις πολωνικές οργανώσεις αντίστασης ήταν ο Εγχώριος Στρατός (Home Army, AK ), πιστός στην εξόριστη κυβέρνηση που βρισκόταν στο Λονδίνο. Το AK ιδρύθηκε το 1942 και τελικά θα ενσωμάτωσε το μεγαλύτερο μέρος των αντιστασιακών.[66][67] Άλλες μεγάλες αντιστασιακές ομάδες ήταν ο Λαϊκός Στρατός (αποτελούμενος κυρίως από κομμουνιστές) και οι Εθνικές Ένοπλες Δυνάμεις (δεξιοί εθνικιστές, αμφιλεγόμενοι ως προς τη δράση τους καθώς πολεμούσαν εναντίον και των άλλων αντιστασιακών ομάδων). Μια εκτίμηση για τους αριθμούς των ανταρτών συνολικά, στο τέλος του καλοκαιριού 1944, δίνει τη δύναμή της στα 650.000 άτομα.[a]

Ήδη από τις 9 Νοεμβρίου 1939, δύο στρατιώτες του πολωνικού στρατού ιδρύουν ον μυστικό Πολωνικό Στρατό (Tajna Armia Polska, TAP), έναν από τους πρώτους υπόγειους οργανισμούς στην Πολωνία μετά την κατάκτησή της. Τον Μάρτιο του 1940, μια μονάδα ανταρτών κατέστρεψε εντελώς ένα τάγμα γερμανικού πεζικού σε μια αψιμαχία κοντά στο χωριό Χουτσίσκα. Λίγες μέρες αργότερα σε μια ενέδρα κοντά στο χωριό Σζαλάσι και προκάλεσε βαριά απώλειες σε μια άλλη γερμανική μονάδα. Στη συνέχεια υπήρξε μεγάλη δράση κατασκοπίας, καθώς υποκλάπηκαν πολλά σχέδια των Γερμανών τα οποία στέλνονταν στους Συμμάχους, ανάμεσά τους και πληροφορίες για το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς. Το 1942 ξεκινά η Εξέγερση του Ζαμόστς, μια ένοπλη εξέγερση των Πολωνών, εξαιτίας της αναγκαστικής εκδίωξης των Πολωνών κατοίκων από την περιοχή της Ζάμοστς. Οι Γερμανοί προσπάθησαν να απομακρύνουν τους ντόπιους Πολωνούς από την περιοχή (μέσω της αναγκαστικής απομάκρυνσης, της μεταφοράς σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, μαζικής δολοφονίας ) για να ετοιμαστούν το σχέδιό τους για εποικισμό στα ανατολικά. Διήρκεσε από το 1942 έως το 1944 και παρά τα μεγάλα θύματα που υπέστη η Αντίσταση, οι Γερμανοί απέτυχαν.[68]

Πολωνοί αντάρτες κατά τη διάρκεια της Εξέγερσης της Βαρσοβίας (1944).

Η μεγαλύτερη επιχείρηση όμως της Πολωνικής Αντίστασης, ήταν η Εξέγερση της Βαρσοβίας. Οι Πολωνοί αντάρτες από περίπου 50.000 στρατιώτες του Εγχώριου Στρατού[69], μέλη του Λαϊκού Στρατού, μέλη των Εθνικών Ενόπλων Δυνάμεων, Εβραίοι αντιστασιακοί, Ιταλοί αυτόμολοι των γερμανικών στρατευμάτων, Σοβιετικοί δραπέτες κ.α.[70]. Ο αριθμός όλων αυτών υπολογίζεται γύρω στους 55.000 άνδρες (50 χιλιάδες του Εγχώριου και άλλοι 5 χιλιάδες άλλων ομάδων[71][72]. Ηγέτης των ανταρτών ήταν ο στρατιωτικός διοικητής της ΑΚ, Ταντέους «Μπορ» Κομορόφσκι και ο επιχειρησιακός αρχηγός ο Αντόνι Χρούστσιελ. Η εξέγερση άρχισε την 1η Αυγούστου 1944, ως τμήμα γενικευμένων πολεμικών επιχειρήσεων της πολωνικής αντίστασης στα εδάφη του προπολεμικού πολωνικού κράτους, παράλληλα με τη σοβιετική προέλαση εναντίον των γερμανοκρατούμενων εδαφών. Το αρχικό σχέδιο προέβλεπε συγκρούσεις διάρκειας λίγων μόνο μερών ως την άφιξη των σοβιετικών δυνάμεων που προσέγγιζαν την πόλη. Παρόλα αυτά η σοβιετική προέλαση σταμάτησε εκείνο το διάστημα, ενώ η πολωνική αντίσταση συνεχίστηκε για 63 ολόκληρες μέρες ως την τελική παράδοση στους Γερμανούς στις 2 Οκτωβρίου.[73] Μετά την καταστολή της εξέγερσης ακολούθησε η οργανωμένη λεηλασία και καταστροφή της πόλης από τις γερμανικές δυνάμεις.

Ελληνική Αντίσταση (1941-1944)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Γερμανοί αλεξιπτωτιστές και αεροπλάνα πάνω από την Κρήτη, Μάιος 1941.

Υψίστης σημασίας για τον πόλεμο είναι και η Ελληνική Αντίσταση. Η αντίσταση ξεκίνησε σχεδόν αμέσως μετά την πτώση και τη συνθηκολόγηση της Ελλάδας, τον Απρίλιο του 1941. Η πρώτη αντιστασιακή οργάνωση στην Ευρώπη ιδρύθηκε στη συνοικία Επτάλοφος της Θεσσαλονίκης με το όνομα «Ελευθερία», στις 15 Μαΐου 1941 (μόλις ένα μήνα μετά την κατάληψη της πόλης από τα γερμανικά στρατεύματα), με πρωτοβουλία μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος, του Αγροτικού Κόμματος, της Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας και του στρατηγού Δημήτριου Ψαρρού και εξέδιδε την ομώνυμη εφημερίδα στο παράνομο τυπογραφείο της Επταλόφου[74]. Τη νύχτα της 30ής προς 31η Μαΐου του 1941, δυο νέοι, ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας, κατεβάζουν τη σημαία της Ναζιστικής Γερμανίας από τον ιστό του βράχου της Ακρόπολης στην Αθήνα[75] (γεγονός που μετέπειτα οδήγησε τον Γλέζο στη βράβευση από τη Σοβιετική Ένωση με το Διεθνές Βραβείο Ειρήνης Λένιν το 1962, ενώ ο Γάλλος πρόεδρος Σαρλ ντε Γκωλ τον χαρακτήρισε ως τον «πρώτο παρτιζάνο της Ευρώπης»).[76][77] Ταυτόχρονα, στο νοτιότερο τμήμα της χώρας διεξάγεται η Μάχη της Κρήτης από το πρωί της 20ής Μαΐου 1941, όταν ξεκίνησε η αεραπόβαση των Γερμανών εναντίον του νησιού, ως την 1η Ιουνίου. Με την επιχείρηση αυτή οι Γερμανοί κατάφεραν να καταλάβουν το νησί από τις αγγλοελληνικές συμμαχικές δυνάμεις, ωστόσο αυτή τους η επιτυχία κόστισε τόσο πολύ ώστε να μην επιχειρήσουν ξανά άλλη αεροπορική έφοδο της ίδιας κλίμακας κατά τη διάρκεια του πόλεμου.[78] Η μάχη της Κρήτης θεωρείται επίσης πολύ σημαντική για τους Κρητικούς, λόγω της αναπάντεχης σθεναρής αντίστασης που πρόβαλλαν εναντίον των αριθμητικά ανώτερων Γερμανών και του μεγάλου τιμήματος που είχε η επίθεση, και η επακόλουθη κατοχή, στον πληθυσμό του νησιού.

Από τον Ιούλιο του 1941 δρούσαν στη Μακεδονία τα αντιστασιακά σώματα «Αθανάσιος Διάκος» και «Οδυσσέας Ανδρούτσος». Η πρώτη μαζική εξέγερση του ελληνικού λαού, η οποία έλαβε καθαρά μαχητικό και επαναστατικό χαρακτήρα, συνέβη στην περιοχή της Δράμας, όπου η Βουλγαρική διοίκηση επιχειρούσε με μεθοδικότητα τον εκβουλγαρισμό των κατοίκων. Ο πληθυσμός αντέδρασε στην προσπάθεια αφελληνισμού και στις 28 προς 29 Σεπτεμβρίου 1941 ο λαός της Δράμας και των γύρω χωριών εξεγείρεται και καταλύει τις βουλγαρικές αρχές. Η αυθόρμητη αυτή εξέγερση, καταπνίγεται από τις Βουλγαρικές κατοχικές δυνάμεις που εκτελούν ομαδικά 3.000 εξεγερμένους στην πόλη της Δράμας και στα γύρω χωριά.[79][80][81]. Τα γεγονότα της Δράμας είχαν συγκλονιστική επίδραση σε ολόκληρο τον υπόδουλο ελληνικό λαό και σε συνδυασμό με τις καθημερινές εκτελέσεις από τους Γερμανούς, γίνεται κοινή συνείδηση ότι μόνο με τον ένοπλο αγώνα ήταν δυνατό να αντιμετωπιστεί ο κατακτητής.[82] Έτσι δημιουργούνται οι αντιστασιακές οργανώσεις, με μεγαλύτερες το ΕΑΜ, τον ΕΔΕΣ και την ΕΚΚΑ, αλλά και άλλες μικρότερες όπως η ΠΕΑΝ και η ΕΟΚ. Στις 25 Νοεμβρίου του 1942 ενωμένες αντιστασιακές δυνάμεις του ΕΛΑΣ του Άρη Βελουχιώτη και του ΕΔΕΣ του Ναπολέοντα Ζέρβα, με συντονισμό από Βρετανούς πράκτορες της οργάνωσης SOE, ανατίναξαν τη σιδηροδρομική γέφυρα του Γοργοποτάμου. Στην επιχείρηση έλαβαν μέρος 86 αντάρτες του ΕΛΑΣ, 52 του ΕΔΕΣ και 14 Αγγλοι κομάντος, ενώ τη γέφυρα υπερασπιζόταν μία φρουρά αποτελούμενη από εκατό Ιταλούς στρατιώτες και πέντε Γερμανούς, οι οποίοι διέθεταν βαρύ οπλισμό. Η επιχείρηση της γέφυρας του Γοργοποτάμου αποτελεί μία από τις σημαντικότερες πράξεις αντίστασης στην κατεχόμενη Ευρώπη την περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς καθυστέρησε τους Γερμανούς (σε συνδυασμό με τη γενικότερα πετυχημένη αντίσταση) και έτσι οι Σοβιετικοί είχαν χρόνο να αναδιοργανωθούν στο Ανατολικό Μέτωπο και τελικά να αντεπιτεθούν.[83]

Αντάρτες του ΕΑΜ.

Από τα τέλη του 1943 οι επιχειρήσεις των αντάρτικων ομάδων εναντίον των Γερμανών άλλα και των Ελλήνων συνεργατών τους, που συγκρότησαν τα Τάγματα Ασφαλείας, πύκνωσαν. Στο διάστημα αυτό δόθηκαν πολλές μάχες, κυριότερες από τις οποίες ήταν η Μάχη στα Δερβενοχώρια, η Μάχη της Γλόγοβας, η Μάχη των Καλαβρύτων, η Μάχη της Στυμφαλίας, η Μάχη της Αμφιλοχίας, η Μάχη της Αγορέλιτσας, η Μάχη στις Καρούτες και η Μάχη της σοδειάς. Παρόλο που ξεκίνησαν και διαμάχες μεταξύ των αντιστασιακών ομάδων, η Αντίσταση κορυφώνεται, με αποτέλεσμα να απελευθερωθούν τμήματα της χώρας στην Πίνδο, δημιουργώντας τη λεγόμενη Ελεύθερη Ελλάδα, που διοικούνταν από την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), ένα είδος κυβέρνησης με πρόεδρό τον Αλέξανδρο Σβώλο, διαπρεπή συνταγματολόγο. Στα τέλη Απριλίου του 1944 με πρωτοβουλία της ΠΕΕΑ πραγματοποιείται μια πρωτοφανής (για κατεχόμενη χώρα) ενέργεια. Διοργανώνονται μυστικές εκλογές και πάνω από ένα εκατομμύριο Έλληνες ψηφίζουν και στέλνουν αντιπροσώπους σε μια εθνοσυνέλευση που παίρνει το όνομα Εθνικό Συμβούλιο. Στις 13 με 15 Σεπτεμβρίου του 1944 ο ΕΛΑΣ (ο στρατός του ΕΑΜ) συνέτριψε τα δωσιλογικά Τάγματα Ασφαλείας στη μάχη του Μελιγαλά, ενώ είχε αρχίσει να απελευθερώνει πολλές ελληνικές περιοχές. Με τις νικηφόρες για την Αντίσταση μάχες και στα πλαίσια της γενικότερης υποχώρησής τους, οι δυνάμεις του Άξονα αποχωρούν ηττημένες από την Ελλάδα, στις 12 Οκτωβρίου 1944 η Αθήνα και ο Πειραιάς απελευθερώνονται, και στις 18 του ίδιου μήνα ο πρωθυπουργός και τα μέλη της μέχρι τότε εξόριστης κυβέρνησης, εισέρχονται στην πρωτεύουσα Αθήνα.

Γιουγκοσλαβική Αντίσταση (1941-1945)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Παρτιζάνος μαχητής Στέπαν Φιλίποβιτς φωνάζει «Θάνατος στον φασισμό, ελευθερία στον λαό!» δευτερόλεπτα πριν από την εκτέλεση του με απαγχονισμό. Αυτή η φράση έγινε μετά το σύνθημα των Παρτιζάνων.

Η Γιουγκοσλαβική Αντίσταση, πραγματοποιείται κυρίως από τους Γιουγκοσλάβους Παρτιζάνους με επικεφαλής τον μετέπειτα πρόεδρο της Γιουγκοσλαβίας, Γιόσιπ Μπροζ Τίτο. Έως και το 1941 αντιστασιακή ήταν και η αντίπαλη οργάνωση, η Τσέτνικ του Ντράζα Μιχαήλοβιτς που στη συνέχεια όμως συνεργάστηκε με τους κατακτητές. Μετά την ήττα της Γιουγκοσλαβίας, οι κατοχικές δυνάμεις επέβαλαν στον τοπικό πληθυσμό τόσο μεγάλα βάρη που οι Παρτιζάνοι όχι μόνο απολάμβαναν ευρεία υποστήριξη, αλλά για πολλούς ήταν η μόνη επιλογή για επιβίωση. Στις αρχές της κατοχής, οι γερμανικές δυνάμεις κρέμαγαν ή πυροβολούσαν χωρίς διακρίσεις, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών, των παιδιών και των ηλικιωμένων, έως και 100 κάτοικοι για κάθε ένα Γερμανό στρατιώτη που σκοτωνόταν. Επιπλέον, στη χώρα κατέρρευσε κάθε τάξη, με συνεργατικές με τον Άξονα πολιτοφυλακές να περιπλανιούνται στην ύπαιθρο και να τρομοκρατούν τον πληθυσμό. Η κυβέρνηση του Ανεξαρτήτου Κράτους της Κροατίας βρέθηκε ανίκανη να ελέγξει την επικράτειά της στα αρχικά στάδια της κατοχής, με αποτέλεσμα τη σκληρή καταστολή της αντίστασης από τις πολιτοφυλακές της Ούστασε και τον γερμανικό στρατό. Εν μέσω του σχετικού χάους που ακολούθησε, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας κινήθηκε για να οργανώσει και να ενώσει αντιφασιστικές ομάδες και πολιτικές δυνάμεις (τους Παρτιζάνους, όπως θα ονομαστούν) σε μια εθνική εξέγερση.

Γιουγκοσλάβοι Παρτιζάνοι.

Οι Παρτιζάνοι αποφάσισαν επισήμως να ξεκινήσουν μια ένοπλη εξέγερση στις 4 Ιουλίου, μια ημερομηνία που αργότερα χαρακτηρίστηκε ως Ημέρα του Μαχητή - μια αργία στη ΣΟΔ Γιουγκοσλαβίας. Ο Ζικιτσα Γιοβανοβιτς Σπανατς πυροβόλησε την πρώτη σφαίρα της εκστρατείας στις 7 Ιουλίου, που αργότερα ορίστηκε Ημέρα της Επανάστασης στη Σοσιαλιστική Δημοκρατίας της Σερβίας (μέρος της ΣΟΔ Γιουγκοσλαβίας). Στις 10 Αυγούστου στο Στανουλοβιτς, ένα ορεινό χωριό, οι Παρτιζανοί δημιούργησαν το Αρχηγείο Παρτιζάνικων Διμοιρίων Κοπαονικ. Η περιοχή που έλεγχαν, αποτελούμενη από κοντινά χωριά, ονομάστηκε «Δημοκρατία Ανθρακωρύχων» και διήρκεσε 42 ημέρες. Οι αγωνιστές της αντίστασης εντάχθηκαν επίσημα στις τάξεις των Παρτιζάνων αργότερα. Το 1941 οι δυνάμεις των Παρτιζάνων στη Σερβία και το Μαυροβούνιο είχαν περίπου 55.000 μαχητές, αλλά μόνο 4.500 κατάφεραν να διαφύγουν στη Βοσνία. Στις 21 Δεκεμβρίου 1941 σχημάτισαν την 1η Προλεταριακή Επιθετική Ταξιαρχία (1. Προλετερσκα Ουνταρνα Μπριγκαντα) - την πρώτη τακτική στρατιωτική μονάδα Παρτιζάνων, ικανή να λειτουργεί εκτός της τοπικής περιοχής της. Το 1942, οι παρτιζάνικες διμοιρίες συγχωνεύθηκαν επισήμως στον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό και Παρτιζανικές Διμοιρίες της Γιουγκοσλαβίας (ΝΟΠ ι ΝΒΓ), με εκτιμώμενους 236.000 στρατιώτες τον Δεκέμβριο του 1942.[84] Τον Αύγουστο του 1941, στη Δαλματία σχηματίστηκαν 7 Παρτιζανικές Διμοιρίες με το ρόλο της εξάπλωσης της εξέγερσης. Στις 26 Αυγούστου 1941, 21 μέλη της 1ης Παρτιζανικής Διμοιρίας του Σπλιτ δόθηκαν σε εκτελεστικό απόσπασμα μετά τη σύλληψή τους από τις δυνάμεις της Ιταλίας και των Ουστάσε. Μια εξέγερση εκδηλώθηκε στη Σερβία δύο εβδομάδες αργότερα υπό την ηγεσία του Τίτο (Δημοκρατία του Ούζιτσε), αλλά γρήγορα νικήθηκε από τις δυνάμεις του Άξονα και στη συνέχεια έπεσε η στήριξη για τους Παρτιζάνους στη Σερβία.

Οι αριθμοί παρτιζάνων από τη Σερβία μειώνονταν μέχρι το 1943, όταν το κίνημα των Παρτιζάνων σημείωσε άνοδο εξαπλώνοντας του αγώνα κατά του Άξονα.[85] Η αύξηση του αριθμού των Παρτιζάνων στη Σερβία, όπως και σε άλλες περιοχές της Γιουγκοσλαβίας, ήρθε εν μέρει ως απάντηση στην προσφορά αμνηστίας του Τίτο σε όλους όσους είχαν συνεργαστεί με τους εισβολείς στις 17 Αυγούστου 1944. Στο σημείο αυτό, δεκάδες χιλιάδες Τσέτνικ άλλαξαν στρατόπεδο και εισήλθαν στους Παρτιζάνους. Αμνηστία προσφέρθηκε πάλι μετά τη γερμανική απόσυρση. Οι Παρτιζάνοι, ομοίως με την Ελληνική Αντίσταση, καταφέρνουν να απελευθερώσουν περιοχές στη χώρα και λειτουργούν αποτελεσματικά. Τελικά οι Γερμανοί αποχωρούν από το Βελιγράδι στις 21 Νοεμβρίου 1944 και στις 15 Ιανουαρίου 1945.[86] Θεωρείται από πολλούς ως το πιο αποτελεσματικό αντιστασιακό κίνημα κατά του Άξονα κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.[87]

Παράδοση της Ιταλίας και αντιφασιστική Ιταλική Αντίσταση (1943-1945)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά από την εκκαθάριση των ακτών της Β. Αφρικής από τις δυνάμεις του Άξονα, οι Σύμμαχοι έστρεψαν την προσοχή τους στη δυτική, κατεχόμενη Ευρώπη. Κύριο μέλημά τους ήταν η δημιουργία ενός δεύτερου μετώπου, έτσι ώστε να ελαττωθεί η πίεση του Άξονα προς τη Σοβιετική Ένωση, που βρισκόταν σε φάση ανάκαμψης και προετοιμασίας για αντεπίθεση.

Χάρτης της Ιταλίας κατά τη διάρκεια της εισβολής

Έτσι, και αφού προώθησαν παραπλανητικές πληροφορίες για δήθεν επικείμενη απόβαση στην Ελλάδα (Επιχείρηση Κιμάς), προκειμένου να παραπλανηθεί ο εχθρός, εισέβαλαν στη Σικελία τον Ιούλιο του 1943, όπου και κατέλαβαν, μετά από πολύνεκρες, και από τις δυο πλευρές, μάχες, το Παλέρμο. Μέχρι τα τέλη Αυγούστου και ύστερα από σκληρή αντίσταση από επίλεκτες γερμανικές δυνάμεις, που στάλθηκαν από τον Χίτλερ για να ανακόψουν την επέλαση των Συμμάχων, κατέλαβαν τη Ρώμη και η Ιταλία παραδόθηκε και πέρασε στην πλευρά των Συμμάχων, χωρίς, εν τούτοις, να σταματήσουν οι μάχες στο έδαφός της, που συνεχίστηκαν πάνω από τη γραμμή Γουσταύου. Αμέσως, η Γερμανία πήρε στον έλεγχο της το βόρειο μέρος της μισής Ιταλίας, ελευθέρωσε τον Μουσολίνι (ο οποίος είχε συλληφθεί από τους Συμμάχους) και τον φυγάδευσε σε έδαφος υπό γερμανική κατοχή, με σκοπό την ίδρυση ενός κράτους-δορυφόρου. Έτσι δημιουργείται από τον Μουσολίνι η Ιταλική Κοινωνική Δημοκρατία (γνωστή και ως Δημοκρατία του Σαλό), που εγκαθιδρύθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 1943 στην κωμόπολη Σαλό της Βόρειας Ιταλίας.

Κύριο λήμμα: Ιταλική αντίσταση
Οι[νεκρός σύνδεσμος] Παρτιζάνοι απελευθερώνουν την Μπολόνια από τους Φασίστες

Έτσι τον Σεπτέμβριο του 1943 ξεκινά η Ιταλική αντίσταση (αν και είχε ξεκινήσει πριν καν αρχίσει ο πόλεμος, ενάντια στη φασιστική κυβέρνηση), η οποία συμπεριλαμβάνει όλα τα αντιστασιακά κινήματα που αντιτάχθηκαν στις δυνάμεις της Γερμανίας καθώς και στην Ιταλική Κοινωνική Δημοκρατία, ειδικά μετά τη γερμανική εισβολή και στρατιωτική κατοχή της Ιταλίας. Γνωστός και ως Εθνικός Απελευθερωτικός Πόλεμος (ιταλικά: guerra di liberazione nazionale‎‎), ο αγώνας των Ιταλών μαχητών (ή Παρτιζάνων όπως αποκαλούνταν) έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην εκστρατεία εναντίον των Γερμανών και του υπόλοιπου Άξονα. Οι Παρτιζάνοι συχνά ήταν πρώην στρατιώτες που είχαν αποκοπεί από το στράτευμα ή δραπέτευαν πριν στρατολογηθούν και είχαν ακόμα τα όπλα τους, άλλοι ήταν αστοί εκτοπισμένοι, απελευθερωμένοι αιχμάλωτοι πολέμου, ενώ πολλοί οργανώθηκαν και οπλίστηκαν από τα αντιφασιστικά κόμματα. Τα κόμματα αυτά ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα, η Χριστιανική Δημοκρατία, το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Φιλελεύθερο Κόμμα, το Κόμμα Δράσης και το Εργατικό Δημοκρατικό Κόμμα. Ο αγώνας ήταν πιο ενεργός το καλοκαίρι σε λόφους και βουνά, όπου συνήθως υποστηρίζονταν από τους αγρότες, με αποτέλεσμα να διαλύσουν χιλιάδες γερμανικά στρατεύματα.

Η αντίσταση είχε να κάνει ουσιαστικά με τρεις πολέμους: έναν εναντίον Ιταλών φασιστών, έναν πόλεμο εθνικής απελευθέρωσης ενάντια στη Γερμανική κατοχή και έναν ταξικό πόλεμο εναντίον των κυβερνώντων ελίτ (ο τελευταίος υποστηρίχθηκε περισσότερο από το Κομμουνιστικό Κόμμα). Μερικές φορές υπήρχαν συγκρούσεις μεταξύ των ομάδων, αλλά γενικά ήταν ενωμένες. Οι Κομμουνιστές ηγήθηκαν της μεγαλύτερης ομάδας αντιστασιακών (τουλάχιστον 50.000 μέχρι το καλοκαίρι του 1944), μετατρέποντάς τους σε μια μεγάλη δύναμη στη μεταπολεμική ιταλική πολιτική. Το νέο Κόμμα Δράσης ήταν επίσης πολύ ενεργό, αποτελώντας περίπου το ένα τέταρτο σε στρατιωτική δύναμη από όλα τα κόμματα. Οι Χριστιανοδημοκράτες περιελάμβαναν περίπου 20.000 αντάρτες, και οι Σοσιαλιστές και οι Φιλελεύθεροι είχαν επίσης σημαντικές ένοπλες ομάδες σε ορισμένες περιοχές. Αντάρτες διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεων συνεργάστηκαν συνήθως σε τοπικές επιτροπές εθνικής απελευθέρωσης (CLN), οι οποίες συντονίστηκαν στρατηγικά, συνεργάστηκαν με τους Συμμάχους, διοικούσαν απελευθερωμένες περιοχές και διόριζαν νέους αξιωματούχους. Πάνω απ' όλα, οργάνωσαν τις εξεγέρσεις στις βόρειες και κεντρικές πόλεις, συμπεριλαμβανομένου του Μιλάνου τον Απρίλιο του 1945, οι οποίες έπεσαν στους αντάρτες πριν φτάσουν τα συμμαχικά στρατεύματα.[88]

Οι αρχές της σύγχρονης Ιταλικής Δημοκρατίας βασίστηκαν στον αγώνα της Αντίστασης, καθώς το Σύνταγμα της Ιταλίας υπογράφηκε άπω τα αντιστασιακά κόμματα στο τέλος του πολέμου, αντικατοπτρίζοντας τη σύνθεση των αντίστοιχων πολιτικών τους για τις παραδόσεις της δημοκρατίας και του αντιφασισμού.[89]

Αντεπίθεση των Συμμάχων, μάχη του Κουρσκ και απόβαση στη Νορμανδία (1943-1945)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Κύριο λήμμα: Μάχη του Κουρσκ
Σοβιετικοί στρατιώτες κατά τη διάρκεια των μαχών.

Στο Ανατολικό Μέτωπο, οι Σοβιετικοί αντεπιτίθενται και διεξάγεται στο Κουρσκ η μεγαλύτερη μάχη τεθωρακισμένων που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του Πολέμου. Η μάχη χωρίζεται σε δύο φάσεις: στη γερμανική επίθεση (5-17 Ιουλίου 1943) και στη σοβιετική αντεπίθεση (12 Ιουλίου-23 Αυγούστου 1943). Η γερμανική επίθεση διεξήχθη βάσει του σχεδίου της Επιχείρησης «Ακρόπολη» (γερμ. Unternehmen Zitadelle), σύμφωνα με το οποίο, μεγάλος αριθμός αρμάτων μάχης και στρατιωτών επιτέθηκε στα βόρεια και στα νότια της πόλης αντίστοιχα. Ωστόσο, οι Σοβιετικοί κατάφεραν να σταματήσουν (με μεγάλη δυσκολία στα νότια) την επίθεση των Γερμανών και πέρασαν στην αντεπίθεση, η οποία διήρκησε μέχρι τις 23 Αυγούστου. Κατά τη διάρκεια της αντεπίθεσης, στα βόρεια, ο Κόκκινος Στρατός απελευθέρωσε το Οριόλ και το Μπέλγκοροντ, ενώ στα νότια, ο Κόκκινος Στρατός απελευθέρωσε το Χάρκοβο. Η επιτυχία της σοβιετικής αντεπίθεσης είχε ως αποτέλεσμα τη λήξη των γερμανικών επιθέσεων στο Ανατολικό Μέτωπο και την απόκτηση (από τους Σοβιετικούς) της υπεροχής σε όλες τις κατευθύνσεις του γερμανοσοβιετικού μετώπου.[90]

Η απόβαση στη Νορμανδία.

Όμως, οι Σύμμαχοι δεν σταμάτησαν εδώ. Σε μια προσπάθεια να επισπεύσουν τον τερματισμό του πολέμου, στις 6 Ιουνίου 1944 πραγματοποίησαν απόβαση στη Νορμανδία της Γαλλίας με το κωδικό όνομα «Operation Overlord», ανατρέποντας τις προβλέψεις των Γερμανών για απόβαση κοντά στο στενό της Μάγχης. Η D-Day, όπως ονομάστηκε η 6η Ιουνίου 1944, αποτέλεσε τη μεγαλύτερη απόβαση όλων των εποχών. Κατά την πρώτη φάση της μάχης, την απόβαση στη Νορμανδία, οι Σύμμαχοι δεν κατάφεραν να επιτύχουν τους στόχους τους για την πρώτη μέρα, αλλά απέκτησαν ένα προγεφύρωμα που επεκτάθηκε σταδιακά όταν κατέλαβαν το λιμάνι του Χερβούργου στις 26 Ιουνίου και την πόλη Καν στις 21 Ιουλίου. Μετά από μία αποτυχημένη αντεπίθεση των γερμανικών δυνάμεων στις 8 Αυγούστου, παγιδεύτηκαν, στον θύλακα της Φαλαίζ, 50.000 στρατιώτες της 7ης Στρατιάς. Οι γερμανικές δυνάμεις που κατάφεραν να διαφύγουν υποχώρησαν ανατολικά κατά μήκος του Σηκουάνα στις 29 Αυγούστου 1944, σημειώνοντας το τέλος της μάχης της Νορμανδίας. Παρόλο που οι απώλειες ήταν σημαντικές για τους Συμμάχους, τόσο κατά τη διάρκεια της απόβασης όσο και κατά τη μάχη της Νορμανδίας που ακολούθησε, το αποτέλεσμα τους δικαίωσε, αφού σε λιγότερο από ένα χρόνο, σε συνδυασμό με την επέλαση των Σοβιετικών στο ανατολικό μέτωπο, έσφιξε τον κλοιό γύρω από τη Ναζιστική Γερμανία.

Η Μάχη του Βερολίνου και το τέλος του πολέμου στην Ευρώπη (1945)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Κύριο λήμμα: Μάχη του Βερολίνου

Η υπεροπλία των Σοβιετικών σε υλικό προκάλεσε ανεπανόρθωτες ζημιές στις δυνάμεις του Άξονα, με αποτέλεσμα να μην μπορέσουν να ανακάμψουν και να ανακτήσουν τις πρωτοβουλίες στις εξελίξεις στο Ανατολικό Μέτωπο μέχρι να τελειώσει ο Πόλεμος. Η πλάστιγγα είχε πλέον γυρίσει οριστικά υπέρ των Συμμαχικών δυνάμεων. Μετά την Επιχείρηση Βίστουλα-Όντερ τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 1945, ο Κόκκινος Στρατός είχε κολλήσει προσωρινά σε μια γραμμή 60 χιλιόμετρα ανατολικά του Βερολίνου. Στις 9 Μαρτίου, οι Γερμανοί ανακοίνωσαν την επιχείρηση υπεράσπισης της πόλης με τίτλο επιχείρηση Κλάουζεβιτς. Οι πρώτες αμυντικές προετοιμασίες στα περίχωρα του Βερολίνου έγιναν στις 20 Μαρτίου, υπό τον στρατηγό Γκόταρντ Χάινριτσι.

Σοβιετικό άρμα μάχης εισβάλει στο Βερολίνο.

Όταν η σοβιετική επίθεση συνέχισε από τις 16 Απριλίου, δύο Σοβιετικά τμήματα στρατού επιτέθηκαν στο Βερολίνο από τα ανατολικά και από τα νότια, ενώ ένα τρίτο διαπέρασε τις γερμανικές δυνάμεις που είχαν σταθμεύσει στα βόρεια του Βερολίνου. Πριν ξεκινήσει η κύρια μάχη στο Βερολίνο, ο Κόκκινος Στρατός περικύκλωσε την πόλη με τις επιτυχημένες μάχες των Υψωμάτων Ζέελοφ και του Χάλμπε. Στις 20 Απριλίου 1945, ημέρα των 56ων γενεθλίων του Χίτλερ, το 1ο Λευκορωσικό Μέτωπο υπό τον στρατάρχη Γκεόργκι Ζούκοφ, το οποίο προχωρούσε από ανατολικά και νότια, άρχισε να βομβαρδίζει το κέντρο του Βερολίνου, ενώ το 1ο Ουκρανικό Μέτωπο του στρατάρχη Ιβάν Κόνεφ προχώρησε προς τα νότια προάστια του Βερολίνου. Στις 23 Απριλίου ο στρατηγός Χέλμουτ Βάιντλινγκ ανέλαβε τη στρατηγία των δυνάμεων στο Βερολίνο. Η φρουρά αποτελούνταν από διάφορες αποδεκατισμένες μεραρχίες της Βέρμαχτ και των Βάφφεν-ΣΣ, μαζί με ελλιπώς εκπαιδευμένες μονάδες των Φόλκστουρμ και της Νεολαίας του Χίτλερ. Εντός της επόμενης εβδομάδας ο Κόκκινος Στρατός κατέλαβε την υπόλοιπη πόλη.

Ο Στρατάρχης Βίλχελμ Κάιτελ υπογράφει την άνευ όρων συνθηκολόγηση στους Συμμάχους.

Στις 30 Απριλίου 1945 και ενώ οι Σοβιετικοί έχουν φτάσει σε απόσταση αναπνοής από την Καγκελαρία, ως αποτέλεσμα της Μάχης του Βερολίνου, ο Χίτλερ αυτοκτονεί (ενώ αρκετοί αξιωματούχοι του, επίσης, αυτοκτόνησαν λίγο αργότερα)[91]. Το φυλάκιο της πόλης παραδόθηκε στις 2 Μαΐου, αλλά οι μάχες συνέχισαν στα βορειοδυτικά, τα δυτικά και τα νοτιοδυτικά της πόλης και οι επιζώντες διάδοχοί του υπογράφουν την άνευ όρων συνθηκολόγηση, η οποία εκμηδενίζει τη νομική υπόσταση της Γερμανίας ως χώρας. Η υπογραφή της άνευ όρων συνθηκολόγησης έγινε στις 9 Μαΐου 1945, ώρα 0:43 π.μ., στην αίθουσα της στρατιωτικής σχολής μηχανικού, στο προάστιο Κάρλσχορστ του Βερολίνου. Την ανώτατη γερμανική στρατιωτική διοίκηση εκπροσώπησαν ο στρατάρχης Κάιτελ, ο ναύαρχος Φρίντερμπουργκ και ο στρατηγός της αεροπορίας Στουμπφ. Την αντιπροσωπεία της αντιχιτλερικής συμμαχίας αποτέλεσαν: από μέρους της ΕΣΣΔ ο στρατάρχης Γ. Κ. Ζούκωφ, από μέρους της Αγγλίας ο στρατάρχης της αεροπορίας Α. Τέντερ, από μέρους των ΗΠΑ ο στρατηγός Κ. Σπάατς και από τη Γαλλία, ο στρατηγός Ντε Λατρ ντε Τασινύ. Ο πόλεμος στην Ευρώπη τερματίζεται.

Η πτώση της Ιαπωνίας (1944-1945)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1944 είναι για την Ιαπωνία ένα έτος εξαιρετικής δοκιμασίας. Στο εσωτερικό της, οι πολιτικοί καταλαβαίνουν ότι το σχέδιο των 6 μηνών αστραπιαίου πολέμου προ πολλού δεν έχει αποφέρει αποτελέσματα και η τελική ήττα είναι αναπόφευκτη. Όμως την πρακτική ισχύ διαθέτουν οι στρατιωτικοί, οι οποίοι επιβάλλουν στους πολιτικούς τη θέλησή τους και η χώρα ζει ουσιαστικά υπό στρατιωτική δικτατορία, όπου και ο αυτοκράτορας Χιροχίτο, αποτελεί ένα είδος μαριονέτας του καθεστώτος. Για τους στρατιωτικούς η μόνη επιλογή είναι η «μάχη μέχρις εσχάτων» και ελπίζουν απλά να προκαλέσουν τόσο πολλές ανθρώπινες απώλειες στον εχθρό, που να τον αναγκάσουν, να αναθεωρήσει τα σχέδιά του για την κατάληψη της χώρας τους. Στη μάχη των Φιλιππίνων, στις 20 Οκτωβρίου 1944, εμφανίζονται και οι πρώτοι πιλότοι αυτοκτονίας «καμικάζι», οι οποίοι οδηγούν τα αεροπλάνα τους, γεμάτα εκρηκτικές ύλες, να καταπέσουν επί των εχθρικών πλοίων. Αν και αυτό τρομάζει αρχικά τις ΗΠΑ, σε λίγο διαπιστώνουν ότι, ουσιαστικά, πρόκειται για ένα κύκνειο άσμα της Ιαπωνίας. Οι καμικάζι είναι η απόδειξη της ανικανότητας του εναπομείναντος άπειρου ανθρώπινου υλικού να πλήξει σε μάχη τον εχθρό, πράγμα που κατάφερνε πολύ άνετα το 1941 - 1942. Επιπλέον, πρόκειται κυρίως για νεαρούς εθελοντές, που δεν είχαν καιρό να εκπαιδευθούν. Θα χαθούν συνολικά κάπου 1.800 από αυτούς, χωρίς να προκαλέσουν τις απώλειες που ήλπιζαν. Καταστρέφονται μόνο 2-3 μεγάλα πλοία, κάπου 10 μικρότερα και κάπου 100 υφίστανται ζημίες, τις οποίες τελικά αποκατέστησαν, και αυτό αποτελεί μόνο το 10% του συνολικού στόλου των ΗΠΑ που δρα στον Ειρηνικό.

Σύντομα, η απώλεια των Φιλιππίνων προκάλεσε εσωτερικά την πρώτη πολιτική κρίση, που οδήγησε σε παραίτηση τον στρατιωτικό πρωθυπουργό Τότζο Χίντεκι, χωρίς όμως να αλλάξει την ιαπωνική νοοτροπία για τη συνέχεια του πολέμου, η οποία κρατήθηκε στο ίδιο πνεύμα της «μάχης μέχρις εσχάτων».

Το πυρηνικό «μανιτάρι» ύψους 18 χιλιομέτρων που σχηματίστηκε από την έκρηξη της ατομικής βόμβας στο Ναγκασάκι.

Χαρακτηριστική είναι η μάχη για τη νήσο Ίβο Τζίμα, (19 Φεβρουαρίου - 26 Μαρτίου 1945). Οι Ιάπωνες υπερασπίστηκαν το νησί κρυμμένοι μέσα σε σπηλιές, με μόνο στόχο να πεθάνουν μέχρις ενός, αλλά προκαλώντας τρομακτικές απώλειες στον εχθρό. Το αποτέλεσμα σχεδόν τους δικαίωσε, αφού σκοτώθηκαν 21.703 Ιάπωνες συμπαρασύροντας στον θάνατο 27.909 Αμερικανούς. Οι απώλειες αυτές είναι σχεδόν τριπλάσιες των απωλειών κατά την απόβαση στη Νορμανδία. Το γεγονός είναι αλήθεια ότι τρόμαξε την Αμερική, η οποία, ως απάντηση, αποφάσισε τη συστηματική καταστροφή των μέσων διεξαγωγής πολέμου στο μητροπολιτικό έδαφος της Ιαπωνίας με συχνούς εμπρηστικούς βομβαρδισμούς. Ορμώμενα από τις βάσεις στις